ΤΙΠΟΤΑ, ΚΑΤΙ ΔΙΚΑ ΜΟΥ…

Aristotelis_Onasis

Από την ιστοσελίδα 24grammata.com αντιγράφω μέρος ενός κειμένου για τον Μαρίνο Αντύπα. Το θυμήθηκα διαβάζοντας τις “εξηγήσεις” που έδωσε ο Β. Διαμαντόπουλος σε δημοσίευμα τοπικής εφημερίδας της Καστοριάς, για τον λόγο που δέχτηκε να πάρει βουλευτικό αυτοκίνητο. Δεν σχολιάζω τίποτε άλλο, σεβόμενος τα όσα γράφει ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ στην αρχή του κειμένου – απάντησής του στον δημοσιογράφο της εφημερίδας: «Προφανώς σας τιμά η ενυπόγραφη κριτική, εξάλλου οι οσμές που εκπέμπουν οι ανυπόγραφοι – όπως αναφέρετε στο άρθρο σας – ψίθυροι από τα βάθη των υπονόμων, συγκινούν μόνο κοπρολάγνους της ενημέρωσης». Έχουμε κι εμείς οι ανώνυμοι τους κανόνες μας.

Ο ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ ΑΝΤΥΠΑΣ
Ο Μαρίνος Αντύπας, γιος του Σπύρου Αντύπα, μαραγκού, γλύπτη και τεχνίτη μαρμάρου, και της Αγγελίνας Κλαδά, γεννιέται το 1872 στα Φερεντινάτα, ένα μικρό ορεινό χωριό της περιοχής Πυλάρου στην Κεφαλλονιά. Η πολυμελής οικογένειά τους (λέγεται ότι από τα πολλά παιδιά της οικογένειας επιζούν μόνο ο Μαρίνος και δύο μικρότερα αδέλφια του, ο Μπάμπης ή Μπαούτας και η Αδελαΐδα) περνά μια μετρημένη και δύσκολη ζωή, καθώς φαίνεται ότι δεν σχετίζεται παρά το κοινό της επώνυμο με τις παλιές εύπορες οικογένειες της περιοχής. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, και σε αναζήτηση καλύτερης τύχης, σύντομα εγκαθίσταται στην πρωτεύουσα της Κεφαλλονιάς, το Αργοστόλι.Εκεί, κατά τη σχολική χρονιά 1882-83, ο μικρός Μαρίνος εγγράφεται στο ελληνικό σχολείο, το σχολαρχείο, και μετέπειτα παρακολουθεί το γυμνάσιο, απ’ όπου και αποφοιτά τον Ιούνη του 1890 με εξαίρετες επιδόσεις και διαγωγή «αξιέπαινη». Σα μαθητής ακόμη, έρχεται σ’ επαφή με τη ριζοσπαστική παράδοση του τόπου του· παρά το ότι εκείνα τα χρόνια το προοδευτικό κίνημα του νησιού ατονεί, οι ιδεολογικές καταβολές του ριζοσπαστικού ενωτικού κόμματος της Κεφαλλονιάς στιγματίζουν τη σκέψη και διαποτίζουν μια για πάντα την ιδεολογία του Αντύπα.

Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1890, βρίσκεται στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Νομική Σχολή, χωρίς ποτέ, τελικά, να κατορθώσει να αποπερατώσει τις σπουδές του και να πάρει το πτυχίο του νομικού. Τότε είναι που για πρώτη φορά γνωρίζεται με προοδευτικούς κύκλους και το σοσιαλιστικό ρεύμα της εποχής.
Γράφει ο Χρ. Βραχνιάρης: «Στο σοσιαλισμό μυήθηκε στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στη Νομική Σχολή. Έρχεται σ’ επαφή με τους σοσιαλιστικούς κύκλους που επηρεάζονται από το Σταύρο Καλλέργη, γίνεται μέλος του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου και αναπτύσσει πολύπλευρη δραστηριότητα». Δημοσίευμα της εφημερίδας «Σοσιαλιστής» επιβεβαιώνει τη σχέση του Αντύπα με τον «Σοσιαλιστικό Σύλλογο»· αναφέρεται σε φύλλο της 1.3.1896: «Περί τα μέσα του 15ημέρου τούτου εν Βιτρινίτση ο σοσιαλιστής Μ. Αντύπας, φοιτητής της Νομικής, ωμίλησε ενώπιον 200 περίπου προσώπων αναπτύξας τας σοσιαλιστικάς αυτού ιδέας…».

Το 1896, συμμετέχει ως εθελοντής μαζί με συμφοιτητές του στην επανάσταση που ξεσπά στην Κρήτη, και το 1897, τραυματισμένος στο στήθος, επιστρέφει στην Αθήνα. Επηρεασμένος βαθύτατα από την έκβαση της Κρητικής Επανάστασης αλλά και την ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο στη Θεσσαλία και συνειδητοποιώντας τον αντιλαϊκό ρόλο της μοναρχίας και των μεγάλων δυνάμεων, ξεκινά την έντονη κριτική του.
Συμμετέχει ενεργά στο μεγάλο συλλαλητήριο που διεξάγεται στην Ομόνοια στις 14 Σεπτεμβρίου του 1897 και με την ομιλία του από τον εξώστη του ξενοδοχείου «Μυκήναι» επιτίθεται δριμύτατα στον διάδοχο και τους βασιλικούς πρίγκηπες και κατηγορεί τις μεγάλες δυνάμεις για το ρόλο τους κατά τη διάρκεια του πολέμου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και στις μετέπειτα διαπραγματεύσεις. Η εμπλοκή του αυτή οδηγεί στη σύλληψή του και την προσαγωγή του σε δίκη την 8.1.1898 με τις κατηγορίες της εξύβρισης των διαδόχων, της διέγερσης του λαού και της προσβολής της Δανίας και των μεγάλων δυνάμεων. Παρά την προσπάθεια των φίλων του να τον υπερασπιστούν, ο Αντύπας καταδικάζεται σε φυλάκιση ενός έτους στις φυλακές της Αίγινας.

Μετά την έκτιση της ποινής του, συλλαμβάνεται και πάλι, αυτήν τη φορά για «ηθική αυτουργία» σε μία στημένη υπόθεση απόπειρας δολοφονίας κατά του Γεωργίου Α΄ και φυλακίζεται ξανά. Η υπ’ αριθμόν 4176 διαταγή του Υπουργείου Δικαιοσύνης είναι χαρακτηριστική: «… να μπει ο Αντύπας στην απομόνωση και να μη συνδιαλέγεται κανένας μαζί του. Σε περίπτωση μη συμμορφώσεώς του προς τα παραπάνω, να τον δέσουν μέσα στο κελί και να τον θέσουν υπό άναλον δίαιτα».
Με την αποφυλάκισή του το 1898, ο Αντύπας αναγκάζεται να εγκαταλείψει οριστικά τις σπουδές του και επιστρέφει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, όπου και βοηθά τον πατέρα του στις εργασίες του. Τότε λέγεται ότι γνωρίζεται και συνδέεται με τη Βασιλικούλα Καλομοίρη, την κυρία Κούλα, όπως τη λένε στο χωριό, κόρη σταφιδέμπορα από την Αλεξάνδρεια.
Εκεί, την 29.07.1900, εκδίδει το πρώτο φύλλο της «ανθρωπιστικής», όπως την αποκαλούσε ο ίδιος, εφημερίδας του, της «Ανάστασις». Δυστυχώς, εξαιτίας του κυρίου άρθρου της «Τίς ο αίτιος;», στο οποίο καταφέρεται εναντίον της θρησκευτικής, νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, κατηγορώντας τες ως αίτια εθνικών συμφορών και της ήττας του 1897, ακολουθούν αντιδράσεις και διώξεις. Η εφημερίδα αναστέλλει προσωρινά τη λειτουργία της, και περνούν περίπου τέσσερα χρόνια μέχρι να επανακυκλοφορήσει.

Καταδιωκώμενος ουσιαστικά από τον τόπο του μετά τη διακοπή της λειτουργίας της εφημερίδας, ο Αντύπας κατά το 1903 βρίσκεται στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας σε ένα ταξίδι, που θα αποδειχτεί καθοριστικό για τη ζωή του. Εκεί, πείθει τον θείο του Γεώργιο Σκιαδαρέση, έναν πλούσιο γεωπόνο ιδίων πολιτικών πεποιθήσεων, να επενδύσει αγοράζοντας γη στο θεσσαλικό κάμπο. Πράγματι, λίγο αργότερα, ο Σκιαδαρέσης μαζί με τον συμπατριώτη του Αρ. Μεταξά αγοράζουν στην περιοχή των Τεμπών ένα μεγάλο κτήμα 300.000 στρεμμάτων, στο οποίο μερικά χρόνια μετά ο Αντύπας σπέρνει τις ιδέες του για εξέγερση και, τελικά, συναντά το θάνατο.

Με την επιστροφή του και πάλι στην Κεφαλλονιά συνεχίζει τη δράση του· προωθεί την ένωση μαθητών γυμνασίου στο Αργοστόλι με την επωνυμία «Πρόοδος», συμβάλλει στη δημιουργία εργατικών συνδέσμων, οργανώνει λαϊκές κινητοποιήσεις και ξαναρχίζει την έκδοση της εφημερίδας του, η οποία από τις 3 Ιουλίου 1904 και μέχρι τον Απρίλη του 1907 εκδίδεται απρόσκοπτα. Μέσα από αυτήν ο λαός της Κεφαλλονιάς ενημερώνεται και έρχεται σε επαφή με θέματα κοινωνικού ενδιαφέροντος τοπικού αλλά και ευρύτερου χαρακτήρα, και ειδήσεις ποικίλου περιεχομένου.
Την ίδια χρονιά, το 1904, ιδρύει στο Αργοστόλι το «Λαϊκόν Αναγνωστήριον “Η Ισότης”», μία πολιτική εκπαιδευτική λέσχη που γρήγορα γίνεται η πνευματική εστία του νησιού και στην οποία συρρέουν προοδευτικοί άνθρωποι της περιοχής. Το «Λαϊκόν σχολείον», όπως ο ίδιος το αποκαλεί, έχει σκοπό την «ανάπτυξη της διανοίας και των υλικών μέσων διά των οποίων ευημερεί πας λαός»· διαθέτει αίθουσα αναγνώσεως και αναπαύσεως για κυρίες, αίθουσα διαλέξεων, αναγνωστήριο, αίθουσα μαθητών. Η λειτουργία αυτού του πνευματικού κέντρου ενοχλεί το κατεστημένο του τόπου, και ο Αντύπας σύρεται σε μία ακόμα δίκη, στην οποία, όμως, αυτήν τη φορά αθωώνεται.

Όλη αυτήν την περίοδο, η δράση του δεν περιορίζεται στην Κεφαλλονιά, αλλά επεκτείνεται στην Αθήνα και τον Πειραιά· πρωταγωνιστεί στη δημιουργία συλλόγων και ομάδων, κάνει διαλέξεις, εκφωνεί λόγους και έχει επαφές με μέλη εργατικών σωματείων. Τον Αύγουστο του 1905, βρίσκεται στην πρωτεύουσα, συμμετέχει σε συλλαλητήριο λαϊκής συμπαράστασης στην επανάσταση του Θερίσου στην Κρήτη και αποδοκιμασίας κατά του πρίγκηπα Γεωργίου, και ομιλεί μπροστά σε ακροατήριο 20.000 ατόμων. Η συνέχεια γνωστή, σύλληψη και κράτηση για δύο ημέρες από τις αρχές.
Ο ίδιος αναφέρει για τον αγώνα του στις 23.04.1905 στην «Ανάστασις»: «είμεθα έτοιμοι να δεχθώμεν και φυλακήν και ανασκολόπισιν και σταύρωσιν και δυστυχίαν και περιφρόνησιν και εμπτυσμούς και γροθιές και κουμπουριές. Βαστάμε για όλα και προκαλούμεν όλους και Άρχοντας και Πλουσίους και Παληκαράδες και Τραμπούκους και δολοφόνους, ίνα αν μπορέσουν είτε διά της απειλής, είτε διά του χρήματος, είτε διά της μαχαίρας και κουμπούρας είτε δι’ ούτινος δήποτε μέσου να μας κάμουν ώστε να αλλάξωμε του σκοπού μας έστω και μίαν κεραίαν και να οπισθοδρομήσωμεν έστω και μίαν σπιθαμήν».

Ο Αντύπας εναντιώνεται στα τότε κόμματα της βουλής και πρεσβεύει την εξαφάνισή τους και τη δημιουργία ενός νέου κόμματος, ενός κόμματος αρχών. Ονομάζει, λοιπόν, το κόμμα του Κοινωνιστικόν-Ριζοσπαστικόν, και κέντρο αυτού καθιστά το Λαϊκό Αναγνωστήριο. Γύρω από αυτό συσπειρώνονται πραγματικοί δημοκράτες, τόσο φτωχός κόσμος και εργαζόμενοι όσο διανοούμενοι και επιστήμονες. Με αυτό το κόμμα, το 1906, λαμβάνει μέρος στις βουλευτικές εκλογές στην Επαρχία Κρανιάς του νησιού του ως υποψήφιος των εργατικών και λαϊκών τάξεων. Σε προκήρυξή του πριν τις εκλογές αναφέρει: «επιθυμούμεν μία μεγάλη κοινωνιστική Δημοκρατία να διευθύνη σύμπασαν την ανθρωπότητα και να κρημνίση και θρόνους και κληρονομικά αξιώματα και θρησκευτικάς δεισιδαιμονίας και προλήψεις και την δύναμιν του χρυσού να εκμηδενίση και αντί της Τυραννίας του κεφαλαίου την βασιλείαν της εργασίας και της ικανότητος να καθιερώση». Ο πόλεμος που εξαπολύουν οι εκπρόσωποι της κυρίαρχης τάξης του νησιού και μέλη κομμάτων, «οι μεταπράται των συνειδήσεων και οι εργολάβοι των εκλογικών επιτυχιών», όπως τους αποκαλεί, έχει αποτέλεσμα. Ο Αντύπας συγκεντρώνει 2.550 ψήφους εργατών και χωρικών σε σύνολο 6.000-7.000 ψήφων, αλλά, τελικά, δεν κατορθώνει να εκλεγεί.

Το ίδιο έτος, ο Αντύπας προχωρά σε δύο ενέργειες ρηξικέλευθες αλλά και κωμικές ταυτόχρονα, αν αναλογιστεί κανείς την έκπληξη που προκαλούν στην τοπική κοινωνία: βαφτίζει τα παιδιά τού βοηθού τού πατέρα του και ενός άλλου φίλου του, και τους δίνει τα ονόματα Επανάσταση και Αναρχία.
Ο Ιούνιος του 1906 τον βρίσκει στη Θεσσαλία, στα κτήματα του θείου του στο Λασποχώρι, σημερινό Ομόλιο. Εκεί, μαζί με τον ξάδερφό του, Παναγιώτη Σκιαδαρέση, αναλαμβάνουν ως επιστάτες. Όμως, ο Αντύπας δεν εγκαταλείπει την εξεγερτική του προπαγάνδα και σύντομα αποδεικνύεται «επιστάτης» των ελευθεριών των κολίγων. Στο «Κοινωνιολογικόν και Πολιτικόν Λεξικόν» της εφημερίδας «Ανεξάρτητος» του 1934 αναφέρεται: «Δεν ήτο ο επιστάτης, το όργανον δηλαδή ενός φεουδάρχου αλλά ο παλαιός Αντύπας. Καθημερινώς επροπαγάνδιζε την χειραφέτησιν των σκλάβων αγροτών. Έκαμε διαλέξεις, περιοδείας εις τα γύρω χωριά και με μίαν λέξιν ύψωσε την σημαίαν του Αγροτισμού. Βεβαίως, δεν επροπαγάνδιζε την χωρίς καμμίαν αποζημίωσιν απαλλοτρίωσιν των τσιφλικίων αλλά “την παραχώρησιν τούτων εις τους γεωργούς κατόπιν δικαίας και λογικής αποζημιώσεως των τσιφλικιούχων”. Διά την εποχήν εκείνην, όμως, η προπαγάνδα αυτή ήτο μία επαναστατική προπαγάνδα».

Με την κάλυψη του θείου του, που παρ’ ότι μεγαλοϊδιοκτήτης συναινεί στις ενέργειες του ανιψιού του για περισσότερες παροχές στους κολίγους, ο Αντύπας αναπτύσσει τον ανατρεπτικό του λόγο περί παραχώρησης στους κολίγους εκτάσεων για βοσκοτόπια και οικίες, απόδοσης σε αυτούς του 75% της παραγωγής τους αντί για το 25% που ίσχυε, υιοθέτησης της αργίας της Κυριακής, πρόνοιας για σχολεία και οργάνωσης αγροτικών συνδέσμων. Ο Γ. Καψάλης μεταφέρει μία χαρακτηριστική σκηνή: «Είναι Κυριακή απόγευμα, ένας τελάλης φωνάζει στους δρόμους του χωριού για τη σύναξη των κατοίκων στην πλατεία. Και είναι εκεί συνταγμένοι άντρες-γυναίκες. Τους μιλάει πως ο Σκιαδαρέσης, ο ιδιοκτήτης, τούς χαρίζει τα χρέη, αφού κι αυτός μεσολάβησε. Πως από φέτος (1906) και κάθε χρόνο θα παραδίνουν μόνο το 25% της σοδειάς τους στον ιδιοκτήτη και όχι το 75%, όπως έκαναν ως τότε. Και πως, όσοι θέλουν, μπορούν με λογική τιμή να αγοράσουν όσα στρέμματα θέλουν και να γίνουν ιδιοκτήτες οι ίδιοι. Πανζουρλισμός από εκδηλώσεις χάρης κι ευγνωμοσύνης. Τον θεωρούν ‘θεό’ τους. Δεν προφταίνουν να τον αγκαλιάζουν και να τον φιλούν άντρες, γυναίκες, γεροντάκια, κοπέλες και παιδιά. Τους αναγγέλλει επίσης ότι στο Λασποχώρι θα ιδρύσει Γεωργική Σχολή…».

Ο ίδιος ο Αντύπας αργότερα, στις 23 Φλεβάρη του 1907, λίγες μέρες δηλαδή πριν την τραγική του κατάληξη, αναφέρει: «… φρονώ ότι το δίκαιον είνε εκεί όπου το συμφέρον των πολλών και όχι των ολίγων, επομένως μεταχειρίζομαι τας δυνάμεις μου υπέρ της εξαφανίσεως του τσιφλικιού και της πλήρους ανεξαρτησίας του καλλιεργητού».
Αναμενόμενο είναι, λοιπόν, αυτά τα έργα και τα κηρύγματα του Αντύπα να τον καταστήσουν όχι μόνον ενοχλητικό για τους μεγαλοτσιφλικάδες αλλά και επικίνδυνο. Αρχικά, η αντίδραση επιχειρεί να τον φοβίσει μέσω συστάσεων που του γίνονται από τη Νομαρχία να σταματήσει τα εμπρηστικά του μηνύματα, ενώ, παράλληλα, η Χωροφυλακή διακριτικά του κάνει παρατηρήσεις, και χρησιμοποιείται κάθε μέσο συκοφάντησης και τρομοκράτησής του.

Χαρακτηριστικό της ολοένα αυξανόμενης έντασης των σχέσεων μεταξύ Αντύπα και τσιφλικάδων είναι το επεισόδιο που λαμβάνει χώρα στην πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα το Σεπτέμβριο του 1906. Εκεί, ο Αντύπας χτυπά το μεγαλοκτηματία και βουλευτή Αγαμέμνων Σλήμαν, ο οποίος τον έχει κατηγορήσει στο νομάρχη Λάρισας ως «υποκινητή ερεθισμού των αγροτών κατά των κυρίων τους και επικίνδυνο για την τάξη». Την 19.09.1906 καταδικάζεται σε εικοσαήμερη φυλάκιση σε μία δίκη που αποκτά πολιτικό χαρακτήρα και κατά την οποία, ουσιαστικά, στο πρόσωπο του Αντύπα δικάζεται η αγροτική ιδέα, σύμφωνα με τον Κορδάτο, και η κοινωνική χειραφέτηση των αγροτών.

Από σειρά άρθρων του Γιάννη Κορδάτου, που δημοσιεύτηκαν το 1947 στην εφημερίδα του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας «Νέος Δρόμος», μεταφέρουμε μέρος της απολογίας του: «Δεν είμαι στοιχείον κακοποιόν και ταραξίας. Είμαι παιδί του λαού, που συγκινήθηκε διά την οικτρά κατάστασιν των αγροτών της Θεσσαλίας. Ο μηνυτής μου, Γερμανός την καταγωγήν και άνθρωπος των τσιφλικούχων, με κατηγόρησε εις τον Νομάρχην Λαρίσης ως δημεγέρτην, στασιαστήν και ταραξίαν. Η καταγγελία ήτο ψευδής. Εις τους αγρότας ωμίλησα πολλάκις αλλ’ όχι ως στασιαστής. Ωμίλησα ως ανθρωπιστής και κοινωνιστής. Τους υπέδειξα ότι δύναται να διεκδικήσουν τα δικαιώματά των και ότι τα τσιφλίκια είνε η γη των προγόνων των, η βιαίως και ατίμως περιελθούσα εις την κατοχήν των μπέηδων και πασάδων αρχικώς και ακολούθως μεταβιβασθείσα εις τυράννους φέροντας ελληνικά ονόματα, αλλά ψυχήν ανθρωπομόρφων θηρίων…».

Από την εφημερίδα «Το Άστυ» συμπληρώνουμε στην απολογία του: «Εκεί η κατάστασις ήτο αθλία και η εικών απαισία. Έλληνες αδελφοί μας γυμνοί και κάτισχνοι, εφ’ ων τα οστά μόνον και η επιδερμίς προσκολλώνται, χρησιμεύουσιν ως τα φορτηγά ζώα των ημεδαπών τυράννων… Ήρχισα λοιπόν και έργω και λόγω παρέχων εις τους χωρικούς πάσαν δυνατήν ευκολίαν, απαλλάσσων τούτους από τας δουλικάς αγκαρείας, ας καθιέρωσεν η τετρακοσαετής τυραννία των Τούρκων και εξηκολούθησε συνεχίζουσα λίαν ασυστόλως η τεσσαρακονταετής των Ελλήνων τσιφλικούχων απληστία… Καταδικάσατε αυστηρώς τον κατηγορούμενον Αντύπαν, αλλ’ αθωώσατε ασμένως τον συνήγορον της εργασίας και της προόδου».
Φαίνεται από τα παραπάνω αλλά και την εν γένει φιλοσοφία του ότι ο Αντύπας (όπως σημειώνει μια παλιά μελέτη του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδος, που μας μεταφέρει ο Γ. Πετρόπουλος) δεν είχε συλλάβει το αγροτικό πρόβλημα στο σύνολό του, δεν είχε δει δηλαδή «ότι η αστική τάξη συμβιβάστηκε με τους τσιφλικάδες και δεν ήθελε και δεν μπορούσε να λύσει το αγροτικό πρόβλημα».

Όμως, όπως αποδεικνύεται περίτρανα και στη συνέχεια, ο Αντύπας έτσι κι αλλιώς δεν κάνει πίσω στις αρχές του και συνεχίζει το έργο του, μιλώντας σε συγκεντρώσεις στα χωριά του κάμπου, οργανώνοντας ομάδες και κινητοποιώντας τους αγρότες· γνωρίζοντας πολύ καλά ότι αυτές οι συστάσεις δεν είναι παρά άμεσες προειδοποιήσεις και απειλές, και συνειδητοποιώντας τον επερχόμενο κίνδυνο για τη ζωή του, εκμυστηρεύεται στους κολίγους: «Εμένα θα με σκοτώσουν, μα όπου κι αν με βρει το κακό να ‘ρθείτε να με πάρετε, θέλω και νεκρός να είμαι ανάμεσά σας».
Κάποια λόγια του αργότερα, στην εφημερίδα «Πανθεσσαλική» του Σοφ. Τριανταφυλλίδη, στις 12 Φλεβάρη 1907, σκιαγραφούν την προσωπικότητα αλλά και τις προθέσεις του: «… Πολλάκις εδοκίμασα τη λόγχη και την φυλακή των και υπέμεινα μεν χωρίς να μεταβληθώ ή να φοβηθώ, αλλά κατέστην προσεκτικώτερος και ολίγον πανούργος (αι αλώπεκες θέλουν κύνας θηρευτικούς και όχι υλακτούντας), κατανοήσας καλώς ότι η πρόοδος της ιδέας δεν είνε ούτε εμπόρευμα ούτε κομματική συναλλαγή διά να έχει χρείαν ρεκλάμας και επαίνων. Αύτη έχει ανάγκην αυτοθυσίας, το δένδρον των δικαιωμάτων καλλιεργείται με γερά χέρια με γερήν θέλησιν και πάντοτε σχεδόν ποτίζεται με αίμα και όχι με νερό και μελάνι…».

Και, πράγματι, έτσι ακριβώς γίνεται· το έργο της δολοφονίας αναλαμβάνει με αμοιβή 12.200 δραχμών ο Ιωάννης Κυριακού, ένας σκληρός επιστάτης στα κτήματα του συνεταίρου του θείου του Αντύπα. Ο Κυριακού φαντάζει ως ο ιδανικός θύτης, αφού αφενός έχει έρθει σε σύγκρουση κατά το παρελθόν με τον Αντύπα και τον μισεί θανάσιμα για τα κηρύγματά του και αφετέρου έχει τη δυνατότητα να βρίσκεται κοντά του λόγω του κοινού χώρου εργασίας και διαμονής τους.
Εκείνες τις μέρες, διεξάγεται στη Λάρισα δίκη για το επεισόδιο με το νομάρχη Λάρισας, Νιώτη, που δημόσια στην πλατεία της Λάρισας έχει αποκαλέσει τον Αντύπα «υποκινητή επιβλαβών, ασκόπων και αναρχικών ενεργειών». Η δίκη κατά τη συνήθη τακτική των αρχών αναβάλλεται, και ο Αντύπας παίρνει το δρόμο της επιστροφής. Τη νύχτα της 8ης του Μάρτη φτάνει στον Πυργετό. Εκεί, δεχόμενος σφαίρα από δίκαννο «εκ των όπισθεν και εις την οσφυακήν χώραν», ο Μαρίνος Αντύπας άδικα αφήνει την τελευταία του πνοή.

Η είδηση πρωτογίνεται γνωστή μέσω ενός τηλεγραφήματος που στέλνει ο Παναγιώτης Σκιαδαρέσης προς το ξενοδοχείο «Ερμής», όπου διέμενε ο πατέρας του, Γεώργιος. Το τηλεγράφημα έγραφε: «Ραψάνη 6η πμ, Μαρίνον Αντύπαν εδολοφόνησαν. Απαντήσατε εάν Σκιαδαρέσης ευρίσκεται Αθήνας. Παναγής Σκιαδαρέσης».
Η εφημερίδα «Εμπρός» γράφει την 10.03.1907 στην πρώτη της σελίδα: «Δολοφονία του Δικηγόρου Αντύπα παρά την Αγυιάν», ενώ το σχετικό ρεπορτάζ αναφέρει: «Λάρισα 9 Μαρτίου. Χθες τη νύκτα εις το χωρίον Πυργετός της Ραψάνης ο γνωστός δικηγόρος Μαρίνος Αντύπας, ο ραπίσας άλλοτε αυτόσε τον κ. Σλήμαν, ων διευθυντής των κτημάτων του θείου του κ. Σκιαδαρέση, εφονεύθη υπό του επιστάτου του ετέρου συνιδιοκτήτου κ. Μεταξά, ονόματι Ιωάννου Κυριακού. Ο φόνος διεπράχθη εντός του κονακίου, συνεκίνησε δε μεγάλως τους χωρικούς, καθόσον ο Αντύπας υπερασπίζετο αυτούς παρέχων πλείστας ευκολίας συνεπεία των οποίων αντεμάχοντο μετά του συνιδιοκτήτου Μεταξά. Λεπτομέρειαι του φόνου τούτου αγνοούνται. Ο ανακριτής κ. Αγαθόνικος έσπευσε σήμερον επί τόπου. Ο δράστης συνελήφθη».

Σχετικά με τις συνθήκες της δολοφονίας, οι περισσότερες από τις εφημερίδες αναπαράγουν αυτά που οι αρχές τούς μεταφέρουν. Διαβάζομε στην ίδια εφημερίδα: «Ο φόνος του δικηγόρου Μ. Αντύπα εις τον Πυργετόν του Ολύμπου παρήγαγε βαθυτάτην συγκίνησιν… Ο Αντύπας, αντιπρόσωπος του Σκιαδαρέση, μετέβη τη νύκτα εις το κοινόν κονάκιον ζητών να ανοίξη τη θύραν ενός διαφιλονικουμένου δωματίου, ην έκλεισε ο Κυριακού, επιστάτης του ετέρου συνιδιοκτήτου κ. Μεταξά. Ο Μαρίνος, εισελθών εις το δωμάτιον του ύπνου του Κυριακού, απειλητικώς ενέβαλε τον τελευταίον εις φόβον. Ο Κυριακού ήρπασε τότε το κρεμασμένον Αγγλικόν όπλον Βίντσεστερ και επυροβόλησε δις πλήξας τον Αντύπαν εις την κεφαλήν και εις το ισχύον. Ο Αντύπας έπεσεν αμέσως άπνους».

Ευτυχώς, όμως, την αλήθεια για τις συνθήκες τού θανάτου του περισώζει ο ξάδελφός του, Παναγιώτης Σκιαδαρέσης, αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας, και την παρουσιάζει η εφημερίδα «Αθήναι»: «Εκαθήμεθα εις το κάτω πάτωμα της οικίας μας και ετρώγαμεν, ότε περί την 11ην ο Αντύπας εγερθείς μετέβη όπως παραλάβη εκ του δωματίου του επιστολή τινά πλην εύρε την θύραν του διαδρόμου κλειστή και έκρουσεν όπως του ανοίξουν. Ο εντός κοιμώμενος Ιωάννης Κυριακού εγερθείς του ύπνου ηρνήθη ν’ ανοίξη. Είτα όμως ανοίξας είπε εις τον Αντύπα ότι ουδέν δικαίωμα έχει να ανέλθη εις την οικίαν του. Εκ τούτου προυκλήθη φιλονεικία και αντηλλάγησαν βαρείαι φράσεις μεθ’ ας ο Κυριακού λαμβάνει το όπλον δι’ ου πυροβολεί και χτυπά τον Αντύπα ελαφρώς εις την κεφαλήν. Ότε όμως ούτος έφευγεν, εδέχθη δεύτερον πυροβολισμόν διά δικάννου όπλου εις την οσφυακήν χώραν και πίπτει εις τας αγκάλας μου. Μετά μίαν ώραν εξέπνευσε λέγων Ισότης, Αδελφότης, Ελευθερία. Ο φονεύς αμέσως εκλείσθη εις το δωμάτιόν του, άλλως θα εφονεύετο υπό των χωρικών οίτινες ελάτρευον τον Αντύπα. Μετ’ ολίγον ο φονεύς παρεδόθη εις τον καταφθάσαντα αστυνόμον».

Οι αρχές, όπως είναι φυσικό, επιχειρούν να συγκαλύψουν τις πραγματικές συνθήκες της δολοφονίας. Έτσι, ο «καταφθάσας αστυνόμος», μη έχοντας την πρόθεση να αποδώσει την ορθή διάσταση των πραγμάτων, αναφέρει σε τηλεγράφημά του προς το Υπουργείο Εσωτερικών: «Αντύπας ραπίσας Κυριακού εφονεύθη αμυνομένου». Την ίδια άποψη φαίνεται, όμως, πως υιοθετεί και η ελληνική δικαιοσύνη, αφού λίγο καιρό αργότερα πανηγυρικά αθωώνει τον Κυριακού.
Ο κορυφαίος, ίσως, αγωνιστής του αγροτικού κινήματος στην Ελλάδα, ο κοινωνικός αγωνιστής Μαρίνος Αντύπας δεν υπάρχει πια. Δολοφονείται για τις ιδέες του σε ηλικία 35 ετών και η δολοφονία του ανακουφίζει (πρόσκαιρα, όπως δείχνουν τα γεγονότα που χρόνια μετά ακολουθούν) τους μεγαλοτσιφλικάδες όχι μόνον της περιοχής αλλά ολόκληρης της χώρας. Ανακουφισμένη, όμως, από το τέλος του δείχνει και η κυβέρνηση στην Αθήνα.

Σε φύλλο τής 10.03.1907 η προσκείμενη στο Παλάτι εφημερίδα «Εστία» κυνικά αναφέρει: «Η είδηση περί του φόνου του δικηγόρου Μ. Αντύπα εις το κτήμα Σκιαδαρέση εν Θεσσαλία προξένησεν εντύπωσιν εν Αθήναις, όπου ανεξαρτήτως των σοσιαλιστικών ιδεών του, ο Αντύπας απήλαυε συμπαθειών. Ο ατυχής δικηγόρος πίπτει θύμα ατυχώς αυτών των αρχών του, τας οποίας από έτους και πλέον εφήρμοζεν εις το μέγα κτήμα του θείου του το οποίον διηύθυνε. Τούτο αποδεικνύει ότι ο σοσιαλισμός εν Ελλάδι μόνο εις ιδέας πρέπει να υπάρχη, και να τηρήται απόστασις από της εφαρμογής των αρχών του».
Από την άλλη, η δολοφονία του προκαλεί πραγματικό σεισμό στους προοδευτικούς κύκλους γενικά του πανελληνίου. Οι εφημερίδες, όπως ειπώθηκε, της Αθήνας, του Βόλου, της Κεφαλλονιάς ασχολούνται πλατιά με την προσωπικότητα και το έργο του, ενώ θρησκευτικά και πολιτικά μνημόσυνα πραγματοποιούν εργατικά σωματεία σε πολλά μέρη της χώρας. Το αντίκτυπο, όμως, είναι ισχυρότερο στη Θεσσαλία, στον τόπο του μεγάλου του αγώνα. Στη Λάρισα, όπου μεταφέρεται το φέρετρό του από τον Πυργετό, γίνεται λαϊκό προσκύνημα, ενώ χιλιάδες κόσμου παρελαύνει από το ξενοδοχείο «Μουστάκα», όπου έχει τοποθετηθεί το λείψανό του, μέχρι να ταφεί στο χωριό Ομόλιο, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η προτομή του. Ο θάνατος του Αντύπα απογοητεύει τον θείο του, που πουλά τα κτήματά του και φεύγει από την περιοχή.

Ταυτόχρονα, όμως, εμπνέει τους κολίγους, και το όραμά του θεριεύει την αγροτιά, που τρία χρόνια αργότερα με σύνθημα την «Απαλλοτρίωση» θα φουντώσει τη μεγάλη εξέ-γερση του Κιλελέρ.
Ο Δημήτρης Ανδρουτσόπουλος στο «Αναρχικό Δελτίο» σημειώνει για τα γεγονότα που χρόνια μετά ακολουθούν: «Στις 20 Ιανουαρίου 1910 συγκροτήθηκε μεγάλο συλλαλητήριο στην Πλατεία της Καρδίτσας, στο οποίο έλαβαν μέρος χιλιάδες αγρότες. Στις 7 Φεβρουαρίου συλλαλητήρια επαναλαμβάνονται σε πολλές πόλεις και κωμοπόλεις της Θεσσαλίας. Στις 27 Φεβρουαρίου συγκροτούνται νέα συλλαλητήρια, και στην Καρδίτσα ξεσπούν επεισόδια με αποτέλεσμα τη δολοφονία του αγρότη Χρήστου Σάλτα από το Ανώγι και τον τραυματισμό ορισμένων άλλων στο Σιδηροδρομικό Σταθμό. Στις 6 Μαρτίου, τρία χρόνια μετά την δολοφονία του Αντύπα, οργανώνεται μεγάλο αγροτικό συλλαλητήριο στη Λάρισα.

Οι κολίγοι των απομακρυσμένων περιοχών θα έρχονταν στην πόλη με το πρωινό τρένο. Στη στάση στο Κιλελέρ οι κολίγοι που επιβιβάζονται, μετά από διαταγή του διευθυντή των σιδηροδρόμων Θεσσαλίας, αντιμετωπίζονται με τη δύναμη των όπλων του στρατού, με αποτέλεσμα δύο νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Το ίδιο συμβαίνει και στην επόμενη στάση του τρένου στο Τσουλάρ, σημερινή Μελία, όπου δύο ακόμη διαδηλωτές σκοτώνονται και πολλοί τραυματίζονται από πυροβολισμούς που ρίχνουν οι στρατιώτες μέσα από τα παράθυρα του τρένου. Η είδηση της αιματοχυσίας φτάνει στους συγκεντρωμένους διαδηλωτές στη Λάρισα, όπου ξεσπούν συγκρούσεις και οι δυνάμεις καταστολής χτυπούν στο ψαχνό. Μετά την εξέγερση και τη σφαγή των αγροτών στις 6 Μάρτη του 1910 η κυβέρνηση του Στέφανου Δραγούμη προχώρησε σε συλλήψεις και οργάνωσε δίκες κατά των αγροτών. Οι κυβερνήσεις, όμως, που ακολούθησαν στα επόμενα χρόνια, μπροστά στην απειλή νέων εξεγέρσεων προχώρησαν σταδιακά στην απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και μέχρι το 1955 το μεγαλύτερο μέρος της γης αποδόθηκε στους αγρότες».

ΚΑΡΤΕΣΙΟΣ