οι πιο ωραίες ιστορίες θα ειπωθούν για μας όταν δεν θα ‘ναι πια κανείς να τις ακούσει.

wpid-wp-1440692391392.jpeg

Του είχε υποσχεθεί ότι θα του έγραφε ένα γράμμα…
Είχε πει ότι θα του έγραφε για τη ζωή τους, για τα χρόνια που είχαν περάσει μαζί μέχρι τώρα…
Δεν θα του έγραφε πράγματα που δεν του είχε πει…
Όμως, τώρα ήταν διαφορετικά τα πράγματα…
Έπρεπε να τα γράψει…
Ήταν της πεποίθησης, ότι τα μάτια μεταφέρουν αισθήματα με μεγαλύτερη ένταση απ’ ότι τα αυτιά…
Πίστευε, ότι τα μάτια οδηγούν κατευθείαν στην ψυχή, ενώ τα αυτιά κατευθείαν στο μυαλό…
Και την ενδιέφερε η ψυχή τώρα και όχι το μυαλό…
Το λευκό χαρτί μπροστά της φάνταζε πεδίο επικίνδυνο…
Η απεραντοσύνη του λευκού, σε σχέση με τα μαύρα σχήματα που όριζαν τα γράμματα, την καθιστούσε ευάλωτη…
Και δεν ήταν μόνο η αναλογία λευκού-μαύρου που την προβλημάτιζε…
Ήταν και αυτά που ήθελε να πει…
Δεν ήθελε να τον πληγώσει…
Δεν ήθελε να τον κάνει να νοιώσει άσχημα…
Τον αγαπούσε πολύ για να του δημιουργήσει τέτοια κατάσταση…
Ξεκίνησε να γράφει…
Πάνω δεξιά, τοποθέτησε την ημερομηνία…

Αθήνα, 25 Φεβρουαρίου 2007

Εύκολο αυτό…
Μετά η προσφώνηση, στην επόμενη γραμμή, αριστερά…
Και αυτό εύκολο…

Λατρεμένα γαλάζια μάτια μου

Έτσι τον φώναζε, έτσι τον χαρακτήριζε τις στιγμές που η ένταση του πάθους τους είχε περάσει και τα μάτια του ηρεμούσαν, επιστρέφοντας στο γλυκό τους γαλάζιο μετά το μαύρο απύθμενο που είχαν πάρει…
Εκείνο το μαύρο χρώμα, την φόβιζε…
Ένοιωθε ένα φόβο ήρεμο, ένα φόβο σίγουρο, ένα φόβο άφοβο…
Ένοιωθε σαν να έπεφτε σε μία φουρτουνιασμένη θάλασσα, χωρίς να ξέρει κολύμπι, χωρίς όμως να κινδυνεύει να πνιγεί…
Θυμήθηκε την πρώτη φορά που τα είχε δει έτσι…
Τότε, της είχε ζητήσει να του απαντήσει αν έχει γνωρίσει κάποιον να την κοιτάζει με τόση τρέλα…
Από εκείνη την πρώτη φορά, αυτή η τρέλα δεν είχε περάσει, αλλά αυτή δεν την είχε συνηθίσει…
Έτσι θα ξεκινούσε λοιπόν…
Και θα του έγραφε για την αίσθηση και τον φόβο της…
Δεν του το είχε πει ποτέ, οπότε ευκαιρία να μιλήσει γι’ αυτό…
Μέχρι εδώ, όλα καλά…
Τώρα, τι λένε τώρα;;;
Πως συνεχίζουν;;;
Μια καλή συνέχεια θα ήταν να του έγραφε την πορεία τους από την πρώτη στιγμή που γνωρίστηκαν, σε κείνο το καφέ δίπλα στον Αγ. Διονύσιο στο Κολωνάκι…

Παιδεύτηκα πολύ να βρω τρόπο να ξεκινήσω το γράμμα μου. Ήμουν αναποφάσιστη και άτολμη, όπως τότε, την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε. Θυμάσαι; Σε κείνο το καφέ δίπλα από τον Αγ. Διονύσιο, στο Κολωνάκι. Εσύ πήγαινες συχνά. Πάντα σου άρεσε το Κολωνάκι. Για μένα ήταν η πρώτη φορά. Ότι είχα τελειώσει το μάθημα στο Φροντιστήριο Ισπανικών που πήγαινα και βρέθηκα εκεί με φίλες για καφέ. Με κοίταζες συνέχεια. Ένοιωθα το βλέμμα σου επάνω μου, βαρύ και σταθερό, να ψάχνει να αντικρίσει τα μάτια μου. Και όταν το κατάφερνε, ένοιωθα το παιχνίδι σου με το μυαλό μου. Κοκκίνιζα. Το είχες καταλάβει, όπως μου είπες μετά από καιρό. Χωρίς να το καταλάβω, είχες πληρώσει τον καφέ μου. Η κίνησή σου, μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Δεν μπορούσα να μην σ’ ευχαριστήσω. Ανταλλάξαμε χειραψίες και ονόματα. Ανταλλάξαμε θερμότητα και θέρμη. Το δικό μου χέρι έτρεμε, το δικό σου σίγουρο και απαιτητικό. Ίδιον των χαρακτήρων μας.

Της άρεσε το γραπτό της…
Της έβγαινε τόσο εύκολα, τόσο στρωτά…
Και σίγουρα ήταν, μιας και μιλούσε για αγαπημένες στιγμές της…
Στιγμές μαζί του, στιγμές πρωτόγνωρες για εκείνη…

Δεν αργήσαμε να γίνουμε ζευγάρι. Μου έδειχνες ένα κόσμο όμορφο. Ένα κόσμο ‘δικό’ μου. Βγαλμένο μέσα από τις προσδοκίες και τα όνειρά μου. Πάντα ευγενικός, πάντα καλόβολος, πάντα πρόθυμος, πάντα εσύ. Πίστεψα σε σένα γρήγορα. Και δεν έπεσα έξω. Δεν με απογοήτευσες. Ένοιωθα, λες και ζούσα τον μύθο μου. Και, πραγματικά τον ζούσα. Και έκανες τα πάντα για να τον ζήσω.
Κάναμε όνειρα, δίναμε υποσχέσεις. Υπήρχε ειλικρίνεια, υπήρχε κατανόηση, υπήρχε αγάπη.
Σου δόθηκα και μου δόθηκες. Σαν από πάντα μαζί. Σαν από πάντα ένα.
Παντρευτήκαμε, φτιάξαμε το σπίτι μας, φτιάξαμε την οικογένειά μας. Αν και δεν καταφέραμε να κάνουμε παιδί, ποτέ δεν μπήκε ανάμεσά μας. Ποτέ δεν με κοίταξες με μάτια διαφορετικά. Ποτέ δεν με χάιδεψες με μικρότερη ένταση. Ποτέ δεν με έκανες δική σου με λιγότερο πάθος. Πάντα αυξητικά, πάντα δικά σου, πάντα για μένα. Μας ζήλευαν και δεν τους ζηλεύαμε.
Δεν είναι ότι δεν μας βρήκαν παράξενες και δύσκολες καταστάσεις. Δεν είναι ότι δεν μας βρήκαν αντίπαλοι μεγαλύτεροι και δυνατότεροι από εμάς. Δεν είναι ότι δεν παλέψαμε. Δεν βγήκαμε πάντα νικητές. Μα, ακόμα και στην ήττα μας, ήμασταν μαζί. Ήμασταν ένα. Ανάμεσά μας, δεν υπήρχε χώρος για κάτι άλλο. Γεμίζαμε μόνοι μας την απόσταση ανάμεσά μας. Γέμιζε ο ένας τον άλλο.

Το συναίσθημα πληρότητας την καταλάμβανε οριστικά…
Ο ειρμός των σκέψεών της δημιουργούσε κύμα ευφορίας μέσα της…
Συνέχιζε ακάθεκτη…

Και τα χρόνια περνούσαν. Και τα χρόνια κυλούσαν. Μέσα στην στοργή και στην αφοσίωση. Μαζί. Ενωμένοι.
Καλέ μου, σου γράφω πράγματα που σου τα έχω πει. Σου γράφω πράγματα που ήθελα να τα έχεις γραμμένα. Αποτυπωμένα σε μία κόλα χαρτί. Μία δική μου διαθήκη, μία δική μου παρακαταθήκη στα χρόνια που θα έρθουν. Ένα μνημείο της αγάπης μου για σένα. Ένα μνημείο της αγάπης σου για μένα. Πως εγώ την εισέπραξα. Πως εγώ την ένοιωσα όλα αυτά τα χρόνια.
Ήθελα να γράψω ένα μεγάλο ‘ευχαριστώ’ γι’ αυτό που με έκανες να νοιώσω. Γι’ αυτό που με έκανες να ζήσω. Την απόλυτη αγάπη, το απόλυτο δόσιμο.
Σ’ ευχαριστώ λατρεμένε μου.
Σ’ ευχαριστώ έρωτά μου.

Ξαναδιάβασε το κείμενο που είχε γράψει…
Έκλαψε…
Έπρεπε να το κλείσει…

Η γυναίκα που της έδωσες νόημα στη ζωή της.
Η γυναίκα σου.

Το δίπλωσε και το έβαλε σε ένα φάκελο…
Απέξω, έγραψε με μεγάλα, καλλιγραφικά γράμματα:

Στο πολυτιμότερο της ζωής μου

Και έκλεισε τον φάκελο…
Έβαλε τον φάκελο στην τσάντα της και φόρεσε το παλτό της…
Βγήκε από το σπίτι και κατέβηκε στο αυτοκίνητο…
Θα πήγαινε να του το δώσει τώρα, αυτή τη στιγμή…
Δεν άργησε να φτάσει στο νεκροταφείο της περιοχής τους…
Ο τάφος που ήταν θαμμένος, δεν ήταν σε μεγάλη απόσταση από την είσοδο…
Άνοιξε το παράθυρο και τοποθέτησε το γράμμα πίσω από την φωτογραφία του…
Της φάνηκε ότι της γελούσε περισσότερο…
Έπεσε πάνω στο μνήμα και έκλαψε γοερά…

http://yiorgosbs.wordpress.com      http://pitsirikidotnet.gr