Με όσο φεγγάρι έκλεψες

wpid-wp-1439157717265.jpeg

Φεγγαρόφωτη νύχτα στη σκιά μοναχικού δέντρου ψυχή που ταξιδεύει στις αναμνήσεις.  Αιώνια μήτρα που τον κρατάει παιδί για αμέτρητες στιγμές. Ο κόσμος στροβιλίζεται περιμένοντας το θαύμα

Σιωπηλός θεατής του ρυθμού του κόσμου κι αυτός. Ακίνητος στις καταιγίδες και τις αστραπές, αμίλητος στις παλίρροιες του πεπρωμένου.  Απαντήσεις που θα έρθουν λευκοντυμένοι άγγελοι,  όνειρα που θα γλιστρήσουν ανεπαίσθητα πλάι του.  Εύθραυστη κίνηση του νου, βλέμμα φευγαλέο στ” άστρα.

Κομήτης με ουρά φωτιάς η επιθυμία για ένα σώμα νωχελικό στην αγκαλιά  λίκνο του πόθου του. Θαυμάζει και χάνεται. Ήταν το θαύμα που περίμενε, Σαν κομμάτι από σπασμένο γυαλί, Σαν το τελευταίο γράμμα του αλφάβητου που περιμένει μάταια το επόμενο..

ηταν λάθος  χτύπημα στην πόρτα τα μεσάνυχτα..το σήμερα ειναι χωρίς αύριο σαν το κουράγιο του δειλου..Ειμαι Μόνος, τραγικός και όμορφος στο δρόμο που φτιάχνουν τα βήματά σου στην άμμο..

Κι η αγάπη μου μοναχική για να σε συντροφέψει …

Και τωρα μεσα στη νυχτα και στο αναμα του φεγγαριου προσπαθώ να βρω μερικές επικίνδυνες λέξεις για να σου χαρίσω. Σαν κι αυτές που εσύ, έραψες πάνω στην πληγή που χάραξες πρώτα, στο μυαλό μου. Ό,τι απόμεινε από σένα είναι πια κάτι ράμματα. Να πνίγουν μέσα τους, τις φλέβες μου. Τις σκέψεις μου.

Κι όλα τα αναπότρεπτα γιατί μου. Μιλούσες τόσο εκκωφαντικά εκείνη την τελευταία στιγμή που δεν μπορώ να την ξανακούσω. Γιατί παίζω ξανά και ξανά όλες τις πράξεις που μου χώρεσες. Με όση σιωπή προσέθεσες.

Με όσο φεγγάρι έκλεψες. Σαν λάστιχο με εκτίναξες χωρίς να υπολογιστεί το κόστος. Και δεν ξέρω πια, τι βρήκες τόσο δαπανηρό, ώστε να έπρεπε να με ταλαντώσεις έτσι, για να σωθείς. Σώθηκες, τουλάχιστον;

Και δεκατρία φεγγάρια μετά, σέρνομαι μέσα σε μια μνήμη που τελικά κανείς δεν μπόρεσε να αντέξει. Δεν θέλησε κιόλας. Κυλά πάνω στις πληγές μου, η αμετροέπεια της ζωής, που μπορεί ο καθένας. Και φαντάζει μέσα μου, ο καθένας τους τόσο, αποτρόπαιος. Νομίζει, ότι κάποιες λέξεις με στόμφο που θα ξεστομίσει και αφού τις βουτήξει και σε λίγη σιωπή, θα γίνουν ό,τι η μνήμη μου θέλει, για να ζήσει. Για να δοθεί.

Τι να δώσω όμως, όταν ξέρω το λίγο αυτής της δια-θέσης; Λες, να κουβάλησα τόση μνήμη σε τούτο το γαμημένο το μυαλό, για να δίνεται αφαιρετικά;

εγραψε το πιτσιρικι