Οράματα σε τιμή ευκαιρίας…

7592

Κοιτάζεις στον καθρέφτη σου και πραγματικά τρομάζεις μ” αυτό που αντικρίζεις. Θέλεις να γυρίσεις το βλέμμα σου πίσω στο χρόνο και δεν τολμάς. Φοβάσαι τόσο πολύ αυτό που θ” αντικρίσεις…
Ντρέπεσαι. Λυπάσαι. Κι οργίζεσαι συνάμα…
Πως καταντήσαμε έτσι, ρε γαμώτο;

Κι όμως, όταν το καράβι της ψυχής μας ξεκινούσε να αρμενίζει στη μεγάλη θάλασσα της ζωής, δε φοβήθηκε τα κύματα και το άγνωστο ούτε για μια στιγμή. Ο άνεμος ήταν ούριος και τα πανιά του πάντοτε φουσκωμένα και περήφανα.
Τι έγινε και δεν καταφέραμε ν” αποφύγουμε τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη και πέσαμε στα βράχια κάνοντας θρύψαλα τα όνειρα μας;

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Ο μίτος της ζωής μου άρχισε να ξετυλίγεται ακριβώς στη μέση της δεκαετίας του ’60, ένα καυτό, Αυγουστιάτικο μεσημέρι του 1965. Σα να παίρνεις ένα καρπούζι και το κόβεις στα δυο με ακρίβεια που θα ζήλευε ακόμα και ο καλύτερος χειρούργος…
Η γενιά μου πέρασε τα πιο τρυφερά παιδικά της χρόνια μέσα στη χούντα. Σα να μην ήμασταν ποτέ μας παιδιά…
Μια ολόκληρη γενιά που έτρεμε μην της ξεφύγει καμιά »περίεργη» κουβέντα στις αλάνες που ξημεροβραδιαζόταν, καταλαβαίνεις τι εννοώ φαντάζομαι…
Μια γενιά που γεννήθηκε μέσα στο φόβο και την υποταγή. Που όμως τα έφτυσε κατάμουτρα και κατάφερε να παίξει, να γελάσει, να κλάψει, να ερωτευτεί, να ονειρευτεί…

Κι ύστερα ήρθε το Πολυτεχνείο και το γκρέμισμα (;) της χούντας κι δρόμοι μας διασταυρώθηκαν με την επανάσταση. Η φλόγα της αντίστασης στο θηρίο που έκαιγε παντού γύρω μας, έβαλε μπουρλότο στην ψυχή μας. Τη σμίλεψε, τη χαλύβδωσε, την έκανε να ονειρεύεται όμορφα πράγματα…
Οι ήρωες ήταν δίπλα μας, μπορούσαμε να τους αγγίξουμε, να μιλήσουμε μαζί τους, να αστειευτούμε. Ήταν καθημερινοί άνθρωποι, μας καλημέριζαν κάθε πρωί που ανηφορίζαμε για το σχολείο.
Ήταν οι γείτονες μας, το μεγαλύτερο παιδί του Λυκείου που κάπνιζε στα κρυφά τσιγάρα στο μικρό παρκάκι της γειτονιάς, ο φοιτητής του κάτω ορόφου που κάθε Σαββατοκύριακο πουλούσε τον »Οδηγητή», ο οδηγός του λεωφορείου που παίρναμε για να πάμε σχολείο, η κοπέλα στον τέταρτο…

Και μετά χτύπησε την πόρτα μας η εφηβεία. Κι απέναντι στα πρώτα σκιρτήματα της καρδιάς μας, τα απολιθώματα μιας άλλης εποχής. Τα τοξικά κατάλοιπα που μας άφησαν παρακαταθήκη οι παλιότερες γενιές…
Βρισκόταν παντού γύρω μας. Στο σχολείο, στα αστικά λεωφορεία, στη γειτονιά… Έπαιρναν πότε τη μορφή κάποιου καθηγητή, πότε του αστυφύλακα της γειτονιάς, πότε του μπακάλη. Και συχνά-πυκνά έπαιρναν το πρόσωπο ακόμα και των ίδιων των γονιών μας, που τότε μας μύριζαν όλο και πιο πολύ συντήρηση και μούχλα… Αναρωτιόμασταν, βλέπεις, πως ήταν δυνατόν να καταντήσουν έτσι. Εκείνοι που ο Μάης του ’68 φώτισε τις ψυχές τους. Αυτοί που μέχρι χθες ήταν τα είδωλα μας… Πως ήταν δυνατόν να σβήσει η φλόγα μέσα τους;
Που να ξέραμε τότε…

Η ζωή μας γέμιζε με ατέλειωτες ώρες καυγάδων στα 15μελή του σχολείου. Βλέπεις σιχαινόμασταν τον κόσμο που μας κληρονόμησαν και θέλαμε να κάνουμε τα πάντα για να τον αλλάξουμε… Και θα τον αλλάζαμε αν δεν μας άλλαζε πρώτος εκείνος… Πρωί- απόγευμα εναλλάξ σχολείο, στα διαλείμματα κλεφτές τζούρες από ένα τσιγάρο που μοιραζόμασταν παρέα στο »καπνιστήριο» της αυλής ανακατεμένες με πεταχτά φιλιά με την καλή ή τον καλό μας, βόλτα στα »ουφάδικα» μετά το σχολείο και χαβαλές με την παρέα.
Και τα βράδια παρέα μ” έναν κουβά γεμάτο με κόκκινο χρώμα και μια μπατανόβουρτσα, εικαστικές παρεμβάσεις στη μουντάδα της πόλης μας.
Ήταν όμορφη η ζωή και τη ρουφούσαμε μέχρι το μεδούλι.
Τότε…

Η άμμος στην κλεψύδρα της ζωής μας κύλησε αδυσώπητα στην απέναντι πλευρά. Δίχως επιστροφή.
Μεγαλώσαμε. Αλλάξαμε. Κλειστήκαμε στη μιζέρια μας. Μανταλώσαμε τα παραθυρόφυλλα της ψυχής μας να μη μπορεί τίποτα να μπει μέσα…
Σκληρύναμε. Αγριέψαμε. Σαπίσαμε. Πουλήσαμε την ψυχή μας στο διάολο…

Χάσαμε τη μπάλα και μαζί της χάσαμε και τους εαυτούς μας. Ξεχάσαμε. Ναρκωθήκαμε. Λησμονήσαμε τη γεύση που έχει το φιλί στο στόμα του ανθρώπου που αγαπήσαμε.
Πάψαμε να κυλιόμαστε στο χορτάρι, φοβηθήκαμε, βλέπεις, μη λερώσουμε το καινούριο μας κουστούμι, μην τυχόν και τσαλακώσουμε το πανάκριβο φόρεμα μας…

Κλείσαμε τις παλιές μας φωτογραφίες μαζί με τις αναμνήσεις μας στο πιο βαθύ ντουλάπι της ψυχής μας και δεν τολμήσαμε ποτέ ξανά να τις ξεφυλλίσουμε. Τις αφήσαμε να ξεφτίσουν, να κιτρινίσουν, να σκιστούν. Ανοίξαμε την πόρτα στη λήθη και την αφήσαμε να τις πάρει μαζί της στο σκοτάδι…

Γίναμε κι εμείς οι ίδιοι τα θηρία που ονειρευόμασταν να σκοτώσουμε. Βάλαμε στο πρόσωπο μας τη μάσκα του τέρατος, αρχίσαμε να μυρίζουμε κι εμείς οι ίδιοι μούχλα και συντήρηση…
Μάθαμε να μισούμε. Μισήσαμε κάθε τι φρέσκο. Μα πιο πολύ μισήσαμε εμάς τους ίδιους… Ξεπουληθήκαμε. Προδώσαμε τους ίδιους μας τους εαυτούς.
Πως καταντήσαμε αλήθεια έτσι;

°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°
ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΚΑΙ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΤΟΥ. ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ ΤΗΣ GOOGLE ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ
°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°