Ο κυνισμός, η αδιαφορία για το κοινωνικό σύνολο, η απαξίωση των παιδιών ενός κατώτερου θεού, υπήρχε πάντα από τη μεριά της ελίτ. Δεν είναι κάτι φρέσκο. Δεν δημιουργήθηκε με κάποιο μνημόνιο, με την οικονομική κρίση. Την εποχή που ήταν παχιές οι αγελάδες, δηλαδή τότε που οι πολίτες είχαν δουλειά, χρήμα, τα μέσα τους και τις άκρες τους, την εποχή που γεμίζανε τα σκυλάδικα, τα πολυκαταστήματα, η ελίτ ήταν ακριβώς η ίδια μόνο που αυτό τον κυνισμό δεν τον εισέπρατταν οι πελάτες του συστήματος αλλά μερικές κατηγορίες. Τα φτωχότερα στρώματα, οι υπηρέτες τους, οι εργάτες τους.. Η κάθε κυράτζα νεοπλουτισμένη ή και παλιοπλουτισμένη με τον αντρα της, που τώρα μαθαίνουμε πόσα λεφτά φάγανε μέσα από τις σάρκες των ταμείων που οι φουκαριάρηδες κατέθεταν το κόπο τους, δεν εγινε τώρα αλλαζονική, δεν έγιναν τώρα φιλοτομαριστές, στυγνοί, ήταν. Οταν πηγαίναν να φτιάξουν μαλλί, δούλα θεωρούσαν τη κοπελίτσα που τους έκανε πιστολάκι. Οταν ψώνιζαν με δέκα καρότσια από το σουπερ μάρκετ δούλο θεωρούσαν αυτόν που θα τους κουβαλήσει τα ψώνια, την υπηρετρια που θα τους σφουγγαρίσει το σπίτι, το σερβιτόρο που θα τους σερβίρει το φιλετάκι, τον ανάπηρο που τους εμπόδιζε γιατί πέρναγε σιγά το δρόμο, τους αρρώστους που κοιμόντουσαν στα ράτζα των λαϊκών νοσοκομείων, τις φτωχογειτονιές και τις σαρδέλες που στριγμωνόντουσαν στα ΜΜΜ,τους άρρωστους, ανάπηρους, άστεγους.. τον υπαλληλίσκο στις επιχειρήσεις τους, στα μαγαζιά τους, στα Υπουργεία τους…
Ποτέ δεν ήρθαν σε επικοινωνία με όλο αυτό το λαουζίκο. Τον έβλεπαν από μακριά και τον άγγιζαν στο σημείο που επρεπε να τους ΥΠΗΡΕΤΗΣΕΙ σε κάτι. Η ψευδαίσθηση της ελευθερίας και της δυνατότητας του αυτοδημιούργητου πλούτου του ονειρεμένου καπιταλισμού, κράτησε όσο αυτή ακριβώς η τάξη των κυνικών, που τα άρπαζαν και πλούτιζαν πάνω στις πλατες των άλλων, είχε ανάγκη τους πολλούς για να στεριώσει παντοδύναμη, να αγοράσει τα πάντα, να εξουδετερώσει κάθε αντίπαλο, για να έχει τη δυνατότητα να μην έχει ανάγκη κανέναν σήμερα. Η παντοδύναμες ελίτ στέριωσαν, έγιναν η θηλειά που πνίγει την ανθρωπότητα σήμερα πατώντας πάνω στην απατηλή ονείρωξη των μαζών πως ατομικά ο καθένας θα είχε τη δυνατότητα μια μέρα να γίνει σαν κι αυτούς. Το αμερικανικό όνειρο κάθε φουκαριάρη να γίνει από δούλος καπιτάλας που θα γ@μάει και θα δέρνει, έδωσε το περιθώριο στους ελάχιστους να πατήσουν στο λαιμό όλους τους υπόλοιπους.
Η δίψα για χρήμα και δόξα, το τάϊσμα ενός αρρωστημένου εγώ, ενός αδίστακτου τομαριού δεν είναι μια οικονομική κατάσταση. Είναι ένα σύνολο που αποτελείται ακριβώς από κυνισμό, αλλαζονεία, μωροδοξία, διαφθορά της συνείδησης, εκφυλισμό όλων των αξιων, είναι η πορεία προς το θάνατο της ψυχής και η κυριαρχία μιας κούφιας σάρκας που πεινάει μόνιμα και δεν έχει κανένα πρόβλημα να φτάσει μέχρι το κανιβαλισό για να χορτάσει. Το ξύπνημα στην αποικία της μεγάλης μάζας είναι ένα σοκ. Γιατί οι τελευταίες γεννιές είχαν μεγαλώσει με τη ψευδαίσθηση πως έχουν δικαιώματα και δημοκρατίες. Πως υπάρχουν κανόνες και κράτος που θα τους υπερασπιστει στις αδικίες, που θα τους βοηθήσει να επιβιώνουν άνετα και να πραγματοποιούν τα όνειρά τους. Τα παιδιά έμπαιναν με τσαμπουκά στις δουλειές τους, οι μπαμπάδες διαπραγματευόντουσαν τους βλαχοδήμαρχους που θα τα διορίσουν, οι δούλοι έτρωγαν στα ιδια μαγαζιά με τα αφεντικά, έκαναν τα μπάνια τους στα ίδια θέρετρα , συναγωνιζόντουσαν στα φανάρια με τις κουρσάρες και χτίζαν τις μεζονέτες δίπλα δίπλα…
Μόνο που για ένα ελάχιστο ποσοστό όλα αυτά ήταν αληθινά και ανεχόντουσαν αυτό το μίγμα από λαό και Κολωνάκι για να σχεδιάσουν την μελλοντική δυστοπία, που θα ήταν κομμένη και ραμμένη στα μέτρα τους, ενώ για το πλήθος των εθισμένων στο καπιταλιστικό όνειρο φουκαριάρηδων ήταν απλά ένα όνειρο που θα χανόταν όταν όλα θα ήταν εξασφαλισμένα για την επιστροφή στη φυσική κατάσταση των αποικιών. Ολιγάρχες και δούλοι. Η μαγική στιγμή όπου το κόκκαλο που τράβαγε τα σκυλάκια από τη μύτη, ο αφέντης θα το έπαιρνε πίσω και θα έριχνε μια κλωτσιά στο αδέσποτο. Αυτό που σου κάνουν σήμερα δεν είναι τίποτα περισσότερο από την αλλαζονεία που είχες αποκτήσει να νομίζεις πως είσαι κάτι περισσότερο από μια τρίχα στο ζυμάρι τους.
Θυμάσαι πως έβγαζες τα χιλιάρικα και τα κόλλαγες στη μούρη του οργανοπαίχτη, Εκείνη τη κίνηση που έδειχνες στο χωριό πόσο μεγάλη την έχεις τη τσέπη, και στο βάθος στη ταβέρνα υπήρχε ένα λατζέρης που έπλενε τα πιάτα σου ιδρωμένος με τα πόδια πρησμένα, ενώ εσύ έφερνες τις βόλτες σου, χορτασμένος και ικανοποιημένος με το τομάρι σου? Ε λοιπόν σήμερα είσαι απλά ο λατζέρης. Εχεις φύγει από το πρώτο τραπέζι πίστα, έχεις μπει πίσω στη κουζίνα και παρακαλάς το αφεντικό για ένα μεροκάματο της πείνας ενώ έξω τα τραπέζια γλεντάνε ακόμα και κολλάνε τάληρα στο κούτελο στους οργανοπαίκτες….
Το ξύπνημα στον εφιάλτη είναι πως μόλις τώρα συνειδητοποιείς πως δεν σε αγάπησε ποτέ το σύστημα που εξυπηρετούσες τόσο πιστά. Δεν του καίγεται καρφί αν ζήσεις ή αν πεθάνεις και σε πονάει αφάνταστα αυτό γιατί είσαι ο πρώην που ξέπεσε. Ο μαγαζάτορας με τους υπαλλήλους, ο δημόσιος υπάλληλος με τα μέσα, ο εργαζόμενος με τις απαιτήσεις, ο νέος με το θράσος του μπορώ να τα έχω όλα, ο γέρος με την εξασφαλισμένη σύνταξη που θα πεθάνει πλήρης ημερών. Είσαι όλα αυτά τα ΠΡΩΗΝ που γίνανε καπνός, και ήρθες με ένα μεγάλο καλωσόρισμα στο κόσμο εκείνων που θεωρούσες τριτοκοσμικούς, φουκαριάρηες, πλέμπα, αποτυχημένους και ανοικοκύρευτους.
Γιατί εκατομμύρια άνθρωποι έδωσαν το αίμα τους για να γίνεις όλα αυτά, κι εσύ νόμιζες πως τα είχες αποκτήσει γιατί ήσουν όμορφος και μάγκας. Περίμενε τώρα λοιπόν τον αφέντη να γυρίσει από το σκι, για να αποφασίσει αν θα σου επιτρέψει να ζήσεις μια μέρα ακόμα…