Daily Archives: Απριλίου 3, 2015

Ήθελα να σου πω μια καλημέρα. Κι ας βρέχει.

0-37983900-1377247880-digea

Ήθελα να σου πω μια καλημέρα. Κι ας βρέχει. Δηλαδή ευτυχώς που βρέχει.. Και μετά θυμήθηκα ότι έχω να σου πω καλημέρα πολλά χρόνια. Και δεν ξέρω πως μου ‘ρθε αυτή η σκέψη ή παρόρμηση..λοιπον σήμερα είναι μια από κείνες τις μέρες που τσακώνομαι με τα χιλιόμετρα και προσποιούμαι ότι ο χρόνος δεν κυλά και τόσο γρήγορα. Όμως το ξέρω, πως ο χρόνος είναι ο κακός στην δικιά μας ιστορία, το ξέρω. Μάλλον είναι και ο μόνος εχθρός που δεν νικιέται. Λένε πως η μεγαλύτερη τιμωρία είναι η αγνόηση. Αυτό κάνουμε κι εμείς. Τον αγνοούμε άλλοτε σεμνά, άλλοτε επιδεικτικά κάτι μέρες σαν την σημερινή. Κάτι ξεχνάμε όμως, κάπως, κάπου τα μπερδέψαμε, κάτι παρανοήσαμε νομίζω …; Δεν θέλουμε να τον τιμωρήσουμε, να τον κερδίσουμε θέλουμε …; Είναι πιο εύκολο όμως να απαντάς παρά να ξεκινάς εσύ μια μάχη. Ειδικά όταν θα είσαι σίγουρα χαμένος …;Μα τι σου λέω τώρα, τι σου λέω …; Εσύ εκεί, εγώ εδώ …; όλα κείνα τα χιλιόμετρα στο ενδιάμεσο κι εγώ σκέφτομαι να τα βάλω με το χρόνο …; Ξέρεις τι δεν αντέχω ε; …; να σκέφτομαι πόσο μικρή είναι η ζωή και πόσο μικρότερα από αυτήν τα διαστήματα που είμαστε μαζί. βγαίνουν κάτι τρελές αναλογίες κι εκεί ορκίζομαι εχθρός των μαθηματικών και απλά κλείνω τα μάτια και προσποιούμαι πάλι, πως ο χρόνος δεν υπάρχει ή αν υπάρχει τελικά, θα υπάρχουμε κι εμείς αιώνια. Κάποτε φτάνω σε ακραία συμπεράσματα και λέω θέ μου, τι δυστυχία, τι δυστυχία και πώς θα προχωρήσω με αυτό τον πόνο στην καρδιά …; Μετά θυμάμαι όμως πως τόσα χρόνια έτσι λέω και όλο προχωράω και τελικά οι ζωές μας έχουν πάρει το δρόμο τους και κάποια πράγματα απλά δεν αλλάζουν, και τα τελευταία χρόνια έτσι ακριβώς περνούν..Ξέρω ότι από την καρδιά μου λείπει ένα κομμάτι, το σκάλισε η απουσία …; έτσι και από την δική σου αλλά ευτυχώς η αγάπη αναπλάθει τα σπασμένα, χαλασμένα, χτίζει ό,τι γκρεμισμένο κι έτσι δεν ανησυχώ γιατί από αυτήν έχουμε μπόλικη και οι δύο. Που λές, είμαι ευγνώμων γιατί αν κάτι ευχόμουν, ήταν η ευτυχία σου, κι αν κάτι μ” έχει κάνει σήμερα ευτυχισμένο άνθρωπο, είσαι εσύ …Ξέρω, όλα τα ξέρω… έτσι είναι η ζωή και δεν αλλάζει…

εγραψε το πιτσιρικι

ονειρα αραγμένα στο μουράγιο…

0-37983900-1377247880-digea

Έβγαλες από πάνω σου και το τελευταίο εμπόδιο για να με συναντήσεις. Πέταξες μακριά την τελευταία σκέψη που σ έκρυβε μισοβυθισμένη στο σκοτάδι. Απέμεινε το φως της σόμπας υποταγμένο στα κρυφά κίνητρα να ντύσει το δέρμα σου. Το προσωρινό παλιό δωμάτιο πλημμύρισε με την παρουσία σου και η λησμονημένη πόλη φωταγωγήθηκε. θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες, όπου η ζωή χορεύει…
Φαίνεται όμως πως θαύματα δεν κάμνουν μόνο οι διάβολοι και οι θεοί. Θαύματα κάνει και ο ερωτας όπως το όνειρο στον ύπνο και στις φλέβες. Τωρα ομως.Χάθηκε κάπου η μορφή σου, πίσω απο την απάτη της στιγμής, της κλεμμένης ευτυχίας εκείνων που δεν έζησαν, και των αβυσσαλέων τόπων που χάθηκαν.. Τη μία θα σε αποθεώνουν και την άλλη θα σε πληγώνουν.. Τα πάντα σβήνουν τα πάντα πεθαίνουν εκτός απο το φάντασμα ενός «σ” αγαπώ» που δεν είπα…Δεν ξεριζώνονται οι νύχτες απὸ μέσα μας, εγιναν δάσος σκοτεινὸ καὶ μας πλακώσαν μωρο μου…και εμειναν μόνο εκεινοι ποὺ μας πλήγωσαν, εκεινοι ποὺ αρνήθηκαν της μοναξιας τον πονο… Τωρα μας τελειωσε η νυχτα… Ξημέρωσα με τον ήλιο να παλεύει να περάσει ανάμεσα απο τα αραιούφαντα λευκά σύννεφα όπως η κλωστή στη βελόνα…Και να… μετά θα κεντήσει χαμόγελα, κίνηση, ζωή…Το όνειρο θαρρείς κάλυπτε όλο μου το βράδυ…ένα ασταμάτητο τρέξιμο… ταξίδι με πολλά μπαγάζια, βαλίτσες, με ρούχα τυλιγμένα…ονειρα ανεμοδαρμενα…ονειρα αραγμένα στο μουράγιο, να περιμένουν και να αγναντεύουν…Νιώθω τόση πίεση συναισθημάτων…. όλα τόσο μπερδεμένα, που θέλω να φωνάξω,να γελάσω, να ουρλιάξω..να σιωπήσω…να δώσω αγάπη, να πάρω χαμόγελο…Σε ένα όνειρο που μου δίνει ελπίδα πως κάποια μέρα θα σε φτάσω…τελικά αντέχω να παλέψω …για ένα όνειρο που με έκανε να βγω στην επιφάνεια από το σκοτάδι που ζούσα…..Αξίζει όλα τα δύσκολα για να δω το χαμόγελο σου….

εγραψε το πιτσιρικι

Με διαβατάρικα πουλιά έρωτα να μην πιάνεις..

0-37983900-1377247880-digea

Τον κοίταξε με τα μεγάλα καστανά της μάτια και βγήκε απ’το δωμάτιο…Ψιθύρισε λίγες λέξεις…Τα μάτια της ήταν ήδη υγρά…Δεν θα πετύχει…Σιγά τις είπε αυτές τις λέξεις…Να μην τις ακούσει εκείνος…Ήθελε να του δίνει κουράγιο.Να του δίνει δύναμη.Τον αγαπούσε.Ένας Θεός ξέρει πόσο…Τι είπες;την ρώτησε εκείνος από μέσα..Τίποτα αγάπη μου,κοιμήσου,νωρίς είναι ακόμα.Νερό θέλω να πιώ και θα γυρίσω. Φόρεσε ένα πεταμένο πουκάμισο που βρήκε στην καρέκλα-δικό της άραγε ή δικό του,δεν θυμόταν,έτσι που τα έκαναν κουβάρι εχθες,μες τη φωτιά του έρωτα τους και κάθισε στην κουζίνα. Σκεφτόταν τη ζωή της..Πόσα άλλαξαν μέσα της…
Πόσα άλλαξαν γύρω της…Κι αυτός ο άντρας που κοιμόταν πλάι της..Που έλεγε ότι την αγαπάει..Γιατί άφηνε να την πληγώνουν; Γιατί δεν την προστάτευε; Γιατί τόση σιωπή; Άφηνε τους γύρω να βάζουν εμπόδια.Να μην την δέχονται.Εκείνη που γινόταν θυσία για όλους. Κουράστηκε…Το ήξερε αυτό καλά. Τώρα πια είναι αργά.Ο δρόμος πάει μόνο μπροστά. Δεν μπορεί να επιστρέψει. Δεν θέλει να επιστρέψει. Δεν έχει μάθει να τα παρατάει στα δύσκολα. Το κλάμα του μωρού την επανέφερε στην τάξη..Πήγε αμέσως κοντά στον γιό της…Τον πήρε αγκαλιά..Εγω δεν θα κάνω τα ίδια λάθη…Στο υπόσχομαι μωρό μου…Ησύχασε…Το βρέφος ησύχασε στην αγκαλιά της μητέρας του…Γύρισε στην κουζίνα..Στην σκέψη που άφησε μισή…»Εγω δεν θα κάνω τα ίδια λάθη»,επανέλαβε στον εαυτό της…»Ο γιός μου θα γίνει δυνατός,ποτέ δεν θα του επιβάλω τη θέληση μου,θα είναι ελέυθερος να αποφασίζει»…Κοίταξε απ’το παράθυρο…Περασμένη η ώρα…Ψυχή στο δρόμο δεν κυκλοφορούσε.Ακόμα ο καιρός είναι κρύος.Απρίλης.Πάντα χειμώνας είναι εδώ…Αυτή την εντύπωση της δίνει αυτή η πόλη.Νόμιζε ότι θα την αγαπήσει με τον καιρό,αλλά…Πολλά νόμιζε ότι θα κάνει με τον καιρό αλλά τελικά δεν τα έκανε. Μόνο ένα πράγμα ξέρει να πει με σιγουριά: Πόσο αγαπάει το παιδί της και τον πατέρα του παιδιού της.Θα έδινε τη ζωή της για αυτούς τους δυο ανθρώπους. Βοηθεια δεν είχε από κανέναν και ούτε δέχτηκε ποτέ.Μόνη της τα κατάφερε όλα. Σαν τον Οδυσσέα,σε ωκεανούς,και στο τέλος έφτασε στην Ιθάκη της.Πέρασε όμως δύσκολα. Πάλευε μέσα της και έξω…Έστησε ένα σπιτικό. Εκείνος εύπλαστος. Αδύναμος. Καλοσυνάτος. Γλυκός άνθρωπος. Την αγαπούσε. Αλλά…Αυτό το »αλλά» ήθελε να πνίξει…Τι είναι αυτό που την φόβιζε…Ήξερε.Αλλά και πάλι ρωτούσε τον εαυτό της. Βυθισμένη στις σκέψεις δεν τον είδε να πλησιάζει από πίσω της. Την αγκάλιασε,έτσι όπως στεκόταν στο παράθυρο. Θα χιονίσει,μου φαίνεται,του είπε τάχα αδιάφορα. Αμήχανα στην πραγματικότητα. Έλα,ξάπλωσε,έλα κοντά μου..Δεν θα σ’αφήσω εγώ ποτέ να κρυώσεις και το ξέρεις…Ξέρω πόσο φοβάσαι..Όλα τα ξέρω…Τα βλέπω..Κι ας μην το λέω..Μα…Μην πεις τίποτα,έχουμε ο ένας τον άλλο. Αυτό δεν αλλάζει. Θα φτιάξουν όλα. Μην αμφιβάλλεις ούτε λεπτό για την αγάπη μου. Την κράτησε απ’το χέρι και την οδήγησε στο κρεβάτι.Της χάιδεψε τα μαλλιά,κι εκείνη νανουρίστηκε στην αγκαλιά του,όπως πάντα. Αυτό είχε αγαπήσει σ’αυτον τον άντρα. Την τρυφερότητα που της έβγαζε. Τώρα πια ήξερε. Θα τα καταφέρω. Θα τα καταφέρει.
Κι εκείνος ήξερε..Την κοιτούσε να κοιμάται δίπλα του και ευχαριστούσε το Θεό που την έφερε στο δρόμο του…Εδινε υποσχεση στον εαυτό του ότι θα αλλάξουν όλα..
Η αγάπη όλα τα καταφέρνει. Όλα τα νικάει. Κανένα εμπόδιο δεν μπορει να την λυγίσει. Όταν είναι τόσο αληθινή…

εγραψε το πιτσιρικι