Μια φορά κι έναν καιρό, εκεί στα ψηλά του ανατολικού Γράμμου, σ” ένα χωριό που το σκέπαζε η κουβέρτα του χιονιά τον χειμώνα, περίμεναν με αγωνία και προσμονή τον ερχομό της άνοιξης. Οι τροφές είχαν πια σωθεί, ειδικά οι ζωοτροφές. Κτίστες πέτρας οι χωριανοί, θλιμμένοι έβλεπαν κάθε πρωί τα σύννεφα.
Τον Αϊ-Γιώργη θα φευγαν, παράδες να μαζέψουν. Εκεί στα γιαπιά στα Γιάννενα, στης Σαλονίκης τις ανηφοριές, στου Βόλου τις θυμαρίσιες σκάλες και στου Βοσπόρου τα μπογάζια. Μοίραζαν αναμεταξύ τους το λιγοστό αραποσίτι και το γάλα της κατσίκας. Μάρτης προχωρημένος ήταν, στα 1.300 μέτρα υψόμετρο. Μοναδική τροφή για τα λίγα γιδοπρόβατα των κτιστάδων ήταν οι μαρτίγκες. Αγκαθωτοί χαμηλοί θάμνοι, με ίχνη πράσινου. Τους χτυπούσαν με τα τσαπιά και τους έριχναν στα ζώα.
Μια τέτοια μουντή μέρα, πήρε το μουλάρι ο μπαρμπα-Λάζος, φόρτωσε το ξύλινο αλέτρι, χούφτωσε τον γκρα από τον τοίχο και πήρε την ανηφοριά για τις πεζούλες. Εκεί ψηλά στις Ρισάες -που στην ντοπιολαλιά σημαίνει περιοχή του Λύγκα- είχε ένα κομμάτι γης. Ανεμοδαρμένο τη χειμωνιά και πυρωμένο το θέρος, ανάμεσα σε οξιές βασιλικές, ανατολικά της ρεματιάς. Ηθελε να οργώσει νωρίς, να δώσει στη γης τη χαμένη της αναπνοή.
Ετσι, έλεγαν οι παλιοί: το χώμα θέλει τις ανάσες του, πριν τη σπορά.
Τέλη Απρίλη φύτευαν φακή, για να θερίσουν τον Αύγουστο. Κρέμασε τον γκρα στον κέδρο. Πουρνό-πουρνό, με τη δροσιά στα μουστάκια του, άρχισε ο παππούς της γης την ανακατωσιά. Ενας λαγός πετάχθηκε στην τρίτη αυλακιά. Χτύπησε τα πίσω πόδια και απογειώθηκε. Χάζεψε χαρούμενα ο γέρος, τον λαγό που του δειχνε τα άσπρα του, μέχρι να χαθεί στης οξιάς τις παραφυάδες. Δεν σήκωσε ποτέ ντουφέκι τέτοια εποχή.
-«Μόνο στον πόλεμο την άνοιξη βαράνε», έλεγαν στα καφενεία. Πείσμωσε το μουλάρι κι έφευγε πιο γρήγορα. Ή θα στύλωνε τα πόδια του μέχρι το μεσημέρι, ή θα τρεχε ξύνοντας κι όχι οργώνοντας. Εψαχνε φαίνεται κι άλλον λαγό… Μια κίσσα έτρεχε πάνω – κάτω το χωράφι, γεμίζοντας τον τόπο με τις παράφωνες στριγκλιές της.
Σηκώνονταν που και που κοτσύφια από τις βατομουριές της ρεματιάς, και βουτούσαν στο φρεσκοσκαμμένο χώμα. Ξαπόστασε ο γέρος, όταν έφτασε τις αυλακιές στη μέση. Εδεσε την Γκιόσα του (το μουλάρι) δίπλα στο ρέμα, και σίμωσε με μια χούφτα κριθάρι στο ζώο… Ενας δειλός, γκρινιάρης ήλιος ζέσταινε πια ζώα κι ανθρώπους.
Ξαπλωμένος στη ρίζα ενός κέδρου, έφαγε λίγο ψωμί, ήπιε πολύ νερό και πήρε τον ύπνο του στα γρήγορα. Ξύπνησε με το χλιμίντρισμα του μουλαριού. Μια πελώρια αρκούδα, κοιτούσε περίεργα το ανακατωμένο χώμα στη μέση του χωραφιού. Σκάλιζε με το δεξί μπροστινό πόδι της το μαύρο χώμα. Κοκάλωσε ο γέρος, σαν το μουλάρι. Ανάπνεε ήσυχα και λίγο βαριά.
-«Αν δεις θεριό μη φοβηθείς, αν δεις ληστή τα ποδάρια αμόλα»… Ετσι έλεγαν οι παππούδες του, έτσι έκανε κι αυτός. Πέρασαν λίγα λεπτά, αιώνες φάνηκαν… Εστριψε η αρκούδα και κατευθύνθηκε προς τον γέρο. Αφωνος ο μπαρμπα-Λάζος, περίμενε… Ηλθε μπροστά του μπουσουλώντας …και τον προσπέρασε ήρεμα. Το μουλάρι έσπασε το κλαδί του δένδρου που ήταν δεμένο, κι έτρεξε αντίθετα.
Ο γέρος έτρεμε, καρφωμένος στο ίδιο σημείο. Στην άκρη του χωραφιού, γύρισε νωχελικά η αρκούδα και σηκώθηκε στα δυο πόδια. Σαν να χαιρετούσε του φάνηκε του γέρου… Χάθηκε στον κατήφορο, κουτρουβαλώντας. Το μουλάρι γύρισε πίσω, σέρνοντας το κλαδί στο οργωμένο χωράφι. Ελευθέρωσε το μουλάρι και ξεκίνησε για το χωριό. Είχε πολλά να πει, και από πολλά να συνέλθει…
Αυτά κι αυτά, είπε στον Κρητικό, τον αστυνόμο. Μαζεύτηκε όλο το χωριό στο καφενείο. Η μπάμπω, η Λάζαινα, πήγε στην εκκλησιά τη μεγάλη λαμπάδα, που την είχε φερμένη ο γιος της από τα Γιάννενα.
-«Πίστεψε ότι θα φύτευες αραποσίτι, για να χει να τρώει το φθινώπορο», είπε η μπάμπω το βράδυ, λίγο μετά την προσευχή της. «Που να ξερε, ότι θα φύτευες φακή»…