Daily Archives: Νοεμβρίου 2, 2014

Τον θεό του Έρωτα…

cebbceb5cf86cf84ceb1

Ερεθισμένες απολήξεις νεύρων, που διακλαδώθηκαν στου έρωτα τους δρόμους, τα δάχτυλα μου. Αγγίζουν το ρεύμα του κορμιού σου και μυρίζουν την κάψα  του, καθρεπτίζοντας επάνω τους το ανομολόγητο της ψυχής μου. Ολόκληρες στιγμές μας δίνονται χάρισμα, στιγμές που κρέμονται απ’τα χείλια μιας ματιάς ηδονής. Μιας τρελής ματιάς πόθου.

Εκεί στο αναμεσά τους είναι που με φιλάς κοιτώντας με και με λιώνεις. Με κάνεις να μην θέλω να ανασάνω, να μην βγάλω ούτε ένα μικρούλι ψίθυρο. Αδιαμαρτύρητα με γυρνάς μέσα στην αγκαλιά σου με αυτά τα χέρια κλειδιά. Που με ανοίγουν. Που με παραδίδουν σε ό,τι ανεπίτρεπτες σκέψεις μπορεί ένας έρωτας να γεννά. Που με βυθίζουν σε στώματα σκληρά, στύσεις μιας ζωής που πάλλετε. Μιας φωνής που ακόμη τρεμοπαίζει σαν φλόγα μέσα στο λαιμό μου. Σταγόνα νερού στην ερημιά η γλώσσα σου, με ξεδιψά απ’την προαιώνια δίψα των ανθρώπων για ολοκλήρωση. Οργασμός φωνών και λέξεων. Σαν κηλίδες που επιθυμουν να απλωθούνε. Να καταλάβουν ό,τι χώρο τους αφαιρούμε ατην καθημερινότητα που διανύουμε σιωπηλοί.

Μυρωδιές ανάκατες με το σκοτάδι, ένας συνδυασμός έκρηξης πάθους. Βρίσκεις το μονοπάτι της ηδονής μου απλά μυριζοντάς το. Σαν ιχνηλάτης ικανός να βρεί την λεία που, ίσως κάποτε σε μια άλλη ζωή, του κλέψανε. Που δική του όμως υποσχέθηκε ότι θα ξανακάνει. Και την στιγμή που μέσα ο  ένας στον άλλον βουτάμε, τιναζόμαστε ψηλά σαν θυσία στον θεό που τώρα προσκυνάμε. Τον θεό του Έρωτα…

εγραψε το πιτσιρικι

ρημαγμένες τις λέξεις.

cebbceb5cf86cf84ceb1
Λυγίζουν κουρασμένα τα μεγαλα λογια απ” τους ανέμους που ταξίδεψαν τα μικρά τους φύλλα τις λέξεις που κρύφθηκαν ανάμεσα τους τις μνήμες από ζευγάρια που φιλήθηκαν γερμένα πάνω απ” τις ρίζες τους.
Κι έρχονται ηλιοβαμμένα πρωινά με λίγο νερό που έχει λιμνάσει στην άκρη της αυλής να σε υποδεχτούν, να σου θυμίσουν πως άλλα κάθε φορά ο χρόνος φέρνει δεν επιστρέφει, μήτε παγώνει. Κι όπως διάβασες κάποτε ένα γράμμα ερωτικό έτσι τώρα μαθαίνεις απ” την αρχή ανάγνωση για να μπορέσεις κάποτε να κλείσεις σ” ένα γράμμα
τη ευτυχία που έζησες και τη σιωπή που πότισες τη μνήμη να μη θυμάται (;) όταν πόνεσες. Λυγίζουν κουρασμένα τα μεγαλα λογια πάνω απ’ τα βλέφαρα που κλείνουν μ’ ένα κρυφό χαμόγελο στην αγκαλιά τους κι ακουμπούν τρυφερά μιαν άνοιξη ανθισμένη μιαν ανάσα ελεύθερη πάνω απ’ το κρυφό τους χαμόγελο. Βαθαίνουμε ολοένα στη σιωπή

σεπτά, κατανυκτικά σα μια παράξενη ανάγκη να μας οδηγεί. Κι ερημώνουμε τις γωνιές των δρόμων αφήνουμε σπασμένα τα παράθυρα ρημαγμένες τις λέξεις. Χανόμαστε στα έκδοχα μιας λύπης υποδόριας υπνωτισμένοι θαρρείς από ένα παιδικό, τελευταίο μας όνειρο να κλείνουν απότομα οι νύχτες..Ξημερώνει αργά κι όλα, σιωπηλά, προσμένουν τη βροχήνα ξεπλύνει κάθε αμαρτία παλιά….
εγραψε το πιτσιρικι

Χάραξα σε μια πέτρα τ’όνομα Σου

cebbceb5cf86cf84ceb1

Ρίζωσες σε λέξεις που λέγοντας τ” όνομά σου ξέχασαν να προφέρουν το δικό τους.  Γίνηκες το γύρισμα του κορμιού στον βραδινό ύπνο, η δίψα στα χείλη, το σπρώξιμο του χρόνου στην αιωνιότητα.  Πες μου, σχέδιο ήταν ή απλά έτυχε;  Πες μου πως κατάφερες μια ψυχή να χωρέσεις, που άνοιξαν οι άνεμοι στις άκρες τ” ουρανού και χόρεψαν τον απτάλικο χορό τους, κι     εκείνη να κουρνιάσει στα δυο σου μάτια;  Γυρνώ στα χρόνια τα πριν, σ” αναζητώ.  Με πόση σιωπή στα χέρια της αναμονής έμαθαν οι αισθήσεις να γράφουν γράμμα το γράμμα μια λέξη που γίνηκε όνομά σου!  Έμαθαν έπειτα τον τρόπο να το προφέρουν, κάτι σαν από τραγούδι παλιό.  Νότα τη νότα έμαθα για εσένα, νότα τη νότα έμαθα εσένα κι άλλο δεν κάνω τώρα απ” το να σε τραγουδώ.  Αποκοιμήθηκα στις πηγές της μελωδίας σου.  Ποτάμια ντύθηκαν και με παρέσυραν.  Ακούς, ακόμα κελαριστά κυλούν τα νερά, ακόμα τα όνειρα μπορούν και ταξιδεύουν.  Κι αλήθεια, γνωρίζεις σε πόσα «βάσανα» μ” έβαλαν τούτα τα ταξίδια;  Πρέπει πάντα να έχω έτοιμη μια βαλίτσα, ιδίως για τα πιο μακρινά, μα πιο πολύ πρέπει εισιτήρια πάντα δύο να κρατώ στο χέρι μαζί να   σε παίρνω, να βλέπεις τους τόπους που με φθάνεις, μα τι να πρωτοσυλλέξεις από εικόνες, από ήχους, τι να πρωτονιώσεις …;  Χάραξα σε μια πέτρα τ” όνομα σου, έριξα την πέτρα στην ήρεμη θάλασσα, μέτρησα τις αναπηδήσεις, μετρώ ακόμα.  Η θάλασσα γέμισε κυματισμούς, έγινε όμορφη θάλασσα, ζωντανή.  Είναι η ψυχή μου.  Στέκουμαι καμιά φορά στην άκρη του λιμανιού, κ” είσαι λιμάνι.  Πατώ στις αρμυρισμένες λακκούβες σου, πονάς.  Ακούω τις μέσα σου φωνές, πλέκω πανί γερό το σηκώνω σε ιστίο ψηλό και σε ξεμακραίνω.  Σε πόσα βράχια χτύπησαν τα σκαριά σου, πες μου.  Σε πόσες υποσχέσεις π” αρνήθηκαν την ύπαρξη τους αγκυλώθηκαν τα δάχτυλα σου;  Πόσα σου βήματα άφησαν ίχνη κόκκινα στους δρόμους των ονείρων;  Μην το αρνείσαι, αλλιώς δε γίνεται.  Μέσα από πόνο μας έβγαλε ο Θεός στην αγάπη…

εγραψε το πιτσιρικι