Οι τελευταίοι ονειροπόλοι ..

attack

Ξένοι. Στη γή. Ο κόσμος στερεύει. Αυτά που πιστέψαμε για καλύτερα έφυγαν καιρό τώρα. Τα υπόλοιπα είναι όλα ίδια. Υπερβολικά πολλά, θορυβώδη, μονότονα και άγευστα. Μέρες με γεύση χάρτινη, στυφή κρυμένες κάτω από μια προσποιητή άνεση. Οι τελευταίες ανθρώπινες μηχανές «παλαιου τύπου» αραγμένες σε κάποια μηχανοστάσια, κλειδωμένες, που και που κάνουν μερικά μαρσαρίσματα.
Κι οι άλλες φρέσκες, τέλειες, δεν μπορούν να ξεπεράσουν το όριο ταχύτητας.
Γυρνούν στο ίδιο σημείο ξανά και ξανά. Τότε έτρεχαν γύρω από ολοστρόγγυλες πλατείες με κρεμαστά φανάρια. Τώρα τετράγωνα προκατασκευασμένα. Μπορείς να τους αλλάξεις θέση σε μια νύχτα να τα πας πιο κει, πιο δω…. κι από τους πρωινούς διαβάτες κανείς να μη καταλάβει ότι κάτι άλλαξε….Λείπει η έμπνευση του ριψοκίνδυνου αρτίστα στο τιμόνι. Λείπουν κάποιες νότες από το πίσω κάθισμα να σε κρατάνε ξύπνιο τις νυχτες. Τις νύχτες που λιγόστεψαν γιατί σε βρίσκουν πάντα κοιμισμένο.. Στη λουστρινένια τελειότητα, λείπουν τα δυό – τρία πεταμένα κουτάκια μπύρας , ένα τασάκι μ΄αποτσίγαρα, κι η μυρουδιά του ξενυχτιού κάτω απ΄τα άστρα, στη κορφή του λόφου. Εκείνο το πρώτο κινηματογραφικό φιλί που συμμετείχαν όλα μάζι. Λαμαρίνες, άστρα, και χτύποι καρδιάς, ανακατεμένα όλα μαζί να φτιάχνουν το πρώτο θανατηφόρο σου κοκτέιλ… Ο κόσμος στερεύει. Γιατί ότι ειπώθηκε ήταν ψέμματα. Κι ότι δεν ειπώθηκε μοιάζει ανόρεχτο να βγει στο κόσμο. Κοιτάς και βλέπεις μόνο αγωνία. Εκείνη του ηλικιωμένου που δε πρόφτασε.
Εκείνη του νέου που δεν θα προφτάσει. Ανάμεσα στα δυό μοντέλλα που ορίζουν την αρχή και το τέλος, Ένα βουητό. Ούτε ψίθυρος, ούτε κραυγή. Ενα μονότονο βουητό…
Υπομονή κι αυτή κουτσή. Σουλατσάρει πάνω κάτω, μόνη της, αναβοσβήνει τα φανάρια στο δρόμο, ψιθυρίζει στο αυτί στους κουρασμένους διαβάτες.. «άλλη μια μέρα, άλλη μια μέρα…» Τι κάνουμε εδώ κάτω επί τέλους? Τι άλλο κάνουμε εκτός από το ν΄αναρωτιώμαστε? Τι άλλο εκτός από το να προσπαθουμε να ανακαλύψουμε σπουδαίους λόγους για να δικαιολογήσουμε το φαινομενικά παράλογο. Πανανθρώπινο είπαν κάποτε, και μια σπίθα ελπίδας έλαμψε πριν πέσει στη λούμπα. Παγκόσμιο λένε τώρα, κι οι ελπίδες όλες μοιάζουν να καταβροχθίζονται από ένα αύριο που ονειρεύεται να τα χάψει όλα μαζί και να τα εξαφανίσει σαν να μην υπήρξανε ποτέ. Οι τελευταίοι ονειροπόλοι δεν ονειρεύονται την ομορφιά του χαμένου παράδεισου ….Ονειρεύονται τη μοναξιά του. Εκείνη τη μοναξιά που βρίσκει διέξοδο στο να δίνει σάρκα στα πλάσματα της φαντασίας. Εκείνη την ιδιαιτερότητα του να φυσάς το χώμα και να πέρνει μορφή. Που τότε φαινόταν τόσο λίγη.. Τόσο απλό που έπαψες να του δίνεις σημασία. Σαν να μην πέρασε μια μέρα…
Αραγε ποιούς παράδεισους τωρινούς δεν μπορούμε να δούμε πάλι? Τι σημαντικό αγνοείς. Τι είναι αυτό που θάπρεπε να φυλάξεις σαν το πιο πολύτιμο θησαυρό και δεν τοχεις καν πλησιάσει. Ξέρεις? Οχι. Ξένοι. Οχι γυμνοί. Οχι αμαρτωλοί. Απλά στείροι. Χωρίς μνήμες. Σε ξένο τόπο. Τώρα ξένος. Αυριο θα γίνει κι αυτός ένας χαμένος παράδεισος. Ολη σου την ύπαρξη άνθρωπε βιαζόσουν να προηγηθείς τόσο που αφηνες πάντα στο σταθμό αυτά που στην ουσία είχες ανάγκη για να φτάσεις στο προορισμό σου. όση βιασύνη έφερε τόση άγνοια. Και γεύση από χάρτινες μέρες.

εγραψε το πιτσιρικι