Αποφάσισα να σου γράψω. Δεν ξέρω αν είναι άδικος κόπος ή όχι. Σίγουρα είναι κάτι που το θέλω. Και έπαψα πια να περιορίζω τα ‘θέλω’ μου.
Αποφάσισα να σου γράψω. Μη φοβάσαι. Δεν θα είναι ένα γράμμα αυτό-λύπησης. Δεν θα σε φέρω σε δύσκολη θέση. Την δύσκολη θέση την περνάω εγώ και την έχω αποδεχθεί.
Αποφάσισα να σου γράψω. Απλά, πέρασες πάλι από το μυαλό μου. Και ήταν έντονη η παρουσία σου μέσα εκεί που δεν άντεξα να μην ψελλίσω το όνομά σου. Και πόνεσα πολύ που δεν πήρα απάντηση.
Αποφάσισα να σου γράψω. Σε θυμήθηκα. Ή μάλλον, σε θυμάμαι συχνά. Δεν περιμένω να ανταπαντήσεις καταφατικά. Δεν το χρειάζομαι. Λειτουργώ για τον εαυτό μου και δεν χρειάζομαι έξωθεν επιβεβαίωση των συναισθημάτων μου.
Αποφάσισα να σου γράψω. Θυμήθηκα τις λέξεις σου όταν κάναμε έρωτα. ‘Αναστενάζεις την ώρα της ηδονής λες και είσαι μοιρολογίστρα και κλαις τον άντρα σου’ μου είχες πει. Δεν σου απάντησα ποτέ αυτό που ήξερα. Ότι έναν νεκρό μπορείς να τον φέρεις στην ζωή μόνο όταν του ξυπνήσεις την μνήμη της ηδονής. Να που τώρα έμαθες γιατί με άκουγες να ‘μοιρολογώ’.
Αποφάσισα να σου γράψω. Δεν περιμένω απάντηση. Τις έχω βρει τις απαντήσεις. Εξάλλου, ποτέ δεν μου τις έδωσες εσύ. Εσύ πάντα ρωτούσες.
Αποφάσισα να σου γράψω. Περισσότερο για να τιμήσω τις τμηματικά κατεκτημένες στιγμές μας. Αυτές που για τόσο προσπαθήσαμε. Για να φτιάξουμε ένα συμπληρωμένο puzzle ζωής. Το κακό είναι ότι καταλάβαμε αργά ότι τα κομμάτια ήταν λειψά, άχρωμα και αταίριαστα.
Αποφάσισα να σου γράψω. Μονότονο ακούγεται. Αλλά η μονοτονία αναδεικνύει την ατονία. Η έλλειψη αρμονίας αναδεικνύει το χάος.
Αποφάσισα να σου γράψω. Μη φοβάσαι. Δεν θα σε ταλαιπωρήσω περισσότερο. Ξέρω ότι δεν θέλεις να ταλαιπωριέσαι. Προτιμάς την εύκολη οδό. Την στρωμένη, την περπατημένη. Δεν ανοίγεις δικούς σου δρόμους. Δεν αγαπάς το νέο.
Αποφάσισα να σου γράψω. Ξέρω. Που και που με πιάνει και μένα μία απελπισία. Αλλά την ξεπερνάω. Μη φωνάζεις. Την ξεπερνάω. Μόνη μου. Παρέα με ένα λευκό χαρτί και ένα μαύρο στυλό.
Αποφάσισα να σου γράψω. Μπορεί να μην το διαβάσεις ποτέ. Αλλά εγώ σου έγραψα…