από ToSofoPaidi
Απόψε θέλω να διηγηθώ μια ιστορία με εικόνες, μια ιστορία ανθρώπων και σκιών. Μα είναι δύσκολο θαρρώ, όχι γιατί τα δάχτυλα είναι ακόμα παγωμένα από το κρύο του δρόμου, αλλά γιατί νιώθω τύψεις που μπορώ να το κάνω στα ζεστά ενός σπιτιού και ενός μικρόκοσμου ασφαλούς. Δεν έχω μάθει τι πάει να πει πόλεμος. Τον έχω διαβάσει, τον έχω παρακολουθήσει και κοιτάξει πολλές φορές στην οθόνη, μια φορά μάλιστα τον προσέγγισα οριακά και μπορώ με ειλικρίνεια να πω, πως εκείνη την μία στιγμή τα πόδια είχαν κοπεί μόνο και μόνο στην ιδέα να τον πλησιάσω τόσο πολύ. Όμως εξακολουθώ να μην ξέρω τι σημαίνει να ζεις έναν πόλεμο και ούτε θέλω να μάθω, μου αρκεί που τον βλέπω μέσα από τα μάτια παιδιών και ανθρώπων που έρχονται από αυτόν, που είδαν με τα μάτια τους συγγενείς να σβήνουν, σπίτια να γκρεμίζονται και την, έως τότε, κανονικότητα τους (καλή και κακή) να εξατμίζεται στον ήχο ενός όλμου ή μιας ρουκέτας. Και κλαίω μέσα μου όταν βλέπω βλέμματα που έχουν δει τον χαμό να μου χαμογελούν. Ίσως το πιο πηγαίο και ζωντανό χαμόγελο και “γω τόσο λίγος, μα ανταποδίδω με δυσκολία.
Παλαιστίνη, Γάζα, Χαν Γιουνίς, Μπέιτ Χανούν, Τζαμπαλίγια, Ράφα… Ο μικροσκοπικός χάρτης της αξιοπρέπειας στον μικρόκοσμο μου ξαφνικά γιγαντώθηκε και νέα ονόματα ήρθαν να προστεθούν, σαν μικρές τελείες που, αν τις ενώσεις, ορίζουν τα ορθάνοιχτα σύνορα της αλληλεγγύης: Συρία, Δαμασκός, Αλέππο, Χομς, Γιαρμούκ. Πόσο θάνατο χωρά η αγκαλιά της Μέσης Ανατολής άραγε;
Στέκομαι μόνος δίπλα στα παιδιά της περιφρούρησης με τα κίτρινα γιλέκα, ίσως και μερικούς φωτορεπόρτερ, απέναντι σε τριακόσιους ανθρώπους με την λέξη “αξιοπρέπεια” κεντημένη στο βλέμμα. “Γιατί είσαι εδώ τόσες μέρες; Σε βλέπουμε διαρκώς εδώ”, η ερώτηση σε σπαστά Αγγλικά. “In solidarity my brother”1, η απάντηση σε μια λέξη κι ένα άνοιγμα προς ανθρώπους που μπορεί να μας χωρίζουν θεοί και γλώσσες, όμως τα νοήματα μας είναι κοινά. “Σ” ευχαριστούμε”, “είσαι ήρωας που στέκεσαι όλη μέρα εδώ στο κρύο”, “θες να σου δώσουμε κι εσένα ένα κίτρινο γιλέκο;”. Το κίτρινο γιλέκο των Σύρων που έχουν αναλάβει την περιφρούρηση προσφέρεται σαν δώρο τιμής κι ευγνωμοσύνης από ανθρώπους που ξενυχτούν στην υγρασία και το αγιάζι, στον Γιουνάνι2 που στέκεται αμήχανα απέναντι τους όλη μέρα, βγάζει φωτογραφίες και γρατζουνά την οθόνη του κινητού του. Όσο κι αν προσπαθώ να τους πείσω πως δεν είμαι εγώ ο ήρωας της ιστορίας, αυτοί επιμένουν. “Είσαι δημοσιογράφος; Δείξε στον κόσμο ποιοι είμαστε και πες τους πως δεν θέλουμε να προκαλέσουμε προβλήματα, θέλουμε μόνο να ζήσουμε με αξιοπρέπεια”. Όχι αδερφέ μου, δεν είμαι δημοσιογράφος, δεν είμαι αυτός που θα μπορέσει να σε κάνει να ακουστείς στα αυτιά που επιζητείς. Ένας άνθρωπος είμαι και τέτοιος θέλω να παραμείνω, όπως αυτός που όριζε ο Βιττόριο Αριγκόνι3 κατά πως σεργιανούσε στην παραλία της Γάζας, πριν τον εκδικηθεί το ίδιο του το όνειρο.
Τα μανταρίνια που φτάνουν ως βοήθεια από τον αλληλέγγυο κόσμο προσφέρονται πρώτα στα παιδιά, τις γυναίκες και τους φωτορεπόρτερ, τους επίτιμους καλεσμένους στο θλιμμένο γλέντι που στήνεται στα μάρμαρα του Συντάγματος από τους Σύρους πρόσφυγες. Ένα γλέντι ανθρώπων εγκλωβισμένων από την απάνθρωπη μανία του συστήματος και του πιο άσχημου παιδιού του, του πολέμου. Καλεσμένοι και οικοδεσπότες σε μια ανταλλαγή σφιγμένων ψυχών, όπου όμως ο κατατρεγμένος δείχνει πιο μεγαλόψυχος από τον ήσυχο συνομιλητή του, πιο ήσυχος, πιο χαμογελαστός. Το γλέντι όμως είναι η αλληλεγγύη και έχει στηθεί στο πιο απάνθρωπο σκηνικό, είναι ο διάλογος που γίνεται πράξη μεταξύ διαφορετικών κόσμων.
Σφίγγομαι, είναι το μέσα μου που θέλει να γελάσει με το χαμόγελο των παιδιών που παίζουν όλη μέρα με μια σβούρα, λίγα μπαλόνια και μερικούς μαρκαδόρους. Δεν μπορώ όμως, σα να κουβαλάω όλες τις ευθύνες της “αναπτυγμένης Δύσης” τούτη την ώρα. Παρατηρώ, σχεδόν με μίσος, τους περαστικούς που δεν χαραμίζουν παρά μόνο καμιά κλεφτή ματιά στους περίεργους καταπατητές της βολεμένης καθημερινότητας, της δουλίτσας και των προβλημάτων τους. Μια κοπέλα φοβάται να περάσει μπροστά από την “συγκέντρωση” και προτείνει στην παρέα της να πάνε “από γύρω”, μια τάξη δημοτικού περνά μπροστά από τους πρόσφυγες και κατευθύνεται παράλληλα με τα παιδιά των Σύρων που παίζουν στα παγωμένα μάρμαρα της πλατείας. Τρέχω να προλάβω την εικόνα που φαντασιώνομαι: παιδιά δυο διαφορετικών κόσμων να συναντώνται και να γίνονται αδελφάκια για μια στιγμή, να παίζουν για λίγο μαζί και ας μην μιλούν την ίδια γλώσσα. Προσγειώνομαι… “πάμε γρήγορα!” φωνάζει μια από τις δασκάλες και με την βοήθεια μιας δεύτερης προχωρούν γρήγορα μέχρι την άλλη πλευρά. Απογοήτευση.
Το βράδυ με βρίσκει να θέλω να γράψω στο χαρτί τις εικόνες που έχω συλλέξει. Αύριο πάλι θα πάρω τον εαυτό μου να γνωρίσει τους Σύρους πρόσφυγες της πλατείας Συντάγματος ξανά από την αρχή. Θα αναγνωριστούμε από το βλέμμα, θα σφίξουμε ξανά τα χέρια, θα πούμε τα λίγα λόγια μας και θα γευτούμε όσα θα φέρει ο χρόνος, η εξουσία και, πιθανότατα, το γκλοπ του μπάτσου που θα εκτελέσει και πάλι τις εντολές της αμυνόμενης πατρίδας του. Ποιος ξέρει! Έως τότε ωστόσο, στους περαστικούς που θα με ρωτούν “γιατί βρίσκονται αυτοί εδώ;” θα ξέρω πως υπάρχει μόνο μια απάντηση: για την αξιοπρέπεια, την δική τους και την δική μας. Για να παραμείνουμε άνθρωποι!
* στον Ζιάλ, τον Τζαμάλ, τον Άχμετ και τους άλλους τριακόσιους νέους αδερφούς μου
1 “Σε αλληλεγγύη, αδερφέ μου”
2 Έλληνας (στα αραβικά)
3 Ιταλός ακτιβιστής που έσπασε, μαζί με άλλους, τον ισραηλινό θαλάσσιο αποκλεισμό της Λωρίδας της Γάζας το 2008 και στην συνέχεια παρέμεινε εκεί. Το 2011 απήχθη και βρέθηκε δολοφονημένος σε ένα σπίτι στην βόρεια Γάζα..
Aπό:http://thecricket.gr/2014/11/syrioi_prosfiges/ by Mαν.Αρκάς