Daily Archives: Απριλίου 26, 2015

η Θεατρίνα…

wpid-20150417085416

Ομορφη κι ωραία κόβει το κρύσταλλο της νύχτας σαν διαμάντι. στην όψη της χορεύουν φλόγες από την Κόλαση του Δάντη. Μπαίνει στα μπαρ σεκλετισμένη κι οι νέοι εραστες την φοβούνται και την κερνάνε βότκα και ουίσκι μα εκείνη κοιτάζει αόριστα στην πόρτα να φανεί ο δικος της μικρος πρίγκιπας.. Δεν έχει πού να κοιμηθεί, γυρίζει εδώ κι εκεί με μια κιθάρα και δισάκι διαβάζει κάτω από τις γέφυρες τον δικο της αγνωστο ερωτα. Κοιμάται μόνη η απελπισία τις νύχτες και το πρωί ξυπνάει χωμένη στο βουρκο. Κλαίνε επάνω στις αποσκευές τα όνειρα της ανοίγοντας τα παράθυρα του έρωτα, σε όλου του κόσμου τους τρελούς. Κόβει με όνειρο τις φλέβες της για να τη βλέπουνε της νύχτας οι καθρέφτες για να παγώνει μέσα της ο κόσμος ο κακός οι μαστροποί οι αλητες και οι κλέφτες..Γαμημένη φάρα..Μιλούν με τραγούδια,οι μισάνθρωποι με θηλιά. Αγαπούν με ανοιγμένα φώτα και αυτη τους πετάει στα σκουπίδια. Κάποτε κλαίει σαν παιδί χώνοντας το πρόσωπο στη φορα του ανέμου. Κλείνει μαζι της ο χειμώνας. Μόνο ο έρωτας ήρθε και της μίλησε και είπε πως όσα βλέπει στα όνειρά της αντέχουν. Την ποθούν, μα τους περιφρονεί τους δήθεν εραστές του απολύτου. Στο άχτιστο φως της λέξης μένει εκστατική με δέος, ηδονή και τρόμο. Τρώει με σπασμένα δόντια χούφτες λύπη. Σε ολους λέει «Πάρε με» τα παίζει όλα, η Θεατρίνα, και προκαλεί ποζάροντας
σαν μια πουτάνα σε βιτρίνα. Τώρα δε θα χρειαστεί να φοβάται αυτά που μπορεί να σημαίνουν πόνος. Τα αστέρια έξω δε θα μιλούν για τίποτα. Μόνο θα νανουρίζουν την μαύρη πόλη. Αυτη η ήττα που δε ξεχωρίζει μέρες ή νύχτες αλλά χτυπάει τα παραθυρόφυλλα με μπουνιές, εκεί κοντά στο ξημέρωμα. Σε λίγο πρέπει να κλείσει τις κουρτίνες. Να αποφύγει όσα μέσα της βολεμένα την κράτησαν την ημέρα και αβίαστα, να τη κυριεύσει πάλι το ανύπαρκτο….

εγραψε το πιτσιρικι

Οι τελευταίοι ονειροπόλοι ..

wpid-20150417085416

Ξένοι. Στη γή. Ο κόσμος στερεύει. Αυτά που πιστέψαμε για καλύτερα έφυγαν καιρό τώρα. Τα υπόλοιπα είναι όλα ίδια. Υπερβολικά πολλά, θορυβώδη, μονότονα και άγευστα. Μέρες με γεύση χάρτινη, στυφή κρυμένες κάτω από μια προσποιητή άνεση. Οι τελευταίες ανθρώπινες μηχανές «παλαιου τύπου» αραγμένες σε κάποια μηχανοστάσια, κλειδωμένες, που και που κάνουν μερικά μαρσαρίσματα.
Κι οι άλλες φρέσκες, τέλειες, δεν μπορούν να ξεπεράσουν το όριο ταχύτητας.
Γυρνούν στο ίδιο σημείο ξανά και ξανά. Τότε έτρεχαν γύρω από ολοστρόγγυλες πλατείες με κρεμαστά φανάρια. Τώρα τετράγωνα προκατασκευασμένα. Μπορείς να τους αλλάξεις θέση σε μια νύχτα να τα πας πιο κει, πιο δω…. κι από τους πρωινούς διαβάτες κανείς να μη καταλάβει ότι κάτι άλλαξε….Λείπει η έμπνευση του ριψοκίνδυνου αρτίστα στο τιμόνι. Λείπουν κάποιες νότες από το πίσω κάθισμα να σε κρατάνε ξύπνιο τις νυχτες. Τις νύχτες που λιγόστεψαν γιατί σε βρίσκουν πάντα κοιμισμένο.. Στη λουστρινένια τελειότητα, λείπουν τα δυό – τρία πεταμένα κουτάκια μπύρας , ένα τασάκι μ΄αποτσίγαρα, κι η μυρουδιά του ξενυχτιού κάτω απ΄τα άστρα, στη κορφή του λόφου. Εκείνο το πρώτο κινηματογραφικό φιλί που συμμετείχαν όλα μάζι. Λαμαρίνες, άστρα, και χτύποι καρδιάς, ανακατεμένα όλα μαζί να φτιάχνουν το πρώτο θανατηφόρο σου κοκτέιλ… Ο κόσμος στερεύει. Γιατί ότι ειπώθηκε ήταν ψέμματα. Κι ότι δεν ειπώθηκε μοιάζει ανόρεχτο να βγει στο κόσμο. Κοιτάς και βλέπεις μόνο αγωνία. Εκείνη του ηλικιωμένου που δε πρόφτασε.
Εκείνη του νέου που δεν θα προφτάσει. Ανάμεσα στα δυό μοντέλλα που ορίζουν την αρχή και το τέλος, Ένα βουητό. Ούτε ψίθυρος, ούτε κραυγή. Ενα μονότονο βουητό…
Υπομονή κι αυτή κουτσή. Σουλατσάρει πάνω κάτω, μόνη της, αναβοσβήνει τα φανάρια στο δρόμο, ψιθυρίζει στο αυτί στους κουρασμένους διαβάτες.. «άλλη μια μέρα, άλλη μια μέρα…» Τι κάνουμε εδώ κάτω επί τέλους? Τι άλλο κάνουμε εκτός από το ν΄αναρωτιώμαστε? Τι άλλο εκτός από το να προσπαθουμε να ανακαλύψουμε σπουδαίους λόγους για να δικαιολογήσουμε το φαινομενικά παράλογο. Πανανθρώπινο είπαν κάποτε, και μια σπίθα ελπίδας έλαμψε πριν πέσει στη λούμπα. Παγκόσμιο λένε τώρα, κι οι ελπίδες όλες μοιάζουν να καταβροχθίζονται από ένα αύριο που ονειρεύεται να τα χάψει όλα μαζί και να τα εξαφανίσει σαν να μην υπήρξανε ποτέ. Οι τελευταίοι ονειροπόλοι δεν ονειρεύονται την ομορφιά του χαμένου παράδεισου ….Ονειρεύονται τη μοναξιά του. Εκείνη τη μοναξιά που βρίσκει διέξοδο στο να δίνει σάρκα στα πλάσματα της φαντασίας. Εκείνη την ιδιαιτερότητα του να φυσάς το χώμα και να πέρνει μορφή. Που τότε φαινόταν τόσο λίγη.. Τόσο απλό που έπαψες να του δίνεις σημασία. Σαν να μην πέρασε μια μέρα…
Αραγε ποιούς παράδεισους τωρινούς δεν μπορούμε να δούμε πάλι? Τι σημαντικό αγνοείς. Τι είναι αυτό που θάπρεπε να φυλάξεις σαν το πιο πολύτιμο θησαυρό και δεν τοχεις καν πλησιάσει. Ξέρεις? Οχι. Ξένοι. Οχι γυμνοί. Οχι αμαρτωλοί. Απλά στείροι. Χωρίς μνήμες. Σε ξένο τόπο. Τώρα ξένος. Αυριο θα γίνει κι αυτός ένας χαμένος παράδεισος. Ολη σου την ύπαρξη άνθρωπε βιαζόσουν να προηγηθείς τόσο που αφηνες πάντα στο σταθμό αυτά που στην ουσία είχες ανάγκη για να φτάσεις στο προορισμό σου. όση βιασύνη έφερε τόση άγνοια. Και γεύση από χάρτινες μέρες.

εγραψε το πιτσιρικι

επαναστάτες του κώλου, βουλώστε το όταν περνούν οι κηδείες ανθρώπων

wpid-20150417085416
Σηκώσαμε πολλά φέρετρα αθώων τα τελευταία χρόνια με το μυαλό μας, αλλά φαίνεται ότι πρέπει να σηκώσουμε με τα ίδια μας τα χέρια το φέρετρο που θα βγει από το δικό μας το σπίτι για να καταλάβουμε ότι ο θάνατος από τους νόμους που πατάνε επάνω σε ψήφο έχει πρόσωπο και ιδιότητα. Έχει εργασία σίγουρη και φερετζέ κόμμα, έχει μισθό αιματοβαμμένο, έχει ονοματεπώνυμο και δεν είναι κανείς άλλος παρά μόνο ο διπλανός που κάνει μνημόσυνο για τον αθώο με δακρύβρεχτα κειμενάκια και μετά υπογράφει ειρηνικές καταδίκες αθώων γιατί «έλαβε εντολές». Ο δολοφόνος είναι αυτός που μπαίνει στα καφενεία και αναθεματίζει το κράτος για το κακό που βρήκε μια και δυο οικογένειες αλλά μετά περνάει από το γραφείο του κόμματος για να στηρίξει μόνο το τομάρι του.  Είμαστε όλοι θλιβεροί που νιώθουμε θλίψη για τους ήσυχους νεκρούς της νεοελληνικής δημοκρατίας και την επόμενη στιγμή κοιτάμε πώς θα τα βγάλουμε εμείς πέρα με όσα έμειναν στο πορτοφόλι μας. Βγήκε και νέος όρος να χαρακτηρίσει την οργή κάποιων που δεν τους χωράει ο τόπος με αυτά που γίνονται: «Αυτομαστίγωμα». Και βέβαια, ρε άθλιε, πρέπει να αυτομαστιγωθούμε όχι μία, όχι δύο αλλά χιλιάδες φορές μη και ματώσει η ψυχή μας και ξυπνήσουμε. Μη και αηδιάσουμε λίγο με τους εαυτούς μας που καθόμαστε στις ουρές σαν τα σκυλιά όχι για να πάρουμε ξεροκόμματο αλλά να βάλουμε τον οβολό μας στα ταμεία του σφαγέα Κράτους για να ακονίζει καλύτερα τα λεπίδια – ανθρώπους, τους οποίους χρησιμοποιεί για να σου κόβουν την ζωή. Από την άλλη έχουμε και κάτι μάγκες που δίνουν συμβουλές στους αυτόχειρες: «Αφού πήρε απόφαση να αυτοκτονήσει γιατί δεν σκότωνε και καμιά δεκαριά;» Αν ήταν να σκοτώσει καμιά δεκαριά να είσαι σίγουρος εσύ που ξεστομείς την εκ του ασφαλούς εύκολη κουβέντα ότι θα ήσουν ένας από αυτούς τους δέκα που θα έπαιρνε μαζί του.
Μην βγάζουμε την ουρά μας απέξω από το αίμα που χύνεται πλέον στο δρόμο της Δημοκρατίας. Όσο και να κλείνουμε τα παντζούρια και τις πόρτες των σπιτιών μας, η μπόχα της απραξία μας μπαίνει από τις χαραμάδες.
«Και τι να κάνω, ένας είμαι!», αυτό  λέμε όλοι μας. Απάντηση κανείς από τους θνητούς δεν μπορεί να σου δώσει διότι είναι η πρώτη παράσταση παγκοσμίως αυτή στην οποία παίζουμε όλοι μας. Ίσως να πρέπει να κάνουμε αυτό που ο Αλμπέρ Καμύ είπε: «Ακόμα κι όταν κάποιος είναι πεπεισμένος για την απελπισία του, πρέπει να δρα σαν να ελπίζει. Ή να αυτοκτονεί. Ο πόνος δεν δίνει δικαιώματα.» Το σίγουρο είναι ότι η ψήφος που κουβαλάς και κουνάς στα μούτρα μελλοθάνατων Ελλήνων δεν είναι πια δικαίωμα σου αλλά το πιστόλι με το οποίο απειλείς την ζωή των άλλων. Έχεις μετρήσει σήμερα πόσους εκτέλεσες, ψηφοφόρε και ψηφοκουβαλητή; Άρχισε να βάζεις χαρακιές στον τοίχο της κουζίνας σου για να δεις ότι οι αριθμοί ανάπτυξης ευρωπαϊκού τύπου είναι οι σταυροί στους τάφους όσων δολοφόνησες. Κάνε νεκροταφείο το βαμμένο σε χαρωπούς τόνους σπιτάκι σου και να γνωρίζεις ότι με δανεικά οι χαροκαμένοι κάνουν τις κηδείες των οικείων τους. Μπες για μια στιγμή στην θέση αυτού που κάνει παζάρια για τον τάφο του πατέρα, της μάνας, του αδελφού, του παιδιού του….Δεν έχουν καμία σχέση με τα παζάρια που κάνεις εσύ για το σίγουρο μηνιάτικο με το αφεντικό κράτος σου. Τα δικά σου παζάρια δεν έχουν ούτε ίχνος ντροπής, ούτε αξιοπρέπειας.
Στο κάθε φέρετρο δημοκρατικά δολοφονημένου θύματος ακουμπά η Ελλάδα που ήσυχα τραντάζεται κι ας μην έχει την τιμή ένας Σικελιανός να το σηκώσει. Αυτά τα φέρετρα δεν έχουν την ανάλογη αξία  να σκεπαστούν με τη σημαία. Κάνατε ακόμα και «το πάπλωμα που σκεπάζει την Ελλάδα» κάλυμα για τις βρομιές οι μεν, κωλόπανο για αναίμακτες επαναστάσεις οι δε. Και μείναμε ξεσκέπαστοι ακόμα και ως νεκροί.
Κοινώς, εσείς οι νοικοκυραίοι και οι άλλοι, οι επαναστάτες του κώλου, βουλώστε το όταν περνούν οι κηδείες ανθρώπων που σε τίποτε δεν έφταιξαν παρά μόνο έζησαν το αποτέλεσμα των δικών σας αποφάσεων και πράξεων. Στριμωχθείτε στις ομαδούλες σας, στα κομματάκια σας, στα γκρίζα γραφειάκια σας, στις καθημερινές λαμογιές σας και αφήστε χώρο τουλάχιστον να περάσει η νεκρική πομπή χωρίς τα χνώτα σας να βρομίζουν τον αέρα.
Ο άδικος θάνατος δεν είναι για σχολιασμό δημόσιας κατανάλωσης, ούτε μεζές κομματικών όρνεων που κάνουν την κάσα εξέδρα για αντιπολιτευτικό ντόρο. Η ησυχία ενός θανάτου είναι η περισυλλογή αυτών που έμειναν συνειδητά απέξω, αυτών που το ξημέρωμα τους βρήκε ακόμα ζωντανούς και πρέπει να πάρουν αποφάσεις όχι για την ελευθερία ή θάνατο αλλά για τον θάνατό τους ή το θάνατό σας.