Ένα παιδί μετράει τα κόμιξ

Aristotelis_Onasis

«Κι οι δικηγόροι, υποθέτω, ήταν κάποτε παιδιά». To kill a mockingbird, Harper Lee  Κοιτιέσαι στον καθρέφτη και βλέπεις τα μαλλιά σου να “χουν γκρίζα μπαλώματα. Το πρόσωπο σου χρειάζεται ξύρισμα ή κρέμα ματιών. Οι ρυτίδες όλο και πληθαίνουν, οι μαύροι κύκλοι όλο και βαθαίνουν, ενώ το δέρμα σου μοιάζει να “χει λεπτύνει. Σε αντίθεση με το σώμα σου. Κοιτιέσαι και βλέπεις ένα γνώριμο πρόσωπο. Πού τον ξέρεις αυτόν τον κύριο που σε κοιτάζει απ” την άλλη μεριά του καθρέφτη;  Μην εστιάζεις στις ρυτίδες ούτε στα μάγουλα που δεν είναι ροδαλά πια. Κοίτα τα μάτια σου. Λένε πως τα μάτια του ανθρώπου δεν αλλάζουν μέγεθος. Μένουν πάντα ίδια, σαν την ψυχή, και γύρω τους μεγαλώνει, βαραίνει, γερνάει το σώμα. Τα μάτια δεν αλλάζουν χρώμα. Απ” τη στιγμή που αφήνεις το βυζί της μάνας σου, μέχρι να στα σφαλίσει το παιδί σου, τα μάτια μένουν ίδια.  Ήμασταν κι εμείς κάποτε παιδιά, το θυμάστε; Εμείς, που ψάχνουμε το νόημα της ζωής ή ψάχνουμε λίγα λεφτά να πληρώσουμε το νοίκι, εμείς που οδηγάμε αυτοκίνητο αληθινό -και πληρώνουμε τα αληθινά τέλη κυκλοφορίας. Εμείς που κάνουμε έρωτα, τέχνη και μεροκάματα, εμείς που γίναμε ένα ογδόντα πέντε και μας πονάει η μέση, ήμασταν κι εμείς κάποτε, τόσο παλιά και τόσο πρόσφατα, παιδιά. Μετράγαμε τα παγωτά που τρώγαμε το καλοκαίρι και νομίζαμε ότι τα λεφτά φυτρώνουν στο συρτάρι, δίπλα στο κρεβάτι των γονιών μας. Παίρναμε δυο κατοστάρικα, χωρίς να μας απασχολεί η υποτίμηση της δραχμής, χωρίς να ξέρουμε πόσες δραχμές έμπαιναν στο συρτάρι κάθε μήνα και τρέχαμε στο περίπτερο ή στο μαγαζί  ν” αγοράσουμε το καινούριο τεύχος του Αστερίξ.  Ήταν αρχές της δεκαετίας του ογδόντα κι ο πατέρας έβριζε έναν γέρο με ζιβάγκο, που έβγαινε στις πλατείες και μιλούσε για Αλλαγή. Η τηλεόραση είχε δύο κανάλια όλα κι όλα. Έπαιζε παιδικά για δυο ώρες. Ο Μπόλεκ κι ο Λόλεκ. Το μυστήριο του χρυσού πιθήκου. Σαν τέλειωναν έπιανες να διαβάσεις ξανά τον Λούκι Λούκ, τους X-MEN. Υπήρχε κι ο Ιούλιος Βερν, ο Ροβινσώνας Κρούσος, αλλά στα βιβλία δεν άκουγες τη γροθιά να κάνει !ΜΠΟΥΦ! ούτε κάποιον να κλαίει !ΣΝΙΦ! Όσοι ήταν παιδιά στη δεκαετία του ογδόντα χρωστάνε ένα μέρος της παιδικότητας τους στη Μαμούθ Κόμιξ. (Μαμούθ Κόμιξ: Τα κόμιξ που μας μεγάλωσαν)  Τα χρόνια πέρασαν. Ο γέρος με το ζιβάγκο παντρεύτηκε μια αεροσυνοδό για αλλαγή, η τηλεόραση έγινε ιδιωτική, τα παιδιά μπήκαν στην εφηβεία, διάβασαν Κάφκα και Καβάφη, άκουσαν για πρώτη φορά τη φωνή του Curt Cobain, έκαναν σεξ και ήπιαν όσο άντεχαν, πήγαν πανεπιστήμιο, πήγαν στρατό, έπιασαν δουλειά, ταξίδεψαν, παντρεύτηκαν, γέννησαν κι ο χρόνος συνέχισε ν” απλώνεται, γραμμικά κι αναπόφευκτα. Το ισόγειο μαγαζί κάτω απ” τη Μαμούθ Κόμιξ, στη Σόλωνος 128, στην άκρη των Εξαρχείων έκλεισε. Οι ιδρυτές έψαχναν κάποιον να το ξανανοίξει, για να συνεχίσει να πουλάει κόμιξ. Βρήκαν τον Μάριο. «Είστε τρελοί!» τους είπε ο Μάριος. «Αγαπάω τα κόμιξ, αλλά δεν τα πάω καλά με τις επιχειρήσεις.» Περπατούσε στο σκονισμένο μαγαζί κι ένιωθε σαν χαμένος. Να μπλέξει, στα καλά καθούμενα, με ΤΕΒΕ; Πήγε προς την πόρτα, λες κι ήθελε να το σκάσει πριν τον πείσουν. Ένα παιδί είχε ακουμπήσει τα χέρια του και τη μύτη του στο τζάμι. Ο Μάριος άνοιξε απότομα. «Τι θες, μικρέ;» Ο πιτσιρικάς δεν τρόμαξε. Ρώτησε με λαχτάρα: «Θ” ανοίξετε; Ξανά;» Ο Μάριος είχε περάσει τα σαράντα, είχε περάσει από Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες, είχε μουστάκι μακρύ και κέλτικο, αλλά τα μάτια του δεν είχαν αλλάξει. Κοίταξε το παιδί που μετρούσε τα κόμιξ. Πώς μπορείς ν” αρνηθείς σ” ένα παιδί; «Ναι», είπε κουνώντας το κεφάλι. «Θ” ανοίξουμε μικρέ». Το πιτσιρίκι έφυγε χαρούμενο. Δίπλα του χοροπηδούσαν ο Οβελίξ με τον Τεν – Τεν.Τα χρόνια συνέχισαν να φεύγουν. Απρόοπτα, έφυγε κι ο Μάριος. Κάποιοι λένε ότι τα κόμιξ δάκρυσαν εκείνη τη μέρα, αλλά δεν είναι επιβεβαιωμένο. Όμως, αυτό το ξέρω με σιγουριά, ένα παιδί ακούμπησε τη μύτη του και τα χέρια του στο τζάμι. «Θα συνεχίσετε;» ρώτησε το παιδί. «Θα συνεχίσουμε», είπε ο Αστερίξ. Κι ένα δάκρυ !ΣΝΙΦ! κύλησε στο κέλτικο μουστάκι του….