Γκρεμίζουμε τα αγάλματα των θεών από την αγορά

wpid-wp-1465969864965.jpeg

Δεν τους χρειαζόμαστε πια τους θεούς που μας συντρόφεψαν. Κυνηγημένοι φεύγουν από την αγορά, άλλοι κρυφά μέσα στις νύχτες κι άλλοι κάτω απ’ το φως του ήλιου -ορφανός πια κι αυτός από θεό- με στάχτες στα μαλλιά και δάκρυα στα μάτια.

Βάρβαροι κατέκλυσαν την αγορά, με φανταχτερά δαχτυλίδια στα δάχτυλα και ρόπαλα στα χέρια, με μεγάλες μπάκες χορτασμένες κι εν τω άμα αχόρταγες, με στριγγές φωνές που χαχανίζουν διαταγές και κακαρίζουν κορακίστικα – υπήκοοι εμείς υπάκουα εκτελούμε

και τις διαταγές και τον εαυτόν μας.

Παραδέχθηκε την ήττα ο Παπανδρέου, παραδέχθηκε την ήττα ο Σαμαράς, παραδέχθηκε την ήττα ο Τσίπρας και τώρα αυτή η θλιβερή τρόικα, μια τριανδρία της ελεεινής μορφής, οι τοποτηρητές των βαρβάρων, διώχνει τους θεούς από την πόλη, δεν χρειαζόμαστε πια θεούς-θεσμούς αλλά σμπίρους και τζουτζέδες στα πάνελ και τη Βουλή – να μας

αδειάζει τη γωνιά ο Δίας. Συντρίμμια το Σύνταγμα και για ιδιωτικοποίηση οι κεραυνοί του. Δεν είναι πια ο καιρός του Ορκιου Διός, αλλά του Κωλοτούμπα Χατζατζάρη. Στον Πειραιά τα κοίλα πλοία της Cosco φορτώνουν κομμένα κεφάλια από τα αγάλματα του θεού για να τα πάνε στη Μάλτα στο παζάρι, και από κει, όσα φθάνουν, να κοσμήσουν τις βίλες των Δυναστών στη Δύση, στο Βερολίνο και στο Παρίσι – τι θα ήταν η Ευρώπη χωρίς τον ελληνικό πολιτισμό;

Στο καλό, πατέρα των θεών, κι εσύ, μάνα Ηρα, στο καλό. Τι να απομείνεις να κάνεις εδώ; να σκέπεις τη θλίψη των γυναικών; Εδώ πια άρχουν η μελαγχολία και η αγωνία, η δυσπραγία στα σπίτια και η αγριότητα στους δρόμους. Δεν έχει πια Τρώες να αγαπάς, εμείς, ράκη και σκιές, φορτώνουμε στα κάρα και τα καρότσια πεσμένους αγγέλους. Και τους παραχώνουμε όπου βρούμε. Φύγε κι εσύ, μακριά απ’ το μίασμα των σβησμένων ονείρων.

Αχρηστος μας είναι πια και ο τρομερός Ποσειδώνας – «δεν έχει σύνορα η θάλασσα» και στα πελάγη που πνίγονται πρόσφυγες και προσφυγάκια, δεν υπάρχουν ύδατα για Νηρηίδες, ούτε η Γοργόνα έχει λόγο πια για να ρωτάει αν ζουν οι καρδιές μας. Κύκλωπες εκλήθησαν να διαφεντέψουν το Αρχιπέλαγος, να μοιράσουν σύνορα και να κουμαντάρουν τύχες.

Και συ, Αθηνά, φύγε, ακολούθα τα παιδιά που φεύγουν στη ξένη, επιστήμονες κι εργάτες, τεχνίτες, πολυμήχανοι Ελληνες στις τέσσερις άκρες του ορίζοντα και στους πέντε δρόμους, άλλοι θα χαθούν, άλλοι θα προκόψουν, άλλοι γέροντες θα επιστρέψουν για να τελευτήσουν εδώ στη μάνα γη, γη λεηλατημένη, κι άλλοι θα μας στείλουν πίσω μια μαύρη πέτρα,

μία-μία σε σωρό να τις στήνουμε, όπως τα αναθέματα. Να φύγει η θεά της σοφίας, η πρόμαχος του λόγου, άλλη γλώσσα μιλά, γλώσσα νεκρή. Να φύγει να μας αδειάζει τη γωνιά, νέοι θεοί καταφθάνουν στην αγορά και πιάνουνε τα πόστα, η θεά της Μικροεργασίας, ο Ευέλικτος και ο Οσφυοκάμπτης και πάνω απ’ όλους ο θεός της

Δίκαιης Ανάπτυξης, φτυστός ο Σόιμπλε! Υψώστε τον πάνω στην Ακρόπολη, περιστοιχισμένον από τη Φρουρά του Προτεκτοράτου, χθόνιον, υποχθόνιον και φιδόμορφον – σε ευχαριστούμε, εμείς οι άνεργοι και τα κλειστά μαγαζιά, για τον Κόφτη, για το Υπερταμείο, για τα 99 χρόνια της φροντίδας και της στοργής σου.

Ο Ερμής έφυγε νύχτα. Τελευταία φορά στάθηκε σε ένα μαγαζάκι που πουλούσε μέλια εκλεκτά. Δυόμισι χιλιάδες ευρώ ζημιά το μαγαζί, οχτώ χιλιάδες ευρώ ο φόρος της χρονιάς, έφυγε ο Ερμής, ντύθηκε το πέπλο της νύχτας κι έγινε ο φτεροπόδαρος άφαντος. Καλύτερα να κλέβει γίδια στον Καύκασο ο θεός, παρά να θυσιάσει στην τρέλα και την αφροσύνη. Κοντά του κι ο Αρης. Του ζήτησαν να πάει γενίτσαρος,

να πιει τον λωτό μέσα του ο Ρήγας και ο Παπαφλέσσας, να τον λοβοτομήσουν οι τόκοι – στον Αδη να πάει, εκεί που πάει κι ο πλούτος αυτής της γης, τα κόπια της Δήμητρας. Το σταφύλι και το λάδι, τα βότανα και τα ψάρια, όλα να είναι πλούτος του Πλούτωνα, μόνον ο Αδης δεν φεύγει απ’ αυτή τη γη, απ’ αυτόν τον ολόμαυρο τόπο των μνημονίων. Σκίσε τα ρούχα σου, υφάντρα Δήμητρα, έρχεται η ανάπτυξη! σαν τις μέλισσες θα δουλεύουν οι άνθρωποι για τους κηφήνες! δεν έχει κράτος στο έχειν του ο γεωργός, ένας μεζές

είναι για τη λάμια και τη βδέλλα. Φύγε απ’ τα χωριά, θεά, όπως έφυγε και ο Ηφαιστος απ’ τα μηχανουργεία, δεν έχει πια αμόνι να βαράει το σφυρί του, δεν είμαστε εμείς για να λυγίζουμε το ατσάλι, είμαστε για να λυγίζουμε τον σβέρκο, «δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς».

Αλυσοδεμένα ναυπηγεία και σβησμένες τσιμινιέρες, χορταριασμένες ράγες και φορτηγά που λιμοκτονούν με μεροκάματα του τρόμου, ο Προμηθέας μια τοιχογραφία που αργοσβήνει σαν παλιοκαιρινή επιγραφή ξεχασμένων συνεργείων.

Φεύγουν οι θεοί, δεν έχει πια Μούσες ο τόπος, και η Εστία από σπίτι σε σπίτι χάνει τον λογαριασμό της φτώχειας, της ανημπόριας, της απελπισίας. Πεινούν παιδιά, αυτοκτονούν άνθρωποι – σπανίως μιλάμε για αυτά, τα απωθούμε· άλλοι, οι πιο στεγνοί (αλλά και ανυποψίαστοι) σου λένε «πάλι καλά, εγώ αντέχω ακόμα». Και η Εστία αποστρέφει το πρόσωπο, διότι γνωρίζει τι γίνεται στα σπίτια, όταν καίγεται το διπλανό.

Με συγχυσμένες τις φρένες, όταν η Αριστερά πράττει όπως η Δεξιά, όταν το ψέμα και η προπαγάνδα στήνουν χωσιά στο μυαλό σου, ούτε Απόλλωνας, ούτε Διόνυσος, ούτε Αφροδίτη, ούτε Αρτεμις έχουν θέση στη ζωή σου. Τι να πρωτοσώσουν; πόσα «κρυμμένα τιμαλφή και πόσες φωλιές νερού» να γλιτώσουν

από το υπερταμείο; Και τι νόημα έχει να μην παραδέχονται την ήττα οι θεοί, όταν τους ανθρώπους κυβερνούν οι αργυραμοιβοί; Γραμμένον τον έχει τον μυροβλύτη Απόλλωνα ο αρουραίος που σε έχει τυλίξει σε μια κόλλα τροπολογίες. Για αυτόν η Αρτεμις και η Αφροδίτη είναι λιμάνια που μπορεί να πουλήσει, ο Ασκληπιός ένας μαλάκας που ζαλίζει τα μέζεα του Πολάκη, η Αρτεμις κοκορέτσι στο πιάτο της Μέρκελ, που της αρέσουν τα ελληνικά φαγητά. Η χώρα επωλήθη επιπλωμένη με τους ανθρώπους της, ο Απόλλωνας μια σκοτούρα είναι, ποιο γνώθι σαυτόν; Τι να μάθεις; Οτι έγινες ξανά ραγιάς; Και θες χρησμό για να το δεις ή λόγο λοξό για να ανακαλύψεις το παράλογο;

Φεύγουν οι θεοί – η ερημία του πλήθους γύρω μας το μαρτυρά, ερημία από ελπίδα, από σχέδιο, από ευπρέπεια, από σθένος, φεύγουν οι θεοί κυνηγημένοι από τους άχρηστους, τους ανίκανους, τους ατάλαντους (διότι τέτοιος πρέπει να ’ναι κανείς για να γίνει σμπίρος και κουίσλινγκ), φεύγουν οι θεοί, κομμάτια και θρύψαλα τα αγάλματά τους, τα αρχαία ξόανα και τα εικονοστάσια, τους κυνηγούν οι μπιστικοί του πατερούλη Σόιμπλε και μένουν πίσω οι άνθρωποι, κλεισμένοι ο καθένας μέσα στη δική του ερημιά.

Κομπορρημονεί τώρα ο Συριζάκιας, όπως πιο πριν ο Πασόκιος ή ο Νεοδημοκράτης, αλλά ο γέρων το ίδιο ατιμασμένος παραμένει, ο νέος το ίδιο αιχμάλωτος, όλοι το ίδιο προγραμμένοι και πολλοί ήδη ξεγραμμένοι.

Ξέπεσε η Ελλάδα, χρόνια τώρα ξεπέφτει, αλλά έφθασε πια στον άορνο τόπο όπου άλλοι σείουν κατσαρόλες κι άλλοι κολλάνε μπρίκια. Σαν σκιάχτρα και σαν στοιχειά. Ανάμεσα σε μια Σκύλλα και μια Χάρυβδη που μιμείται τη Σκύλα…

Κι έτσι, ζούμε ο ένας δίπλα στον άλλον, χωρίς να μπορούμε να δούμε άνθρωπον που να μην είναι στενοχωρημένος…

image

http://www.enikos.gr