ρημαγμένες τις λέξεις.

Λυγίζουν κουρασμένα τα μεγαλα λογια απ” τους ανέμους που ταξίδεψαν τα μικρά τους φύλλα τις λέξεις που κρύφθηκαν ανάμεσα τους τις μνήμες από ζευγάρια που φιλήθηκαν γερμένα πάνω απ” τις ρίζες τους.
Κι έρχονται ηλιοβαμμένα πρωινά με λίγο νερό που έχει λιμνάσει στην άκρη της αυλής να σε υποδεχτούν, να σου θυμίσουν πως άλλα κάθε φορά ο χρόνος φέρνει δεν επιστρέφει, μήτε παγώνει. Κι όπως διάβασες κάποτε ένα γράμμα ερωτικό έτσι τώρα μαθαίνεις απ” την αρχή ανάγνωση για να μπορέσεις κάποτε να κλείσεις σ” ένα γράμμα
τη ευτυχία που έζησες και τη σιωπή που πότισες τη μνήμη να μη θυμάται (;) όταν πόνεσες. Λυγίζουν κουρασμένα τα μεγαλα λογια πάνω απ’ τα βλέφαρα που κλείνουν μ’ ένα κρυφό χαμόγελο στην αγκαλιά τους κι ακουμπούν τρυφερά μιαν άνοιξη ανθισμένη μιαν ανάσα ελεύθερη πάνω απ’ το κρυφό τους χαμόγελο. Βαθαίνουμε ολοένα στη σιωπή

σεπτά, κατανυκτικά σα μια παράξενη ανάγκη να μας οδηγεί. Κι ερημώνουμε τις γωνιές των δρόμων αφήνουμε σπασμένα τα παράθυρα ρημαγμένες τις λέξεις. Χανόμαστε στα έκδοχα μιας λύπης υποδόριας υπνωτισμένοι θαρρείς από ένα παιδικό, τελευταίο μας όνειρο να κλείνουν απότομα οι νύχτες..Ξημερώνει αργά κι όλα, σιωπηλά, προσμένουν τη βροχήνα ξεπλύνει κάθε αμαρτία παλιά….
εγραψε το πιτσιρικι