Χάραξα σε χρυσο τ” όνομα σου

nd

Ρίζωσες σε λέξεις που λέγοντας τ” όνομά σου ξέχασαν να προφέρουν το δικό τους.  Γίνηκες το γύρισμα του κορμιού στον βραδινό ύπνο, η δίψα στα χείλη, το σπρώξιμο του χρόνου στην αιωνιότητα.  Πες μου, σχέδιο ήταν ή απλά έτυχε;
Πες μου πως κατάφερες μια ψυχή να χωρέσεις, που άνοιξαν οι άνεμοι στις άκρες τ” ουρανού και χόρεψαν τον απτάλικο χορό τους, κι  εκείνη να κουρνιάσει στα δυο σου μάτια;  Γυρνώ στα χρόνια τα πριν, σ” αναζητώ.
Με πόση σιωπή στα χέρια της αναμονής έμαθαν οι αισθήσεις να γράφουν γράμμα το γράμμα μια λέξη που γίνηκε όνομά σου!  Έμαθαν έπειτα τον τρόπο να το προφέρουν, κάτι σαν από τραγούδι παλιό.  Νότα τη νότα έμαθα για εσένα, νότα τη νότα έμαθα εσένα κι άλλο δεν κάνω τώρα απ” το να σε τραγουδώ.  Αποκοιμήθηκα στις πηγές της μελωδίας σου.  Ποτάμια ντύθηκαν και με παρέσυραν.  Ακούς, ακόμα κελαριστά κυλούν τα νερά, ακόμα τα όνειρα μπορούν και ταξιδεύουν.  Κι αλήθεια, γνωρίζεις σε πόσα «βάσανα» μ” έβαλαν τούτα τα ταξίδια;  Πρέπει πάντα να έχω έτοιμη μια βαλίτσα, ιδίως για τα πιο μακρινά, μα πιο πολύ πρέπει εισιτήρια πάντα δύο να κρατώ στο χέρι μαζί να   σε παίρνω, να βλέπεις τους τόπους που με φθάνεις, μα τι να πρωτοσυλλέξεις από εικόνες, από ήχους, τι να πρωτονιώσεις … Χάραξα σε χρυσο τ” όνομα σου, το έριξα  στην ήρεμη λιμνη, μέτρησα τις αναπηδήσεις, μετρώ ακόμα.  Η θάλασσα γέμισε κυματισμούς, έγινε όμορφη θάλασσα, ζωντανή.  Είναι η ψυχή μου.  Στέκουμαι καμιά φορά στην άκρη του λιμανιού, κ” είσαι λιμάνι.  Πατώ στις αρμυρισμένες λακκούβες σου, πονάς.  Ακούω τις μέσα σου φωνές, πλέκω πανί γερό το σηκώνω σε ιστίο ψηλό και σε ξεμακραίνω.  Σε πόσα βράχια χτύπησαν τα σκαριά σου, πες μου.
Σε πόσες υποσχέσεις π” αρνήθηκαν την ύπαρξη τους αγκυλώθηκαν τα δάχτυλα σου;  Πόσα σου βήματα άφησαν ίχνη κόκκινα στους δρόμους των ονείρων;  Μην το αρνείσαι, αλλιώς δε γίνεται.  Μέσα από πόνο μας έβγαλε ο Θεός στην αγάπη.

εγραψε το πιτσιρικι