Ναυαγός εκ των προτέρων

wpid-wp-1470684213142.jpeg

Ξεστολίζομαι. Από ό,τι έμεινε. Από ό,τι άντεξα. Γυμνος μέσα σ’ ένα χρόνο που δεν χώρεσα. Όμως έζησα. Και τον πέρασα, καδένα στον λαιμό. Με ένα σταυρό να μαρτυρά, ό,τι πόνεσα. Ό,τι έκλαψα. Μπερδεμένα όλα, μέσα σε μια απλότητα στιγμών κυριολεκτικά, αμφίστομων. Που με όσα φωνήεντα, σύμφωνα κι αν γράψω, δεν γράφονται. Μεταφέρθηκα παραπλεύρως. Κι όσα κι αν έχω, λίγα φαίνονται. Λιγόστεψαν ακόμη περισσότερο μετά από ‘κεινη την βροχή. Έμπασαν. Μάζεψαν. Και στο τσιγάρο το τελευταίο, μια ολάκερη ζωή, που να με πάρει. Γόνατα πληγωμένα απ’ τις λέξεις, που πια κατηφόρισαν, και δεν πονάνε. Τον πόνο, βλέπεις, η πληγή δεν τον μετρά. Άγραφη ζωή, επιμετρήσεων αμέτρητων. Χτυπά πάνω σε πόρτες, παράθυρα. Κι όσο κι αν κοιτούσα από ‘κεινο το παράθυρο, εσύ δεν φαινόσουν. Έλειπες. Έφυγες χωρίς να το καταγράψω. Να το πιστέψω. Αλάτι έμεινε πάνω σ’ ένα κύμα, γαλανό, των ματιών σου η σιωπή. Πνίγηκα. Νικήθηκα. Ναυαγός εκ των προτέρων. Δέθηκα σε ό,τι δεν πίστεψες. Κι όλες οι κλεμμένες ζωές, έμειναν χωρίς ανάσα. Με εκείνο το γαμημένο αν. Μηνύματα στάχτες. Η λαχτάρα έμεινε όμως εκεί, που κάποτε θέλησε. Σε ‘κεινο το όνειρο που εκείνοι, οι δυο, έζησαν και το στόλισαν με την αγάπη, αγάπη μαγειρεμένη σ’ ένα φαί, σ’ ένα μικρό ταβερνάκι, στο μοναδικό τους «ταξίδι στην ευτυχία». Πόσο όνειρο σπατάλησα; Πόση ζωή ξόδεψα; Και σε όλα, μια απάντηση πια χωρά. Δίνε μου τον ήχο σου και θα γίνομαι ο αντίλαλος του. Σε βουνά κι αν χτυπάω δεν πρόκειται να ματώνω. Μέσα στα μάτια μου βύθισε τα όνειρα σου. Τα πιο ερωτικά. Τα πιο απόλυτα. Τα πιο ερεθισμένα. Εκείνα που κρύβεις πίσω από κάθε σου σημείο στίξης. Εκείνα που ζεις μέσα στον ψίθυρο που σου χαράζει η ηδονή. Εκείνα που καις στην φλόγα ενός κεριού που με λατρεία ανάβεις. Εκείνα που σε κάνουν να είσαι άντρας…

εγραψε το πιτσιρικι