Daily Archives: Νοεμβρίου 22, 2014

Ανόητη και ασπλαχνη μικρή ..

images

Εδιωχνεs Τον έρωτα με τυχαίες συνευρέσεις, αμαρτωλές παρέες και μαύρους  κύκλους.. Λησμονησες τα όνειρα και τις γραμμένες ιστορίες σε εκείνο το μεγάλο κύκλο με τα μελανά χρώματα.. την αγάπη με τσιτάτα φιλοσοφικά, την οικειότητα με απωθήσεις φοβικές τις ανάγκες μας με μάσκες καθωσπρεπισμού κι ύστερα μας φταίξαν οι μάγισσες.. Διάλεγες θαρρούσες το καλύτερο κρασί , έτσι νόμιζες, κέρναγες μ΄αυτό τον επίτιμο καλεσμένο σου, έψαχνες μ άγωνία περισσή στα μάτια του ν αντικρύσεις την τέρψη.. μα εκείνος το γευόταν σαν κώνειο. Έπινε το δηλητήριο και συ νομιζες ότι τον ξεγελουσες.. Ανόητη και ασπλαχνη μικρή .. Το ίδιο λαχταρούσες και για κείνες τις ανομολόγητες ανάγκες τις μύχιες. Το ήξερες.. Ναι το ήξερες.. ελλείψεις.χρόνιες, αποσυρμένες, ακόρεστες, κακοποιημένες απο την συρρίκνωση νόμιζες πάλι πως μπορούσες να τις φέρεις μόνη σου στο φώς, να τις χορτάσεις. Την πείνα και του άλλου να κορέσεις, συνδαιτήμόνες στο ίδιο τραπέζι.. Τι ανόητη παντοδυναμία ,μπορεί και έπαρση μικρή μου.. πως μπορούσες να γεμίσεις με θαλπωρή και το κενό της απουσίας του άλλου. Σα να ήταν ποτέ εφικτό να παίζεις και απο τις δυο πλευρές του τερεν ταυτόχρονα..Ήταν τότε που σου χαρισα ένα ζευγάρι παπούτσια με χρώματα. Μόνο χρώματα… Ηταν τοτε που μου ελεγεs οτι η καρδια μου εχει γωνιεs..Τις νύχτες αστράφτουν στα στενά του παλιού κέντρου. Σκαρφαλώνουν σε πεζούλια, κλωτσάνε λερωμένα μπουκάλια μπύρας. Μόλις την τελευταία στιγμή κοκκαλώνουν στις άσπρες τους σόλες εν όψει κόκκινων φαναριών. Μόνο μόλις παραβιαστεί η ατομικότητα θολώνουν. Θα ΄ναι τότε που σκοντάφτουν στα όνειρα… θα ΄ναι τότε που μπερδεύονται στο μπλε χρώμα που έχει το παλιό κέντρο της πόλης την νύχτα , θα ΄ναι τότε που οι φωνές δυναμώνουν στον αριστερό λοβό “κι έτρεχα ξοπίσω σου κι εγώ για να με κοιτάζεις”, θα ΄ναι τότε που το βρίσκουν ακατόρθωτο να σηκώσουν τα πέλματα από τις λακκούβες της ανθρώπινης συμπάθειας. Δίχτυ οι γλυκές κουβέντες. Ξαφνικά σε πιάνω να χαμογελάς στο διάβασμα ενός φιλιού. Και στην αίσθησή του τι θα έκανες; Μάλλον, θα ξανάβαζες τα πολύχρωμα παπούτσια σου και θα ξεκινούσες ξανά για τη μήτρα του μπλε κέντρου. Να φωτογραφίζεις και για να αφήνεις πίσω….

εγραψε το πιτσιρικι

η Θεατρίνα

XREOS5_457_355

Ομορφη κι ωραία κόβει το κρύσταλλο της νύχτας σαν διαμάντι. στην όψη της χορεύουν φλόγες από την Κόλαση του Δάντη. Μπαίνει στα μπαρ σεκλετισμένη κι οι νέοι εραστες την φοβούνται και την κερνάνε βότκα και ουίσκι μα εκείνη κοιτάζει αόριστα στην πόρτα να φανεί ο δικος της μικρος πρίγκιπας.. Δεν έχει πού να κοιμηθεί, γυρίζει εδώ κι εκεί με μια κιθάρα και δισάκι διαβάζει κάτω από τις γέφυρες τον δικο της αγνωστο ερωτα. Κοιμάται μόνη η απελπισία τις νύχτες και το πρωί ξυπνάει χωμένη στο βουρκο. Κλαίνε επάνω στις αποσκευές τα όνειρα της ανοίγοντας τα παράθυρα του έρωτα, σε όλου του κόσμου τους τρελούς. Κόβει με όνειρο τις φλέβες της για να τη βλέπουνε της νύχτας οι καθρέφτες για να παγώνει μέσα της ο κόσμος ο κακός οι μαστροποί οι αλητες και οι κλέφτες..Γαμημένη φάρα..
Μιλούν με τραγούδια,οι μισάνθρωποι με θηλιά. Αγαπούν με ανοιγμένα φώτα και αυτη τους πετάει στα σκουπίδια. Κάποτε κλαίει σαν παιδί χώνοντας το πρόσωπο στη φορα του ανέμου. Κλείνει μαζι της ο χειμώνας. Μόνο ο έρωτας ήρθε και της μίλησε και είπε πως όσα βλέπει στα όνειρά της αντέχουν. Την ποθούν, μα τους περιφρονεί τους δήθεν εραστές του απολύτου. Στο άχτιστο φως της λέξης μένει εκστατική με δέος, ηδονή και τρόμο. Τρώει με σπασμένα δόντια χούφτες λύπη. Σε ολους λέει «Πάρε με» τα παίζει όλα, η Θεατρίνα, και προκαλεί ποζάροντας
σαν μια πουτάνα σε βιτρίνα. Τώρα δε θα χρειαστεί να φοβάται αυτά που μπορεί να σημαίνουν πόνος. Τα αστέρια έξω δε θα μιλούν για τίποτα. Μόνο θα νανουρίζουν την μαύρη πόλη. Αυτη η ήττα που δε ξεχωρίζει μέρες ή νύχτες αλλά χτυπάει τα παραθυρόφυλλα με μπουνιές, εκεί κοντά στο ξημέρωμα. Σε λίγο πρέπει να κλείσει τις κουρτίνες. Να αποφύγει όσα μέσα της βολεμένα την κράτησαν την ημέρα και αβίαστα, να τη κυριεύσει πάλι το ανύπαρκτο….

εγραψε το πιτσιρικι

Το μαύρο πέπλο

images

Θυμάμαι το βράδυ στο πέτρινο μπαράκι, δίπλα στην προβλήτα του λιμανιού. Μέσα στην ομίχλη απ’ τα τσιγάρα, σκορπούσες το χαμόγελο σου σε άγνωστα μάτια. Άφηνες τα μαλλιά σου να χορεύουν στους ώμους σου και χάιδευες με τις άκρες των δαχτύλων σου το άδειο ποτήρι μπροστά σου.. Ήταν η τελευταία φορά που είδα τη γη να γυρίζει. Μετά, ακούμπησες το βλέμμα σου επάνω μου κι ένα μαύρο πέπλο σκέπασε τον υπόλοιπο κόσμο. Θυμάσαι τη βροχή που έπεφτε κι έκανε τους καθαριστήρες του αυτοκίνητου να πηγαινοέρχονται σαν δαιμονισμένοι; Αυτές οι νύχτες δεν πρέπει να ξημερώνουν, είπες και έμεινες σιωπηλή, μέχρι που η μέρα πρόδωσε τις προσευχές μας. Σε θυμάμαι, απόγευμα, καθισμένη σ’ ένα πεζούλι στην πλατεία της Μονμάρτης, με τον Sébastien απέναντι σου να ζωγραφίζει με τα γερασμένα του χέρια το πορτραίτο σου. Θυμάσαι τη βόλτα με το πολύχρωμο αερόστατο; Εκείνη που δεν κάναμε ποτέ; Θέλω να κάνω μια βουτιά στο ουράνιο τόξο έλεγες και το πρόσωπό σου γέμιζε χρώματα. Θυμάμαι, που γέμιζες τις τσέπες μου λευκά χαρτάκια. Μην τα πετάς, μου έλεγες, γράφουν τ’ όνομά σου. Θυμάσαι την τελεία που έβαλες πάνω στην Πέμπτη που άφησες φεύγοντας; Μια νυχτιά, ακούμπησα δίπλα της άλλες δύο για να σε περιμένουν…

έγραψε το πιτσιρικι