Ξαγρύπνησε φορές αμέτρητες με τη σκέψη να τρέχει δυνατά σαν τους χτύπους καρδιά αλαφιασμένης…Πάντα κοντά στο κηροπήγιο καρτερούσε το χάραμα και τα σωθικά αποκτούσαν μια παράξενη ζεστασιά έτσι το παράξενο τρεχαλητό ξεκινούσε χωρίς να αλλάξει καθόλου θέση… Ήταν σαν παιδί και συχνά παραλόγιαζε ξεχνιόταν μέσα στη σκέψη σαν να ζούσε σε παραμύθι. Ήταν όμως δύσκολο για ένα παιδί τούτο το παραμύθι.. Ποιος μπορούσε να ξεγελάσει ένα παιδί, που ψάχνει το σημείο εκείνο που δυνατά θα σπρώξει, ώστε ο κόσμος να γυρίσει ανάποδα; Και τότε …; Ω! Τότε θα πέσουν οι κακοί στο πέλαγος και θα μείνουν ακλόνητοι εκείνοι που πήγαν να ξεπλύνουν στο ποτάμι τις ανομίες.. Ήξερε πως ο καθένας είχε κάποια όρια, ήξερε πώς να ως εκεί μπορούσε να φτάσει Ήταν αυτός κι όχι ο άλλος. Ήθελε αυτό κι όχι εκείνο. Αφηνόταν σ” όποιον πίστευε και κλεινόταν σαν όστρακο σ” όποιον δεν πίστευε. Στον εγκέφαλο τίποτα δεν κατέγραφε εκτός την ηχώ που ερχόταν από τον ουρανό κι αυτή κατεστραμμένη, από τους ύπουλους και μοχθηρούς εχθρούς του πολιτισμού. Ο καημός της αγάπης τον πυρπόλησε και κανείς πλην ελαχίστων δεν καταλάβαινε τι ήθελε να πει κι ας ήταν απλά αυτά που εννοούσε: Συνετό φθινόπωρο και ελάχιστος χειμώνας. Αυτό ήταν το μεγάλο μυστικό, που δεν έβλεπαν όλοι παρ’; εκείνοι μόνο που ήθελε αυτός να δουν… Τι χλευασμούς αλήθεια και τι λαχτάρες πέρασε, με το μυαλό όμως έξω από τη φθορά,για να φτάσει εδώ με τόσα βάρη και πίκρα,μα και αγάπη αναπάντεχη …Αξιώθηκε να δει σκίνους να βγάζουν καρπό και να στεφανώνουν τους ερωτευμένους…Μάζεψε το στερνό των άστρων και στρέφοντας το πρόσωπο στο φως το νέο, το ζωοδόχο που έμοιαζε με τα μάτια της, το γέλιο της,το νέο φως της νέας άγνωστης ημέρας, που αυτό τον ατένιζε χωρίς έλεος ..
εγραψε το πιτσιρικι