(Η ιστορία είναι αληθινή. Μόνο τα ονόματα άλλαξα.)
Μερικές φορές από το τίποτα σχεδόν ξεπηδούν στη μνήμη εικόνες που ανασυνθέτουν παλιά περιστατικά, παραμερισμένα στις σκοτεινές σήραγγες της ανελέητης καθημερινότητας. Φτάνει μια αφορμή, ένας ήχος, μια μυρωδιά, ένα πρόσωπο που μοιάζει με κάποιο άλλο, δυο λόγια κάποιου φίλου και σηκώνονται τότε τα κασμαδάκια της λήθης και σκάβουν τη φλέβα της ψυχής και βγάζουν στο φως κάποια απ’ όσα η ζωή αποθήκευσε εκεί με τα χρόνια. Θύμησες, έγνοιες, αγωνίες, φόβους, όνειρα, κατάρες… Ή μια γλυκόπικρη ιστορία από κείνες που μπορεί να συμβαίνουν δίπλα μας κάθε στιγμή και να μη τις «διαβάσουμε» ποτέ. Που αν τύχει όμως και τις «διαβάσουμε» μάς γεμίζουν με συναισθήματα που μόνο ο άνθρωπος έχει το προνόμιο να αισθανθεί.
Πριν από χρόνια, σε μια ξακουστή γειτονιά της Αθήνας, στην ανακαίνιση μιας μεγάλης μονοκατοικίας ―από κείνες τις παλιές, τις πέτρινες, με καταπράσινη αυλή μπροστά και πίσω― γνώρισα τον Ανέστη. Η μονοκατοικία ήταν το πατρικό του σπίτι. Ένα χρόνο νωρίτερα είχε πεθάνει η μάνα του (ο πατέρας του είχε «φύγει» από χρόνια) και το ακίνητο έμεινε σ’ αυτόν και τ’ άλλα δυο αδέλφια του. Αποκατεστημένα στη ζωή τους, εκείνα, με δικές τους οικογένειες και καλές δουλειές· είχανε κάνει δηλαδή «προκοπή». Απ’ όταν έφυγαν οι γέροι η μονοκατοικία έμεινε κλειστή. Είχε φτάσει η ώρα να την ανακατασκευάσουν, να γκρεμίσουν τα εσωτερικά χωρίσματα και να τη χωρίσουν σε τρία μικρότερα διαμερίσματα.
Ο Ανέστης ήταν ο μικρότερος από τους τρεις κληρονόμους. Πρέπει να είχε πατήσει τα 45. Ανύπαντρος, δούλευε σε ένα κεντρικό βιβλιοπωλείο. Του άρεσε να χορεύει. Ήταν μέλος ενός γνωστού συγκροτήματος παραδοσιακών χορών και ταξίδευε σε διάφορα μέρη του κόσμου για να χορέψει. Ο Ανέστης αγαπούσε με πάθος την ποίηση και τα τρένα.
Στην πίσω πλευρά του οικοπέδου της μονοκατοικίας υπήρχε μια μεγάλη αυλή ―μεγαλύτερη από τη μπροστινή― και στη μια άκρη της, εκεί που έσμιγε η νότια με τη δυτική περίφραξη, ακουμπούσε ένα μικρό σπιτάκι (σαν αυτά που λένε «του κήπου») σκεπασμένο με ξύλινη στέγη και κεραμίδια. Εκεί μέσα κατέφευγε ο Ανέστης κάθε που γύριζε από τη δουλειά ή το χορό και όταν έπρεπε να αποχωριστεί τη μεγάλη του αγάπη, την ερασιτεχνική ενασχόληση με το σιδηρόδρομο. Το σπιτάκι ήταν μια καμαρούλα όλη κι όλη με μια μεγάλη ξύλινη βιβλιοθήκη γαντζωμένη στον ένα τοίχο, φορτωμένη εκατοντάδες βιβλία ―κυρίως λογοτεχνικά― και πολλά περιοδικά και άλλα εγχειρίδια που είχαν αντικείμενό τους τα τρένα.
Όταν τον πρωτοείδα δεν του έδωσα μεγάλη σημασία ― δεν ήξερα καν ότι ήταν ιδιοκτήτης. Μέσα στη σκόνη από την κατεδάφιση των παλιών ντουβαριών και τη φούρια να οργανωθεί η δουλειά, ώστε ο καθένας να αναλάβει το πόστο του και να ρολάρει το συνεργείο, το μόνο που πρόσεξα ήταν ότι μιλούσε χαμηλόφωνα.
Όταν δε δούλευε πρωινός τις περισσότερες ώρες του τις περνούσε μαζί μας. Έμπαινε πρώτα στο γιαπί και καλημέριζε όλους τους εργάτες, τον καθένα ξεχωριστά. Μετά πήγαινε στο σπιτάκι «του κήπου», έφτιαχνε καφέδες και μάς τους πρόσφερε μαζί με μπισκότα ή κουλουράκια που αγόραζε από το γειτονικό φούρνο. Στη συνέχεια ερχόταν και στεκόταν δίπλα εκεί που έχτιζα και μιλούσαμε. Μου έκανε αρνητική εντύπωση που στην αρχή απόφευγε να με κοιτάξει στα μάτια. Έδειχνε μια ανεξήγητη συστολή· στεκόταν κουμπωμένος και παρόλο που ήταν σχετικά ομιλητικός, ο χαμηλός τόνος της φωνής του πρόσθετε πόντους στο μυστήριο που γεννούσε η παρουσία του κι εκείνο το μόνιμο σχεδόν μειδίαμα του προσώπου του.
Μια μέρα τον ρώτησα ―αν και, χωρίς να έχω ξεδιαλύνει το λόγο, ήμουν σχεδόν βέβαιος για την απάντηση― αν είναι και αυτός παντρεμένος όπως τα αδέρφια του. Μου απάντησε αρνητικά. Τότε τον ρώτησα αν έχει κάποιο δεσμό. Μου απάντησε, κοκκινίζοντας, με τρόπο που έδειχνε άνθρωπο με χαμηλή αυτοπεποίθηση, και που η αγάπη του για τη γυναίκα δεν έχει σχέση με τα «συνηθισμένα» πρότυπα και παραστάσεις που μάς επιβλήθηκαν. Αν και πέρασαν από τότε αρκετά χρόνια, ακόμα δεν έχω καταλάβει αν αγαπούσε περισσότερο τη γυναίκα, την ποίηση ή τα τρένα.
Τις επόμενες δυο τρεις μέρες οι συζητήσεις μας επεχτάθηκαν και σε άλλα ζητήματα, και με χαρά ανακαλύπταμε και οι δυο ότι είχαμε κοινές απόψεις στα περισσότερα. Ένιωσα ότι κέρδιζα την εκτίμησή του και ίσως την εμπιστοσύνη του, αν και ο χρόνος της γνωριμίας μας δεν ξεπερνούσε τις λίγες μέρες. Και εγώ όμως ένιωθα καλά κοντά του, σα να είμαστε φίλοι χρόνια.
Τα χέρια του Ανέστη «έπιαναν». Έξω από το μικρό σπιτάκι «του κήπου» είχε κατασκευάσει μια λιμνούλα αρκετών τετραγωνικών μέτρων με βάση από βαμμένο γαλάζιο τσιμέντο και φώτα μέσα στο νερό για να φωτίζεται τα βράδια. Απλωνόταν σε περισσότερα του ενός επίπεδα, σχημάτιζε μικρούς όρμους και κατάφυτα «ακρωτήρια» και στα σημεία όπου στένευε από πάνω της περνούσαν ξύλινα γεφύρια, ενώ σε μια άκρη της δέσποζε ένας φάρος που ο Ανέστης σκάρωσε με ξύλο και σοβά και που τις νύχτες αναβόσβηνε σα να ’θελε κάπου να στείλει τα σινιάλα του. Ολόκληρη την αυλή διέσχιζαν ράγες σιδηρόδρομου. Κανονικές σιδερένιες ράγες που τις χώριζαν 40-50 εκατοστά κενό. Πάνω στις ράγες διάβαινε ένα τρένο το οποίο το είχε συναρμολογήσει ο Ανέστης με τα χέρια του, όπως και τις ράγες, με εξοπλισμό που παράγγελνε και του έστελναν από την Αμερική. Συμβουλευόμενος το διαδίκτυο και μελετώντας ειδικά έντυπα, είχε αποχτήσει πολλές γνώσεις και είχε γίνει εξπέρ στους σιδηροδρόμους.
Οι ράγες διέσχιζαν περιμετρικά ολόκληρη την αυλή και περνούσαν φυσικά και πάνω από τη μεγαλύτερη γέφυρα της λιμνούλας. Σε τέσσερα σημεία της διαδρομής ο Ανέστης είχε κατασκευάσει σιδηροδρομικούς σταθμούς όπου έκανε στάσεις η αμαξοστοιχία του. «Κανονικούς» σταθμούς με αποβάθρες και υπόστεγα, με ρολόι και από μια σημαία ο καθένας που είχε πάνω της τη μορφή του Τσε. «Μόσχα», «Αβάνα», «Αλιέντε», «Αθήνα» η διαδρομή της αμαξοστοιχίας του Ανέστη, που μετέφερε στα βαγόνια της συμβολισμούς, όνειρα και προσδοκίες…
Στο σταθμό «Αθήνα» ένα τμήμα της ξύλινης αποβάθρας άνοιγε προς τα πάνω, όπως ανοίγει η πόρτα ενός μπαούλου. Εκεί μέσα βρισκόταν ένα μικρό σκληρό ―μάλλον ξύλινο― βαλιτσάκι δεμένο με δυο δερμάτινα λουριά. Ο Ανέστης με προέτρεψε να το ανοίξω. «Τι είναι;», τον ρώτησα. «Θα δεις».
Το πήρα στα χέρια μου γεμάτος περιέργεια και πάλευα μια με την ανυπομονησία μου και δυο με τα σφιχτοδεμένα λουριά, ή αντίστροφα. Όταν επιτέλους το άνοιξα αντίκρισα μέσα ένα βιβλίο, ένα καλοδιπλωμένο λευκό μαντήλι και ένα μικρό γυάλινο μπουκάλι μισογεμάτο με κάποιο διάφανο υγρό. «Τι είναι όλα αυτά;», τον ρώτησα γεμάτος απορία. «Ποιήματα για να διαβάσει ο κομαντάντε (Τσε) όταν θα φτάσει και θα θέλει να ξεκουραστεί, και λίγο τσίπουρο να πιει που θα ’ναι διψασμένος». «Και το μαντήλι;», ένιωσα αμέσως τα μάτια μου να γεμίζουν. «Δώρο ευγνωμοσύνης και αγνής, συντροφικής φιλίας». «Μάλλον ο κομαντάντε θα προτιμούσε “ματέ” για να πιει», του είπα χαμογελώντας, προσπαθώντας μάταια να ξεγελάσω τη συγκίνησή μου. Εκείνη τη στιγμή, μαζί με το βαλιτσάκι, ο Ανέστης είχε ανοίξει διάπλατα την καρδιά του, την τρυφερή παιδική καρδιά του και ―ένιωθα ότι― μου χάριζε ένα κομμάτι της. Σ’ εμένα, τον μέχρι πριν λίγες μέρες άγνωστο! Έκλεισα το βαλιτσάκι και το έβαλα προσεχτικά πίσω στη θέση του. Ίσως να βρίσκεται ακόμα εκεί και να περιμένει το τρένο που θα φέρει τον κομαντάντε…
Γύρισα προς τη λιμνούλα προσπαθώντας να μη γίνει αντιληπτή η συγκίνησή μου απ’ τα παιδιά του συνεργείου. Παρ’ όλο που δεν έβλεπα ένιωθα το μόνιμο μειδίαμα του Ανέστη να με καρφώνει. «Πιστεύεις στη φιλία;». Δεν θυμάμαι τι ακριβώς του απάντησα (θετικά αναμφισβήτητα) αλλά η απάντησή μου είχε να κάνει με το δόσιμο στους άλλους. «Ξέρεις τον Κ. Καρθαίο;». Δεν τον ήξερα. Άρχισε τότε να μου απαγγέλλει από μνήμης ένα ποίημα.
Δυο άνθρωποι
Είχαν αλλάξει λόγια ανεπανόρθωτα.
Ωστόσο ζούνε τώρα αγαπημένοι·
τόσο, που οι ίδιοι ολόκαρδα πιστεύουνε
πως τίποτ’ από κείνα πια δε μένει.
Ούτ’ ένας κόμπος χιόνι στα πιο απόκρυφα
της ύπαρξής τους. Φίλοι τους και ξένοι
τους δείχνουν στην αγάπη για παράδειγμα.
Κι όμως, συχνά, που ο ήλιος κατεβαίνει,
και, στο θαμπό το φως, το μάτι δύνεται
πιο καθαρά τα όσα είναι να διακρίνει,
βλέπουνε –σιωπηλοί- πως κάτι ανείπωτο,
στ’ αλήθεια ανεπανόρθωτο έχει γίνει.
Νοιαζόταν να μάθει αν μου άρεσε. Του το είπα. Την επόμενη μέρα ήρθε στο γιαπί κρατώντας στα χέρια του ένα μικρό πακέτο. «Για σένα, φίλε». Άφησα το μυστρί και πήρα να σκίζω το περιτύλιγμα με την ίδια ένταση που ένιωθα όταν πάλευα ν’ ανοίξω το βαλιτσάκι. «Ώστε δεν τέλειωσαν ακόμα οι εκπλήξεις;». Τον είδα που με κοίταζε με κείνο το τόσο γνώριμο και οικείο πια μειδίαμα. Ένα βιβλίο. Στο εξώφυλλο έγραφε: «Η ΧΑΜΗΛΗ ΦΩΝΗ. Τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς. Μια προσωπική ανθολογία του ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ. ΝΕΦΕΛΗ». Το άνοιξα: «Στον Οικοδόμο με ειλικρινή αισθήματα φιλίας και εκτίμησης. Ανέστης». Ήταν καλοκαίρι του 20…
Η παλιά πέτρινη μονοκατοικία διαμορφώθηκε σε τρία μικρότερα διαμερίσματα. Από τότε ξαναβρεθήκαμε δυο φορές στην ίδια αυλή, μπροστά στον ίδιο «σταθμό» του τρένου. Μετά αραιά και που κανένα τηλέφωνο, ώσπου χαθήκαμε. Όμως δεν θα ξεχάσω ποτέ τη «χαμηλή φωνή» του Ανέστη. Και θα κρατάω, δώρο πολύτιμο, το κομμάτι της καρδιάς του, δίπλα στα άλλα πολύτιμα δώρα που δέχτηκα στα χρόνια που ζω.
Τη «ΧΑΜΗΛΗ ΦΩΝΗ» την άνοιξα αμέτρητες φορές. Οι σελίδες της με «πέταξαν» και σε άλλα βιβλία όπου «άκουσα» και άλλες «φωνές». Διάβασα, διαβάζω και ήθελα να μπορώ να διαβάζω πολύ περισσότερο· να ανοίγω συνεχώς νέους ορίζοντες και να κρατάω πάλλουσες εκείνες τις αρτηρίες που θα περιμένουν πάντα να σκαφτούν από τα κασμαδάκια της λήθης.
Αν ο άνθρωπος έρχεται στη ζωή για κάποιον σκοπό, αυτός δεν είναι άλλος από το να ζήσει σαν άνθρωπος· να διδαχτεί, να δημιουργήσει, να μοιραστεί, να ονειρευτεί, να ερωτευτεί, να υπερασπιστεί το καλό και το δίκιο, να πονέσει, να αγαπήσει σαν άνθρωπος. Και όταν έρθει η ώρα του, να φύγει χορτασμένος. Και να ’χει αφήσει πίσω του μια χούφτα στιγμές, καλοδιπλωμένες σαν το λευκό μαντήλι του «κομαντάντε»· γι’ αυτούς που θα μπορούν ακόμα να μιλάνε με «χαμηλή φωνή» και να καταλαβαίνονται…
(Στη μνήμη του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη που γεννήθηκε, στις 9 Μάρτη του 1925).