το μαύρο και το άσπρο, το φως και το σκοτάδι…

SavedPicture-201562221254.jpg

Μια φορά που λες, σου λεγα για τις τετράγωνες ιδέες και ότι αυτές, είναι ικανές να σε παγιδέψουν μέσα τους όσο ορθές και αν μοιάζουν οι γωνίες τους, γιατί ακολουθώντας τα όρια τους καταλήγεις ακριβώς στο ίδιο σημείο απ όπου ξεκίνησες, δεν προχωράς μα κάνεις συνέχεια κύκλους γύρω από τον εαυτό και τους θησαυρούς που έχεις κλεισμένους στο κέντρο σου, όσο σπουδαίοι και αν είναι αυτοί. Γι’ αυτό να τα σπάμε τα όρια μ’ ακούς;
και μετά εγώ σου έλεγα ότι η ακοή είναι ένα τόσο απλό αλλά και τόσο σύνθετο εργαλείο, όπως είναι τα κοφτερά μαχαίρια, που όσο εύκολα μπορούν να σκοτώσουν άλλο τόσο εύκολα σε μια εγχείριση μπορούν να σώσουν, γι αυτό να μην τα φοβάσαι τα μαχαίρια, ούτε τα αυτιά σου και ότι η απόσταση μεταξύ τους είναι μικρή..
και μετά εγώ σου λεγα ότι οι αποστάσεις είναι ο φερετζές των ριζωμένων και ότι εμείς καλό θα είναι να ταξιδεύουμε και να μυρίζουμε άλλους κόσμους αλλιώτικους φέρνοντας πίσω εξωτικά μπαχάρια στις τσέπες, και κάθε φορά που θα βάζουμε από αμηχανία τα χέρια εκεί, αυτά θα παίρνουν μυρωδιά από ταξίδια και γειτονιές μακρινές, και την ίδια στιγμή με μια απλή κίνηση του χεριού στη μύτη, ένα πονηρό γεμάτο γοητεία χαμόγελο θα σχηματίζεται στο πρόσωπο μας και όλοι οι άλλοι θα απορούν και θα μας μετράνε περισσότερο..
και μετά εγώ σου λεγα ότι οι αριθμοί είναι η μεταμφιεσμένη εκδοχή των χρωμάτων και καλό θα είναι να μην τους ξεχνάμε και να παίζουμε μαζί τους όπως παίζουν τα παιδιά με τις τέμπερες όταν τις αδειάζουν με λύσσα πάνω στους καμβάδες της ευτυχίας και φτιάχνουν νέους κόσμους με πολλά χρώματα όπως έκανες και συ όταν ήσουν μικρή…
και εγώ σου λεγα για το μαύρο και το άσπρο, το φως και το σκοτάδι και όλα τα ωραία που δεν είδαμε ακόμα γιατί πηγαινοερχόμαστε απάνω σε μια γόνδολα στο ποτάμι των μεγάλων αντιφάσεων και δεν ξέρουμε που θα μας βγάλει, γιατί πετάξαμε στο νερό τα κουπιά επειδή μας έμοιαζαν σαν μια ακόμα εκδοχή της εξουσίας…
και εγώ μετά σου μίλαγα για τις ανισομερείς κατανομές και την αδικία του κόσμου και ότι εμείς είμαστε ο οιωνός του νέου κόσμου που θα ανατείλει πάνω στις στάχτες του παλιού που τελικά θα γίνει λίπασμα για να θραφούν τα όμορφα τα οποία με τόση αγωνία καρτερούν να αναδυθούν από τις στάχτες και να μην το ξεχνάς..
και μετά σου έλεγα ότι η μνήμη είναι ένα τυχαίο αντανακλαστικό και ότι η γνώση είναι άλλο πράγμα και καλό είναι να μην μπερδεύεις ποτέ αυτά που θυμάσαι με αυτά που ξέρεις γιατί στο τέλος θα ξέρεις μόνο ότι θυμάσαι ενώ δεν θα θυμάσαι καθόλου ό,τι δεν ξέρεις…
και γω σου λεγα για έρωτες και για πλανήτες και για ένα αυτοκαταστροφικό κομήτη που θα μπει με ορμή στη ερωτόσφαιρα μου και θα κάνει σμπαράλια τις άμυνες μου φέρνοντας αισθήσεις απ’ τα απέξω με μία φόρα ανείπωτη που δεν θα μπορούσα να την ανακόψω ακόμα και αν αυτό ζητούσα..
και μετά εγώ σου έγραφα στίχους για να σιγοσβήνω τη φωτιά που έκαιγε μέσα μου και συ τους έπαιρνες και τους ανέβαζες πιο ψηλά για να μην τους φτάνω και να πρέπει να σε παίρνω αγκαλιά να σε σηκώνω να μου τους φέρνεις πίσω για λίγο, γιατί μου έλεγες ότι τα παιδιά όταν πλέον έχουν ωριμάσει πρέπει να φεύγουν από το σπίτι και να βρίσκουν μόνα τους τον δρόμο τους, εγώ σου λεγα ότι τα δικά μου δεν έχουν, εσύ μου λεγες όλοι οι μπαμπάδες το ίδιο λένε.. και μετά εγώ ήθελα να θέλω και να μπορώ να μπορώ, όμως αυτό κουβαλάει πάντα τον φόβο της αυτοτροφοδότησης ενός φόβου, χωρίς όμως αυτό να έχει τον λόγο του για να έχει λόγο, και ότι ο λόγος δεν είναι άλλος από το πάθος για το πάθος και μου λεγες ότι δεν θες να με βλέπεις όμηρο μιας ομηρίας, ακόμα και αν φαντάζει λυρικό…μετά εγώ τραγούδαγα με τι φάλτσα φωνή μου και σου έλεγα ότι όταν χορεύουμε η γη γαργαλιέται και γελάει δυνατά και θα πρέπει να προσέχουμε όταν δεν χορεύουμε γιατί η γη δεν γελάει και να προσέχουμε όταν χορεύουμε πολύ για την έντονη σεισμική δραστηριότητα που μπορεί να προκαλέσουμε..
και εγώ μετά σου μίλησα για το ηλεκτρικό ρεύμα που περνάει το στήθος μου όταν τα ακροδάχτυλα μας σμίγουν και τα βουτάω με μανία στα πιο απόκρυφα σημεία του ερωτικού σου σχηματισμού και με λαιμαργία τα χώνω στο στόμα μου για να γευτώ την ηδονή, νιώθοντας σαν τα παιδιά όταν δοκιμάζουν πρώτη φορά την ζάχαρη, αλλά με την υπεροψία και το ύφος εκείνου που γεύτηκε την καλύτερη σοδειά που χάρισε ποτέ η γη σ ένα θνητό.