Οι δικοί μου ξένοι οι πιο μακρινοί Είναι αυτοί που ζουν κοντά μου
Τους κοιτάζω, τους αγγίζω, τους μιλώ Τους ανοίγω την καρδιά μου
Μα ο καθένας ταξιδεύει μοναχός Μέσ στην άγνωστη ψυχή του Ο καθένας στην δική του ξενιτιά
Πολεμάει για τη ζωή του Οι δικοί μου ξένοι είν οι αγαπημένοι…
Οι δικοί μου ανθρώποι ζούνε μακριά
Κι από μακριά αγαπάνε
Έτσι μεγαλώνει ο κόσμος κι η καρδιά
Και θυμόμαστε όπου πάμε
Μα ο καθένας ταξιδεύει μοναχός
Κι αδελφή ψυχή γυρεύει
Και στα κρύσταλλα κομμάτια της καρδιάς
Την αλήθεια του λαξεύει……………….
Βρέχει κι είμαι τα φώτα που κοιτάς αφηρημένα, πίσω από το τζάμι.
βάρος που στο λαιμό φοράς όταν βουτάς, σε λογισμών ποτάμι.
Βρέχει κι είμαι ο περαστικός που βιαστικά από δίπλα σου περνάει.
στον ώμο του να κλαίει ο ουρανός και αυτός κλειστή ομπρέλα να κρατάει.
Βρέχει και πέφτω γύρω σου παντού μα δεν περνώ από τα ρούχα στην καρδιά σου.
γίνομαι σύννεφο σε μια γωνιά ουρανού να μην κρύβω τον ήλιο απ” τη ματιά σου.
Βρέχει, σταγόνα γίνομαι μικρή που αγγίζει απαλά το πρόσωπό σου
λίγο προτού παγιδευτεί, σε μια ρωγμή, στην άκρη των χειλιών σου..
εγραψε το πιτσιρικι