ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ Οι νεκροί περιμένουν…

wpid-wp-1458239240076.jpeg

Η ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ κίνησε κι απλώθηκε σ’ ολόκληρη την έκταση της Ελλάδας, σαν το ποτάμι που ξεχείλισε κι έχασε τη στράτα του, σαν το πεινασμένο κοπάδι που αναζητάει βοσκή. Οι καταυλισμοί και οι περιμαντρωμένοι χώροι δεν τη χωρούσαν πια και δεν την κρατούσαν.
Ενάμισι εκατομμύριο πεινασμένα στόματα… Ενάμισι εκατομμύριο φτηνά χέρια… Ενάμισι εκατομμύριο διψασμένοι άνθρωποι για δουλειά, για γαλήνη, για ελπίδα τριγυρνούσαν στους δρόμους της Ελλάδας με τα χέρια στις τσέπες τής ανέχειας.
Έβγαζε ο πρόσφυγας τη ζωή του στον πλειστηριασμό της φτήνειας, όσο όσο. Για ένα ξεροκόμματο στο εργοστάσιο. Για μια χούφτα καλαμπόκι στα χωράφια.

Κι η ντόπια φτωχολογιά σκιάχτηκε. Σκιάχτηκε ο εργάτης το φτηνό μεροκάματο του συναγωνισμού και την αναδουλειά. Σκιάχτηκε ο αγρότης, γιατί του είπανε πως ο πρόσφυγας θα ‘παιρνε εκκλησιαστικά χτήματα κι απαλλοτριωμένη γης για να την κάνει, κατά πως λέγανε, κεντίδι λαχταριστό! Η έχθρητα ξεμύτισε. Μα απ’ όλη αυτή τη σύγχυση τ’ αφεντικά βγήκαν κερδισμένα, γιατί δε ματαγίνονται εύκολα τέτοιες ευκαιρίες

Γέμισαν οι πολιτείες άνεργους κι η ύπαιθρος παρακεντέδες. Ξεχέρσωναν την άγονη γη. Κρακ κρακ το χαλίκι. Πέτρα να δει το μάτι σου! Οι παλάμες δε νιωθαν πια την αφράτη γυναίκα και χάδι παιδιού δε χόρταιναν.
Κι ήταν κι άλλες χιλιάδες που τράβηξαν κατά τα έλη, ατέλειωτα έλη και μιλιούνια κουνούπια. Είχαν γενεί οι άνθρωποι σαν την κίτρινη φυλή. Σωστοί κούληδες. Και τα «εγγειοβελτιωτικά έργα και η αποξήρανσις των ελών» κουδούνιζαν σε κάθε εκλογική περίοδο, το ίδιο κούφια κι άκαρπα, όπως και η «αστική αποκατάστασις των προσφύγων». Κι έμενε στυφή η ανάμνηση τους πάνω στις πρησμένες σπλήνες των παιδιών.
Μα η προσφυγιά σφηνώθηκε πάνω στη γη της Ελλάδας κι άρχισε να μαλάζεται με τη ζωή της και να χαράζει αποφασιστικά την εξέλιξη της. Είδε κι έπαθε να απαλλαγεί ο πρόσφυγας απ’ το λαχταριστό όνειρο του γυρισμού. Κι όταν το ξερίζωσε απ’ την ψυχή του, τότε, η μοναξιά κι η κακομοιριά, κι η ανάμνηση του χαμένου παράδεισου, κι η ανάμνηση της νικημένης ραγιαδοσύνης και της πολεμικής αντάρας, όλα έσμιξαν σιγά σιγά κι έγιναν αποφασιστικότητα για δράση, για μια καλύτερη, ανθρωπινότερη ζωή. Κι έγιναν οι πρόσφυγες και οι συνοικισμοί τους μια καινούργια ανανεωτική δύναμη για την Ελλάδα: Προζύμι της προκοπής.
Κάποιοι τη νιώσαν αυτή την αλλαγή, της δώσανε συνείδηση και χρώμα και τη μεταδώσανε και στους άλλους. Δέσανε κόμπο τη δυστυχία τους με του πλαϊνού τους, όποιος κι αν ήταν, πρόσφυγας ή ντόπιος, κι από το τριμμένο αυτό το νήμα άρχισαν να πλέκουν τις νέες ελπίδες τους, μαζί μ’ ολόκληρο τον ελληνικό λαό.
Τέντωσαν τ’ αυτί τους και το ‘μαθαν ν’ αφουγκράζεται όλες τις καρδιές! Κι ένιωσαν τότε μια ξαφνική, πρωτόγνωρη δύναμη. Ο πρόσφυγας δεν ήταν μόνος με τη μοίρα του να κλαίει- ήταν πολλοί. Ήταν ο ελληνικός λαός.
Οι δουλειές του θείου Γιάγκου όλο και πήγαιναν με τ’ απάνω. Στο εργοστάσιο δούλευαν τώρα μέρα και νύχτα βάρδιες. Διακόσοι εργάτες πάσχιζαν να φέρουν γύρα τις καινούργιες μηχανές που φτάνανε απ’ τις Ευρώπες. Οι μαστόροι παραπονιόνταν: Λίγα τα χέρια και δεν την άντεχαν την τόση κούραση. Μα ο θείος Γιάγκος τους αποκρινόταν κοφτά, ν’ αφήσουν στην άκρη τα οχτάωρα και τις ανταρσίες και να δουλεύουν με ψυχή, γιατί αλλιώς προκοπή δε θα ‘βλεπαν και θα ‘χαναν το ψωμί τους.

—  Να βλογάτε την ώρα που βρέθηκα στη στράτα σας και ζήσατε κι ελόου σας, τους έλεγε. Αλλιώς, κακομοίρηδες, θα διακονεύατε, όπως τόσοι και τόσοι πρόσφυγες.
Κι ύστερα χτύπαγε τους πιο ζόρικους προστατευτικά στον ώμο:
—    Άιντε, παιδιά μου, κουράγιο! Θα κουραστούμε όλοι στην αρχή. Μα δουλειά δε θα μας λείψει. Θα το στεργιώσουμε το εργοστάσιο, θα τ’ αγαπήσουμε και θα το φροντίσουμε σαν πρωτοπαίδι μας. Θαν το κάνουμε το πρώτο μέσα στα πρώτα. Θα δείξουμε μεις στους ντόπιους τι μπορούν να φτιάξουν οι πρόσφυγες. Κι όταν θα’ ρθει η ώρα, εγώ, μόνος μου, θε να σας αμείψω κατά τον κόπο σας. Και πού ξέρετε; Ο Θεός είναι μεγάλος, μπορεί μια μέρα και να γυρίσουμε στα μέρη μας! Γι’ αυτό πασχίζουμε όλοι μας.

Ο θείος Γιάγκος είχε διαλέξει με πολλή προσοχή το εργατικό προσωπικό του. Προτιμούσε τους πολύ αναγκεμένους ή κείνους που ήταν νοικοκυραίοι στον τόπο τους, φρόνιμοι, συνετοί και θεοφοβούμενοι και δεν ήταν ακουστό πως γούσταραν τους συνδικαλισμούς και τις ανταρσίες των συνοικισμών. «Αυτοί — έλεγε — που σέβονται ακόμα τ’ αφεντικά τους και ξέρουν να ξεχωρίζουν ποια είναι η δική τους θέση…»
Κι έπαιρνε και δυο και τρία πρόσωπα απ’ την ίδια φαμελιά, έτσι που να προσθέτει τα μεροκάματα και να τους λέει:
—  Εσείς βγάζετε περισσότερα κι από μένα κι έχετε παράπονο; Εγώ που βάζω τα κεφάλαια τι απολαμβάνω; Φόρους, πίκρες, αγωνίες, ζημιές. Και τζάμπα η προσωπική μου εργασία, μάλιστα, τζάμπα. Και με βλέπετε δα αν δουλεύω! Σα, σκλάβος!
Ο θείος Γιάγκος για ένα διάστημα προσπάθησε να κρατήσει τις παλιές ανατολίτικες συνήθειες. Ήθελε τον εργάτη παραγιό. Ν’ ανακατεύεται τ’ αφεντικό στη ζωή του. Να τον παντρεύει, να του βαφτίζει κανένα παιδί. Και να ‘ρχεται και κάποτε η φαμελιά τ’ αφεντικού στο εργοστάσιο, με τραταμέντα, ταψιά γλυκά και μεζέδες. Έτσι, ο θείος Γιάγκος είχε αποχτήσει πολλούς πιστούς κι αφοσιωμένους εργάτες, που δεν αναγκαζόταν και να τους πλερώνει μεγαλύτερα μεροκάματα για να τον υπηρετούνε με ψυχή. Οι νοικοκυραίοι αυτοί, που νόμιζαν πως ήταν προσωρινοί εργάτες, τον σεγκοντάριζαν.
—  Δικός μας είναι, έλεγαν πρόσφυγας. Καλή πάστα. Μη δίνετε προσοχή σ’ αυτουνούς που μας ξεσηκώνουν με ψευτιές για λιγότερη δουλειά και μεγαλύτερα μεροκάματα. Αυτοί ‘ναι βαλτοί απ’ τους ντόπιους επιχειρηματίες. Πρέπει να το χωνέψει το τσερβέλο μας: Αν κάνει χαΐρι τ’ αφεντικό, θα δούμε κι ελογου μας χαίρι. Αλλιώτικα!…
Ο συνέταιρος του θείου μου, ο κύριος Πολιτίδης, δεν έκρυβε τον ενθουσιασμό του.
—  Γιάγκο μου, είσαι αμίμητος, άφθαστος! Εγώ ποτέ δε θα κατάφερνα μια τέτοια αδελφική συνεργασία με τους εργάτες μου.
Ο θείος τότε γελούσε μ’ ένα μικρό, στεγνό, ξώφαλτσο γέλιο και του απαντούσε:
—  Την ξέρω καλά τη γλώσσα τους και τη νοοτροπία τους, γιατί κι εγώ από εργάτης άρχισα κι εργάτης θα μείνω σ’ ολόκληρη τη ζωή μου.
Αυτή η εξομοίωση, η έστω και θεωρητική, δεν άρεσε καθόλου στον κύριο Πολιτίδη. Ο Γιάγκος Σιτζάνογλου δεν ήταν πια ένας άσημος ανθρωπάκος, ένας επιχειρηματίας του Αϊντινιού. Ήταν πρώτος μέσα στους πρώτους της Αθήνας. Είχε τεράστια επιχείρηση. Τον πρόσεχαν οι ισχυροί. Τον προσκυνούσαν οι φουκαράδες. Δεν μπορούσε να ζει στην αφάνεια όπως πριν. Του χρειαζόταν γνωριμίες τρανές, σχέσεις πολιτικές, μέγαρα για δεξιώσεις, θόρυβος γύρω απ’ τ’ όνομα του.
—  Ακόμα και στην πολιτική πρέπει ν’ ανακατευθούμε, έλεγε ο κύριος Πολιτίδης – που η αδερφή του, η Τζένη, είχε παντρευτεί μ’ ένα γιατρό, άλλοτε υπουργό. Κάποιο Κόμμα πρέπει να υπολογίζει και στη δική μας οικονομική ενίσχυση. Στην Ελλάδα, αγαπητέ Γιάγκο, χωρίς φίλους πολιτικούς δε γίνεται τίποτα.
—  Αυτά είναι που σιχαίνομαι εγώ — έλεγε με δέος ο θείος Γιάγκος — και θέλω να βρεθεί εκείνος ο ένας, ο δυνατός άντρας, που θα τα σαρώσει και θα κυβερνήσει με πυγμή.
—  Σύμφωνοι, σύμφωνοι, απαντούσε ο κύριος Πολιτίδης. Μ’ αυτό όμως δε θα πει πως εσύ πρέπει να κάθεσαι σε φτωχογειτονιές, να κάνεις παρέα με ανθρωπάκια κατώτερα σου, και να σε βλέπουν να κυκλοφορείς στα τραμ με τη σακούλα του νοικοκύρη γεμάτη ψώνια. Σου χρειάζεται άλλη ζωή: Μια βίλα, μια κούρσα, λίγες απαραίτητες δεξιώσεις, λίγος δημοσιογραφικός θόρυβος.
–  Α, όχι! έκανε τρομοκρατημένος ο θείος Γιάγκος. Δεν είμαι εγώ γι’ αυτές τις δουλειές. Αρκετές είναι οι σκοτούρες μου. Δίνε τες εσύ τις δεξιώσεις και χρέωνε μ’ ένα κονδύλι την Εταιρία. Όσο για σπίτι, βέβαια, αυτό το έχω υπόψη μου κι εγώ- πρέπει ν’ αγοράσω ένα καλό σπίτι.
Και πραγματικά, μήνες και μήνες όργωνε η θεία Ερμιόνη την Αθήνα και τα περίχωρα της, για ν’ ανακαλύψει το κατάλληλο σπίτι που ζητούσε ν’ αγοράσει ο θείος Γιάγκος.
–  Πρόσεξε με! της έλεγε, μεγαλεία δε θέλω, γιατί τα βλέπουν κι οι εργάτες και με το δίκιο τους γκρινιάζουνε. Να είναι ένα σπίτι διώροφο, ευπαρουσίαστο, με τον κηπάκο στο πίσω μέρος, για να ξαπλώνω ν’ ανακτώ τις δυνάμεις μου.
Όταν η θεία Ερμιόνη πετύχαινε κάτι καλό, εκείνος δίσταζε
–  Τι να σου πω, βρε γυναίκα! της έλεγε, η αγορά των ακινήτων είναι μεγάλη ζημιά για τον επιχειρηματία. Σκλαβώνεις ζωντανό κεφάλαιο και το νεκρώνεις. Άσε τουλάχιστο να βρούμε κάτι που να είναι εξαιρετική ευκαιρία.
–  Τι μ’ έχεις τότε και βασανίζομαι! παραπονιόταν εκείνη. Ποτέ σου δεν το αγάπησες το ωραίο. Ποτέ σου δεν ένιωσες την ανάγκη για λίγη άνεση. Πάρε την απόφαση και ξέγραψε, τέλος πάντων, ένα ποσό. Πες πως δεν τα είχες αυτά τα λεφτά κι αποφάσισε να τελειώνουμε.
Οι σκηνές συνεχίστηκαν, όπως κι οι έρευνες. Κάποτε βρέθηκε το «κελεπούρι» που αναζητούσε ο θείος Γιάγκος. Ένας δυστυχισμένος άνθρωπος που είχε χάσει τη γυναίκα του και το παιδί του, μέσα στον ίδιο χρόνο, μίσησε το σπίτι του στο Ψυχικό κι ήθελε να το ξεκάνει όσα όσα, για να φύγει στο εξωτερικό. Ο θείος Γιάγκος δεν καταλάβαινε, καθόλου, την «ανόητη» αισθηματολογία του ανθρώπου εκείνου. Κατάλαβε όμως πως δεύτερη τέτοια ευκαιρία δε θα του τύχαινε. Κι έκλεισε αμέσως τη συμφωνία. Έβαλε όμως κι έναν όρο στη γυναίκα του:
—  θα πάρουμε μαζί μας, της είπε, και τον ανεψιό μου τον Τρύφωνα, για να μην πληρώνουμε και για δαύτον μια περιουσία να τον έχουμε εσωτερικό στο Κολέγιο. Έτσι, θα βγει ο τόκος των χρημάτων μας.
Ο Τρύφωνας ήρθε κι εγκαταστάθηκε στο καλύτερο δωμάτιο του σπιτιού. Έφερνε συχνά και τους συμμαθητές του και πολλά κορίτσια, και χόρευαν, πίνανε κοκτέιλ, μιλούσαν για ηθοποιούς, για ταξίδια και έρωτες.
Ο θείος Γιάγκος γινότανε τότε πυρ και μανία. Κλειδωνότανε στο δωμάτιο του και ξεθύμαινε πάνω στη γυναίκα του.
—  Τι θα μας γίνει ο κανακάρης μας, φώναζε, μαμόθρεφτος, ντιντής; Εμείς δουλέψαμε σκληρά για να τ’ αποχτήσουμε τα λεφτά. Δεν τα βρήκαμε στο δρόμο για να τα σπαταλάει ασυλλόγιστα η αφεντιά του.
Η θεία Ερμιόνη τον μαλάκωνε.
—  Νέος είναι, Γιάγκο μου. Τι θες να ζει σαν κι εμάς; Ύστερα για ποιο σκοπό μοχθήσατε κι εσύ κι ο πατέρας του; Για να ζήσουν και τούτα τα παιδιά μια καλύτερη και πιο άνετη ζωή. Τι θα τα κάνετε μήπως τα λεφτά, θα τα πάρετε μαζί σας; Όσα κι αν σπαταλήσει, κι αυτός και τα παιδιά του και τα εγγόνια του, θα μείνουν στην οικογένεια Σιτζάνογλου αρκετά, μην ανησυχείς.
—  Αυτά να λες κι εσύ και να δούμε πού θα βρούμε την άκρη, απαντούσε εκνευρισμένος ο θειος Γιαγκος. Το χρήμα, αν δεν το προστατέψεις και δεν το αυξήσεις, σ’ αφήνει και πάει αλλού, στον ισχυρότερο. Γι’ αυτό με βλέπεις εμένα ν’ αγωνίζομαι. Άλλωστε το παράδειγμα του Βασιλάκη θα ‘πρεπε να σε συνετίσει.
Η θεία  Ερμιόνη  τότε  σώπαινε  και  μελαγχολούσε.   Την έτρωγε το σαράκι του πατέρα μου, κι έκανε πολλές προσπάθειες να πείσει τον άντρα της να τον πάρει στη δουλειά του ή, τουλάχιστο, να τον βοηθήσει οικονομικά ν’ ανοίξει μια δική του δουλίτσα.

—  Μάταιο, μάταιο, έλεγε ο θείος Γιάγκος. Χαμένα, χαραμισμένα λεφτά. Στα χάλια που κατάντησε, δεν μπορεί πια να τον σώσει τίποτα. Θα μας ρεζιλέψει κι εμάς. Οι σπατάλες του τον φάγανε…
Δεν ξέρω αν στ’ αλήθεια πίστευε η θεία Ερμιόνη, πως οι σπατάλες τον φάγανε τον πατέρα μου. Μα είχε γαντζωθεί απ’ αυτό το επιχείρημα κι έριχνε πολλά φταιξίματα στη μητέρα μου κι όλο μου ‘λεγε:
—  Αν δε σ’ αφήνω να πηγαίνεις συχνά είναι, γιατί δε θέλω να τους έχεις για πρότυπο σου.
Μα, ύστερα, όταν μ’ έβλεπε να πονώ και να πικραίνομαι, στεναχωριόταν και η ίδια και μου ‘λεγε:
—  θαρρείς πως κι εγώ δεν υποφέρω να τους βλέπω έτσι; Βράδυ ήσυχο δεν έχω δει. Μα τι να τους κάνω; Τι να τους κάνω!
Και μου ‘δινε τις μεγάλες μέρες και τις γιορτάδες τα χαρτζιλίκια της να τα πηγαίνω στη μητέρα. Και σύναζε κι έστελνε κι όλα τα παλιά ρούχα και τα φθαρμένα σεντόνια. Και πλέρωνε πού και πού και το σχολειό της Νιόβης, γιατί έλεγε «τ’ αξίζει τα γράμματα αυτό το παιδί, τ’ αξίζει». Και προσπαθούσε να μεγαλώνει τα προτερήματα της, όταν τ’ αράδιαζε στο θείο Γιάγκο, όπως έκανε άλλοτε η γιαγιά μου για μένα. Όταν μάλιστα τον έβρισκε στα καλά του, τον ρωτούσε:
—  Να το παίρναμε και τού’το το παιδί, Γιάγκο, κοντά μας; Τι λες;
—  Ε, όχι, βρε γυναίκα! απαντούσε κείνος. Τι θα το κάνουμε το σπίτι μας, οικοτροφείο; Πάλι όμως… αν εσύ το θέλεις, πάρε το.
Μα η μητέρα σαν το άκουσε εξαγριώθηκε και είπε:
—  Ευχαριστούμε, ευχαριστούμε πολύ. Μα άλλη τέτοια «βοήθεια» δεν θα την αντέξει η καρδιά μου. Μου φτάνει ο καημός της Αλίκης.

Διδώ Σωτηρίου, οι νεκροί περιμένουν [έκδοση Realnews, 2014, σελίδες 204-210].

image

https://bluebig.wordpress.com/2016/03/17/