Όταν κάθε γειτόνισσα, κυρία Μαρία, πλησίαζε με εκείνον τον ορμητικό δισταγμό, ξεχειλίζοντας από περιέργεια , έσκυβε προς τα ρουμπινάτα μάτια και τότε μπορούσες θαρρώ να δεις μέσα από τα μαρμαροκοκκάλινα γυαλιά της πρεσβυωπίας τον αντικατοπτρισμό του φοβισμένου σου κορμιού στο τζάμι, και ρωτούσε: « Τι θα γίνεις εσύ όταν μεγαλώσεις κοριτσάκι;» Τίποτα δε θα γίνω κυρία μου, τίποτα. Γιατί δεν μπορώ, γιατί φοβάμαι, γιατί με ξεζουμίσατε! Πώς έπρεπε δηλαδή να γνωρίζω στα οκτώ μου τι μου μέλλει εμένα η ζωή. Άσε που αυτό το τι μέλλει γενέσθαι, μόνο την όρεξη μου άνοιγε για χρόνια. Πάντα προτιμούσα τη μερέντα ωστόσο…
Αρνούμαι να φτάσω αυτά τα λόγια στο φαύλο κύκλο των ευθυνών. Οτιδήποτε διαβάζω πια τελευταία οδηγεί εν κατακλείδι σε μια εκτροχιασμένη αγανάκτηση τύπου: τι κάνει το κράτος για όλα αυτά; Πότε επιτέλους θα πληρώσουν οι υπαίτιοι τα λάθη τους; Που είναι η αξιοκρατία της χωράς μας; Μα σε ποιον απευθύνεστε κύριοι, δε σας καταλαβαίνω. Να σας πω και κάτι; Δεν απαντώ και δεν εμπλέκομαι άλλο στα πολιτικά σας τερτίπια. Δε με νοιάζει. Με νοιάζει μόνο που δεν κοιμάμαι ήσυχη τώρα τα βράδια. Όπως το ακούτε, είμαι μια εγωίστρια, εγωκεντρική, εγωπαθής, σαν ένα μικρό εξάχρονο.
Με νοιάζει που η φίλη μου έγινε άθελα της μετανάστης και δεν την βλέπω πια. Με νοιάζει που η γειτόνισσα δεν έχει τώρα τα χρήματα να αγοράσει πάνες για το αγγελούδι της και κάθε βράδυ σιγοκλαίει αναλογιζόμενη πως δεν είναι ικανή για μάνα. Με νοιάζει που ο κύριος Γιώργος φεύγει και έρχεται στο σπιτικό του άπραγος, γιατί δεν το τολμά να πει στην αγαπημένη του πως δεν τους ήταν απαραίτητος πια στη δουλειά. Και η αγαπημένη καταντά μισητή, και αγέλαστη και μη ποθητή πια. Πλέκονται με τόσο όμορφη ειρωνεία οι αποστάσεις ανάμεσά μας, σαν να τις κέντησε η πιο καλή ράφτρα. Με νοιάζει που η μικρή Φιλιώ δανείστηκε πάλι ένα μολύβι από τη Βάγια γιατί εκείνη το ξέχασε στο σπίτι. Κάθε μέρα το ξεχνά στο σπίτι. Και ο δάσκαλος τώρα επιπλήττει τη μητέρα της Φιλιώς για τα προβλήματα μνήμης της κόρης της. Ορίστε και το μαύρο πρόβατο της τάξης, να και η άχρηστη Φιλιώ της κοινωνίας.
Με νοιάζει τελικά που δε μπορώ να σε κοιτάξω στα μάτια και να σου πω: όλα θα πάνε καλά. Γιατί ίσως να μη πάνε. Γιατί δεν ξέρω πώς, πού και αν θα πάνε γενικά. Καλύτερα μια εγωίστρια παρά μια ψεύτρα. Γι’ αυτό καλέ μου άνθρωπε, την επόμενη φορά που θα ρωτήσεις ένα παιδί εσύ τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις , σκέψου, αναλογίσου εάν εσύ φέρεσαι τώρα ορθά, υπεύθυνα για να γίνει το παιδί σου αύριο γιατρός, δάσκαλος, οικονομολόγος, δικηγόρος. Σκέψου και βρες μια αξιοπρεπή απάντηση για τη στιγμή εκείνη που το σπλάχνο σου θα έρθει και με την πιο γλυκά ζωγραφισμένη απορία στο πρόσωπο, θα ρωτήσει: Εγώ γιατί δεν έγινα αστροναύτης μπαμπά;