Λίγη ψυχούλα ακόμη και θα τελειώσεις

Είπα να πω ένα γεια, στ” απαρχαιωμένα μου δάχτυλα, που στάζουνε μολύβι από τα νύχια. Μια απλή κουβέντα.
Δέκα γραμμές είναι μόνο, αποτυπωμένες στο μαξιλάρι που είχε τη νύχτα ερωμένη, που πάλεψε με φαντάσματα κι εφιάλτες. Μα νίκες ούτε για δείγμα. Δέκα γραμμές χαραγμένες στους τοίχους, γιατί πόθησαν να εξορύξουν λέξεις.
Πόθησαν να κραυγάσουν οργασμούς, το γκρι του μολυβιού με τ’άσπρο του ασβέστη. Δέκα αναθεματισμένες μουντζούρες πάνω στο κίτρινο του καιρού. Είπα να πω ένα γεια. Φόρεσα τη μεταξωτή πανοπλία μου και στάθηκα μπροστά στον καθρέφτη. Άγγιξα μια μια τις γραντζουνιές στα μάγουλα. Δέκα τις μέτρησα. Ήταν από τότε,
που είχα την ανάγκη να νιώσω. Οι μακρινοί προορισμοί είναι κοντά είναι στο σώμα σου κρυμμένοι και κοιμούνται
κι όταν ο Έρωτας αστράφτει και βροντά βλέπουν το δρόμο τους ξανά και τον θυμούνται…μα δεν τον ξέχασαν ποτέ γι’αυτό θυμούνται…Σ” άφησαν μόνο σου στο βυθό, να παίζεις με πέτρες και κοχύλια.  κι εσύ δυσκολεύεσαι τώρα πια ν” ανασάνεις. Κάτι σε κρατάει κάτω, έγινες δέσμιος της άμμου, ένα κοράλλι από τα κοράλλια.  Αναπνέεις νερό τώρα πια
και κολυμπάς με τα φύκια…Ξετύλιξε από τον λαιμό μου τα φύκια που ανελέητα με πνίγουν και βοήθα με ν” αναδυθώ.
Μάθε με να κοιτάζω άφοβα το αύριο και να λατρεύω τις προκλήσεις. Μάθε με να ζω…

εγραψε το πιτσιρικι