ΚΑΤΕΒΑΙΝΑ ΕΝΑΝ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑΣ της χώρας που γέννησε τη δημοκρατία, τη φιλοσοφία, τη σκέψη και άλλα πολλά καλά για το υπόλοιπο άστρο στο οποίο κατοικούμε. Σε ένα φανάρι, ένας μεγάλος σε ηλικία άνθρωπος, ρακένδυτος και εμφανώς άστεγος, έχασε την ισορροπία του και έπεσε μεταξύ πεζοδρομίου και ασφαλτου (ο τόνος δικός σας). Τρία αυτοκίνητα και δύο μηχανές μπροστά μου, κανείς δεν κουνήθηκε. Προς στιγμή πέρασε η εικόνα τους μπροστά μου, στο αποκορύφωμα του θείου δράματος με λαμπάδες, να περιμένουν να καταβροχθίσουν με το Χριστός Ανέστη… Αυτός ο άνθρωπος, σύμφωνα με τη «θρησκεία» μας, θα μπορούσε να είναι ο Γκάντι μας, ο Δαλάι μας, ο Χριστός μας! Χωρίς αυτά να μου βαραίνουν εκείνο που με ώθησε να κατέβω από τη μηχανή, προχώρησα προς το μέρος του. ΝΑΙ, μύριζε! ΝΑΙ, ήταν άστεγος! ΝΑΙ, αν τον συναντούσες το πρωί πηγαίνοντας στη δουλειά σου (που να λες πάλι καλά που υπάρχει και να ανάψεις κανένα κεράκι στην εκκλησία), δεν θα έριχνες δεύτερο βλέμμα. ΤΟΝ ΕΠΙΑΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΡΑΤΣΟ ΚΑΙ ΣΗΚΩΘΗΚΕ με αίματα στο στόμα. Τον ρώτησα αν έσπασε κανένα δόντι και γέλασε λέγοντάς μου «πέντε έχω όλα κι όλα». Είχε ανοίξει η μύτη του και έβγαλα από τη μηχανή χαρτομάντιλα. Μου λέει «Να είσαι καλά άνθρωπε», με γέλιο. Τον ρωτάω «εσύ είσαι καλά ρε άνθρωπε;». Η απάντησή του μαχαίρι «αφού ζώ και είμαι έτσι, είναι δυνατόν να είμαι καλά; Αγόρι μου, έχω καρκίνο στο τελικό στάδιο και δεν έχω δύναμη. Περπατάω τη γραμμή του θανάτου» ( εκεί μου ήρθε λίγο στο μυαλό το I walked the line). ΤΟΥ ΛΕΩ ΚΙ ΕΓΩ ΧΑΠΑΤΟΣ «υπάρχει μια γραμμή για άστεγους, να ξεκουραστείς, να σε περιθάλψουν, να νιώσεις λίγο ανακούφιση». Πάλι γέλασε… «Αγόρι μου, είμαι 62 χρονών, δουλεύω από τα 15 μου. Στα 24 έκανα δική μου δουλειά, πριν από εφτά χρόνια τα έχασα όλα! Και όταν λέω όλα, εννοώ ΟΛΑ. Τη γυναίκα μου, γιατί καθυστέρησε η σειρά της για μια εξέταση στο γαμωΤΕΒΕ. Τον γιο μου, που ήταν ένας από τους φαντάρους που “ακούμπησε”ο ιστός της γαμημένης μας σημαίας στο ηλεκτροφόρο καλώδιο και τέλος, το σπίτι μου, γιατί η λιγδαbank μού το πήρε για τις 40 δόσεις που είχαν μείνει. Δεν έχω ασφάλεια, δεν έχω σπίτι και δεν έχω κανέναν που να αγαπάω, πέραν από αυτόν τον κερατά (και μου δείχνει απέναντι μια άδεια νησίδα), τον θάνατο, τη λύτρωση». ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΤΟ ΕΛΕΓΞΩ, ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ άρχισαν να τρέχουν, η φάτσα μου ανέκφραστη. Γυρνάει και μου λέει «είδες πόσο χάλια είναι η ατμόσφαιρα, πολλή σκόνη! Εσύ όμως είσαι όαση, είσαι ο πρώτος άνθρωπος που μου μιλάει μετά από ένα μήνα, νόμιζα ότι ήμουν αόρατος. Σε ευχαριστώ γιατί ξέρω ότι υπάρχω και έτσι οι περίεργες σκέψεις που με τριγυρνούσαν σταμάτησαν. Νόμιζα ότι είχα κάνει σε κανέναν κακό και το πλήρωνα σαν φάντασμα! ΠΗΡΕ ΕΝΑ ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΟ ΜΠΑΣΤΟΥΝΙ ΠΟΥ ΕΙΧΕ και γύρισε και με κοίταξε με το βλέμμα του βασιλιά, αυτού που τα έχει όλα ή αυτού που δεν έχει τίποτα να χάσει. Έκανα να του δώσω ό,τι είχα στις τσέπες μου και μου απάντησε «πιες έναν καφέ για μένα και αν τύχει και ακούσεις τι έγινα, ξέχασέ το.
Να είσαι πάντα έτσι…».
Πώς έτσι, γμτ πτν μου;
εγραψε το πιτσιρικι