H Σελήνη, που είναι η ίδια η ιδιοτροπία, κοίταξε ανάμεσ” απ” το παράθυρο, ενώ κοιμόσουνα στο λίκνο σου, και είπε μέσα της: «Αυτό το παιδί μ” αρέσει». Και κατέβηκε μαλθακά τη σκάλα της από σύννεφα, και πέρασε αθόρυβα μεσ” απ” τα τζάμια. Έπειτα ξαπλώθηκε πάνω σου με την ευλύγιστη τρυφερότητα μιας μητέρας, κι εναπόθεσε τα χρώματα της στο πρόσωπο σου. Έτσι οι κόρες των ματιών σου απόμειναν πράσινες και τα μαγουλά σου εξαιρετικά χλομά. Από την ενατένιση αυτής της επισκέπτριας τα μάτια σου μεγάλωσαν τόσο παράξενα” και σ” έσφιξε τόσο τρυφερά στο λαιμό που διατήρησες έτσι για πάντα την επιθυμία να κλαις. Ωστόσο, μες στο ξεxείλισμα της χαράς της, η Σελήνη πλημμύριζε ολόκληρο το δωμάτιο, σα μια ατμόσφαιρα φωσφορική, σαν ένα φεγγοβόλο δηλητήριο” και όλο το ζωντανό τούτο φως στοxάζονταν κι έλεγε: «θα υφίστασαι αιώνια την επήρεια του φιλιού μου. Θα “σαι όμορφη με τον τρόπο μου. Θ” αγαπάς ό,τι αγαπώ κι ό,τι μ” αγαπά” το νερό, τα σύννεφα, τη σιωπή και τη νύxτα” την απέραντη και πράσινη θάλασσα” το άμορφο και πολύμορφο νερό” το μέρος όπου δε θα βρίσκεσαι” τον εραστή που δε θα γνωρίσεις” τα τερατώδη άνθη” τ” αρώματα που φέρνουν παραλήρημα” τις γάτες που λιγοθυμούν πάνω στα πιάνα και που θρηνούν σαν τις γυναίκες με μια φωνή βραxνή και γλυκιά! » Και θα σ” αγαπούν οι εραστές μου και θα ερωτοτροποΰν μαζί σου οι φίλοι μου. Θα “σαι η βασίλισσα των ανθρώπων με τα πράσινα μάτια, που έχω σφίξει κι εγώ τον λαιμό της στα νυχτερινά μου χάδια” εκείνων που αγαπούν τη θάλασσα, την απέραντη θάλασσα, την πολυτάραχη και πράσινη, το άμορφο και πολύμορφο νερό, το μέρος όπου δεν βρίσκονται, τη γυναίκα που δεν γνωρίζουν, τ” απαίσια άνθη που μοιάζουν με τα θυμιατήρια μιας άγνωστης θρησκείας, τ” αρώματα που συγχύζουν τη θέληση και τ” άγρια και φιλήδονα ζώα που είναι τα εμβλήματα της παραφροσύνης τους.» Και γι αυτό, καταραμένο αγαπητό χαϊδεμένο παιδί, βρίσκομαι τώρα ξαπλωμένος στα πόδια σου, αναζητώντας σ” όλη την ύπαρξή σου την ανταύγεια της τρομερής Θεότητας, της μοιραίας αναδόχου, της φαρμακεύτριας τροφού όλων των σεληνιακών….
εγραψε το πιτσιρικι