ΠΟΥΤΑΝΑ ΟΛΑ

XREOS5_457_355

«ΠΟΥΤΑΝΑ ΟΛΑ» ουρλιάζει η φωνή.

Η Ναταλία πετάγεται από τον ύπνο της. Η καρδιά της χτυπάει ανεξέλεγκτα. Με το δεξί της χέρι ψάχνει εκεί που δεν υπάρχει διακόπτης για να ανάψει το φως.

-»Ηλία! Ηλία! Ξύπνα! Το άκουσες;», λέει, ενώ με το αριστερό της χέρι προσπαθεί να σκουντήσει τον άντρα που κοιμάται δίπλα της.

Το αριστερό της χέρι δεν βρίσκει τίποτα, όπως και το δεξί της. Ούτε άντρα, ούτε διακόπτη.

-»Το φως. Ηλία. Η φωνή. Ακούς; Άκουσες; Κύριε Ηλία με ακούτε; Που είσαι;», λέει ενώ εξακολουθεί να κάνει και με τα δυο της χέρια άσκοπους κύκλους στον αέρα.

Χάνει την ισορροπία της, βάζει και τα δύο χέρια εκεί που νομίζει ότι είναι ο καναπές-κρεβάτι, και πέφτει. Τη στιγμή που σκάει με τη μύτη στο πάτωμα το φως ανάβει.

Σηκώνει το κεφάλι. Η καρδιά της συνεχίζει να χτυπάει δυνατά. Η αναπνοή της είναι δύσκολη. Από τη μύτη της τρέχει κάτι που μάλλον είναι αίμα. Κοιτάει το αφεντικό της που είναι όρθιο στην άλλη μεριά του καναπέ-κρεβατιού.

Την κοιτάει με ένα βλέμμα που η ίδια βιάστηκε να θεωρήσει «τρελό», μέχρι που βλέπει το χαμόγελό του και καταλαβαίνει τι στην πραγματικότητα σημαίνει το επίθετο «τρελό».

-»Ηλία εσύ;», ρωτάει, χωρίς να ξέρει τι ακριβώς θέλει να μάθει με αυτή την ερώτηση. Σκουπίζει τα αίματα και τις μύξες με τα χέρια, και του τα δείχνει.

-»Θα τα κάνω πουτάνα όλα» λέει ο άντρας, με έναν τρόπο που δεν χωράει καμία αμφιβολία πως ξέρει ακριβώς για ποιο πράγμα μιλάει.

-»Εσύ ούρλιαξες; Εσείς ουρλιάξατε;» συνεχίζει τις άσκοπες ερωτήσεις η γραμματέας του, σκουπίζοντας τα αίματα και τις μύξες στο σεντόνι.

Αυτός δε δείχνει να κάνει καμία προσπάθεια να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση.

-»Θα τα κάνω πουτάνα όλα. Δεν είναι ζωή αυτή» λέει και αρπάζει τα χαρτιά, το λάπτοπ, τα καλώδια, τους φορτιστές, τα κινητά, τα γυαλιά του, το μισοτελειωμένο ουίσκι, το γεμάτο προφυλακτικό, τη μια κάλτσα και το παντελόνι, σε ένα σωρό, για να πάει δίπλα στο γραφείο του, σκοντάφτει στα καλώδια, και τα πάντα πετάγονται στον αέρα, πριν σκάσουν κάτω και σκορπίσουν σε όλο το δωμάτιο.

-»ΤΙ ΣΤΟΝ ΠΟΥΤΣΟ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ;» ουρλιάζει η Ναταλία, και ο κύριος Ηλίας συνειδητοποιεί πως είναι ολόγυμνος, έχει πατήσει το προφυλακτικό που έχει ανοίξει και έχουν γεμίσει σπέρμα τα δάχτυλα του δεξιού του ποδιού, ενώ η μύτη του στάζει αίμα στο πάτωμα. Αρπάζει το σεντόνι. Σκουπίζει το πόδι του από τα σπέρματα και τη μύτη του από τα αίματα, σκουπίζει και τα ουίσκια από το λάπτοπ, και φοράει το σεντόνι για να κρύψει την τεράστια κοιλιά του.

-»Σου οφείλω μια εξήγηση. Έχεις δίκιο. Αποφάσισα να τα κάνω όλα πουτάνα. Δεν μπορώ να ζω έτσι».

-»Θα την χωρίσεις;» ρωτάει η Ναταλία με μια ξαφνική λάμψη στα αγριεμένα της ματιά.

-»Ποια; Όχι. Είναι κάτι μεγαλύτερο. Θα τα κάνω όλα πουτάνα. Όλα. Αρχίζοντας από το λόγο».

-»Ποιο λόγο;»

-»Τι ποιο λόγο; Το λόγο»

-»ΤΟΝ λόγο;»

-»Ναι μωράκι μου. ΤΟΝ λόγο»

-»Γιατί; Τι λες; Τι εννοείς; Τι θα κάνεις με το λόγο; Και γιατί; Για ποιο λόγο;»

-»Μεγάλη ιστορία. Πάω δίπλα στο γραφείο. Φτιάξε μου έναν καφέ, και όταν τελειώσω θα σου τα πω όλα»

-»Δεν μπορείς να με αφήνεις πάντα στο σκοτάδι. Τι συμβαίνει;»

-»Τι ώρα είναι;»

-»Τι σχέση έχει αυτό τώρα;»

-»Έχει. Τι ώρα είναι;»

-»Τρεις και τέταρτο»

-»Ωραία, έχω χρόνο. Φέρε τον καφέ. Θα τα κάνω πουτάνα όλα», λέει και φεύγει.

-»Γι αυτό δεν σε αντέχει η γυναίκα σου», του φωνάζει η Ναταλία, «Όλα για τον εαυτό σου τα κρατάς. Λες κι είσαι κανας γρίφος. Δεν είσαι. Ένας μαλάκας είσαι κι εσύ όπως όλοι. Μαλάκα. Και τον καφέ να τον φτιάξεις μόνος σου μαλάκα. Έ, μαλάκα».

-»Βάλε και λίγο Τζόνυ μέσα στον καφέ μωράκι», ακούγεται από δίπλα η φωνή του κυρίου Ηλία, και η Ναταλία καταλαβαίνει πως όλα πια έχουν χάσει το νόημά τους, αν είχανε ποτέ νόημα. Αρχίζει να φοράει τα ρούχα της.

-»Καλά μου έλεγε η μάνα μου να μη μπλέκω με τ” αφεντικά. Καλά κάνουν και σας βρίζουν οι αναρχικοί. Καμιά ειρήνη με τ” αφεντικά, μαλάκα. Παραιτούμαι. Και θα πάω στη συνέλευση της γειτονιάς μου και θα σε καταγγείλω, πολιτικάντη του κώλου. Και θα πάρω και θα βάλω το σπέρμα σου πάνω στο φόρεμά μου και θα πάω στα κανάλια να γίνει σκάνδαλο σαν του Μπους»

-»Ο Κλίντον ήταν», ακούγεται το αφεντικό από μέσα.

Η Ναταλία παρατάει το πασάλειμμα του φορέματός της με την καπότα, τρέχει στην κουζίνα, παίρνει μια κούπα, ανοίγει το ντουλάπι, βγάζει τον καφέ, ανοίγει το συρτάρι, βγάζει ένα κουτάλι, βάζει οχτώ κουταλιές καφέ στην κούπα, ανοίγει την βρύση, γεμίζει την κούπα, ανακατεύει με το κουτάλι, αφήνει το νερό να τρέχει και τα ντουλάπια ανοιχτά, φεύγει με την κούπα προς το γραφείο, βλέπει τον έκπληκτο κύριο Ηλία, τον σημαδεύει, πετάει την κούπα, τον βρίσκει στο κεφάλι, και όλο το δωμάτιο γεμίζει καφέδες.

-»Σε πέτυχα πούστη. Άντε και γαμήσου. Γύρισε ο τροχός, γάμησε κι η φτωχή γραμματέας. Μαλάκα», είπε και κοπάνησε την πόρτα βγαίνοντας.

Έξω από την πόρτα συνειδητοποίησε πως ήταν ξυπόλητη. Δεν πήρε ούτε το πορτοφόλι. Ούτε το κινητό.

-»Σκατά» σφυρίζει μέσα από τα δόντια της.

Αρχίζει να κοπανάει την πόρτα.

-»Άνοιξε ρε μαλάκα την πόρτα. Άνοιξε ρε μαλάκα. Θα τα κάνω πουτάνα όλα. Θα μας δείξουν τα κανάλια. Άνοιξε ρε μαλάκα. Άνοιξε ρε μαλάκα την πόρτα».

Η πόρτα ανοίγει. «Ηλίας Παναγιωτάκος, Ειδικός Γραμματέας» γράφει επάνω. Ο Παναγιωτάκος κρατάει μια πετσέτα γεμάτη αίματα στο κεφάλι, το σεντόνι ακόμα τυλιγμένο στην κοιλιά, γεμάτο λεκέδες και καφέδες, πετάει έξω ένα ζευγάρι γόβες, ένα κινητό και μια τσάντα, και ξανακλείνει. Ακούγεται να κλειδώνει.

-»Όλα καλά;» ρωτάει ο φύλακας του Υπουργείου.

-»Δε μας γαμάς κι εσύ ρε Αντρέα» του λέει, ενώ προσπαθεί να φορέσει τις γόβες της.

«Παραιτήθηκα. Θα σας τινάξω στον αέρα. Θα πάω στα τσοντοκάναλα, που λέει και ο αρχηγός σου, και θα τα ξεράσω όλα. Δεν με ξέρετε καλά. Ξυπνήσανε οι δούλοι Αντρίκο. Πουτάνα όλα. Ξεκλείδωσέ μου».

Ο Αντρέας ο φύλακας, ξεκλειδώνει, σκέφτεται να την ρωτήσει αν θέλει να καλέσουν ταξί, αλλά δεν λέει τίποτα. Κλειδώνει.

«Πουτάνα όλα δεν ήθελες; Πουτάνα όλα θα τα κάνω. Με ακούς; ΠΟΥΤΑΝΑ ΟΛΑ», ουρλιάζει έξω από το Υπουργείο ενώ φεύγει.

-»Έλα! Μ” ακούς; Είσαι εκεί;»

-»Έλα», λέει ο Αντρέας, απαντώντας στη φωνή στο κινητό.

-»Τι έγινε; Ποια ήταν αυτή που ούρλιαζε;»

-»Το μπάζο η Ναταλία, η γραμματέας του Παναγιωτάκου του γλείφτη»

-»Αυτή δεν είναι που τη γαμάει ο Παναγιωτάκος;»

-»Ναι, τη γαμάει και αυτή. Έχει φέρει καναπέ-κρεβάτι στη μεγάλη αίθουσα, και σεντόνια κι απ” όλα. Σαβουρογάμης»

-»Ώπα, έλα ρε, σε αφήνω τώρα, ξύπνησε ο μικρός, θα σε πάρω μετά»

-»Έλα γεια»

Ο Αντρέας βάζει να ακούει «Derti fm» και συνεχίζει τη βάρδια του.
Έξω από το Υπουργείο, λίγο πριν, έφταναν με μεγάλη ταχύτητα δυο μηχανές κρος. Και οι τέσσερεις επάνω στις μηχανές φοράνε κουκούλες, ενώ οι δύο συνεπιβάτες κρατάνε κάτι πράματα που από μακριά μοιάζουν με καλάσνικοφ.

Φτάνοντας έξω από το Υπουργείο, οι μηχανές σταματάνε. Οι συνεπιβάτες βιαστικά κατεβαίνουν από τις μηχανές. Σηκώνουν τα καλάσνικοφ. Η πόρτα του Υπουργείου ανοίγει. Βγαίνει μια γυναίκα που ουρλιάζει:

-»Πουτάνα όλα δεν ήθελες; Πουτάνα όλα θα τα κάνω. Με ακούς; ΠΟΥΤΑΝΑ ΟΛΑ»

Οι τύποι με τα καλάσνικοφ μένουν ακίνητοι. Η Ναταλία προσπερνά απαξιώντας να τους κοιτάξει.

-»Σκατά. Άκυρο. Ανεβείτε», φωνάζει ο ένας οδηγός, και όλοι μαζί ανεβαίνουν στις μηχανές και απομακρύνονται με ταχύτητα.

Μη γνωρίζοντας το χτύπημα με καλάσνικοφ από το οποίο τον γλύτωσε η Ναταλία, ο Ηλίας ο Παναγιωτάκος έγραφε ήδη το λόγο. Είχε μέχρι τις οχτώ το πρωί να τον τελειώσει. Ήταν αποφασισμένος να τα κάνει πουτάνα όλα. Είχε βαρεθεί να του δίνουν οδηγίες για το τι να γράψει στους πρωθυπουργικούς λόγους, να τους τελειώνει στην ώρα του, και παρόλα αυτά να έρχεται μετά ο μαλάκας και να τα αλλάζει όλα. Μιλώντας με τον ψυχαναλυτή του, είχε αποφασίσει πως είναι πια καιρός να εκφράζει το θυμό του. Είχε ένα μπρέικ-θρου. Θα τα έκανε πουτάνα όλα. Ούτε ο ψυχαναλυτής του, ούτε κανένας άλλος όμως, δεν υποπτεύονταν τι πρόκειται να κάνει. Θα έγραφε ένα λόγο τόσο ηλίθιο που ακόμα και ο πιο ανόητος ψηφοφόρος θα καταλάβαινε πως κάτι δεν πηγαίνει καλά. Είχε γράψει ήδη ένα κομμάτι και το διάβαζε για να το απολαύσει. Με δυσκολία συγκρατούσε τα γέλια του:

-«Τα κόμματα της Αριστεράς είναι υπεύθυνα για την κατάντια της Ελλάδας. Μα δεν έχουν κυβερνήσει ποτέ θα πούνε οι κακόπιστοι. Μα ακριβώς γι αυτό έφτασε η Ελλάδα εδώ που έφτασε. Λόγω αυτής της ιδιότυπης αριστερής ακυβερνησίας. Αφού χωρίς να κυβερνήσουν φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, φανταστείτε που θα φτάσουμε άμα κυβερνήσουν. Εγώ προσωπικά μιλώντας με το Θεό, κάθομαι πάντα εκ Δεξιών του και όχι αριστερά. Επίσης, αριστερά του Χριστού στο σταυρό ήταν ο κακός ληστής, ενώ στα Δεξιά ήταν εκείνος που ζήτησε να τον θυμηθεί στη βασιλεία Του. Στην άκρη Δεξιά του Χριστού. Βασιλεία, Δεξιά, Ακροδεξιά, τι άλλο πρέπει να σας πω για να καταλάβετε; Ζήτω η νίκη! Sieg Heil! Το καλό το χέρι είναι το Δεξί, ή καλή κυβέρνηση είναι η Δεξιά. Με το Δεξί χέρι κάνουμε τον αγκυλωτό σταυρό μας. Τι δεν καταλαβαίνετε; Μια Ελλάδα, ένα κράτος, ένας ηγέτης, ένας φίρερ. Το κόμμα είμαι εγώ, το κράτος είμαι εγώ, η Ελλάδα είμαι εγώ. Θέλω από σήμερα να με φωνάζετε Ελλάδα. Η Ελλάδα μίλησε».

Ανάβει ένα πούρο ευχαριστημένος, σφίγγει την πετσέτα με τα αίματα στο κεφάλι, διορθώνει το σεντόνι με όλα τα σωματικά υγρά, τα ουίσκια και τους καφέδες γύρω από την κοιλιά του, και ανοίγει το παράθυρο.

Απέναντι έχουν μόλις σταματήσει δύο μηχανές. Οι συνεπιβάτες έχουν κατέβει και στέκονται όρθιοι. Στα χέρια τους κρατάνε προτεταμένα καλάσνικοφ. Μόλις τον βλέπουν μένουν ακίνητοι με τα καλάσνικοφ να τον σημαδεύουν.

-»Σκατά» λέει ο ένας οδηγός της μηχανής. «Άκυρο» συνεχίζει. «Ανεβείτε» τελειώνει τη φράση του.

Οι κουκουλοφόροι με τα καλάσνικοφ ανεβαίνουν στις μηχανές, και οι μηχανές φεύγουν με ταχύτητα. Οι συνεπιβάτες συνεχίζουν να κοιτάνε το παράξενο θέαμα μέχρι που εξαφανίζονται στο βάθος του δρόμου.

Ο Παναγιωτάκος συνειδητοποιεί πως του έχει πέσει το πούρο από το στόμα στο πεζοδρόμιο από κάτω.

Μένει να κοιτάει το πούρο που καπνίζει στο πεζοδρόμιο. Κοιτάζει απέναντι εκεί που ήταν οι μηχανές. Θυμάται τα καλάσνικοφ. Το κινητό του χτυπάει και από την τρομάρα του κλείνει απότομα το παράθυρο.

Κοιτάει το κινητό: «Κουτσαβάκης». Το σηκώνει: -»Πρωθυπουργέ, τι συμβαίνει;»

-»Που είσαι ρε μαλάκα; Που είσαι γαμώ τη Μεσσηνία σου; Γιατί δεν είσαι σπίτι σου να γράφεις το λόγο γαμώ το λόγο μου μέσα; Που είσαι γαμώ το κεφάλι μου;»

-»Στο Υπουργείο είμαι. Το λόγο σου γράφω»

-»Και γιατί είσαι στο Υπουργείο ρε; Και ποιο λόγο γράφεις; Κι από ποτέ γράφεις τους λόγους φορώντας χλαμύδα και σαρίκι γαμώ το κεφάλι μου μέσα ρε χοντρέ;»

-»Ποιο σαρίκι; Ποια χλαμύδα; Που το ξέρεις;»

-»Τι που το ξέρω ρε; Μόνο τη μέρα που θα πεθάνω δεν ξέρω. Ήρθαν τα παιδιά και σε είδαν. Φύγε ΤΩΡΑ. ΤΩΡΑ. Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Φύγε τώρα να έρθουν τα παιδιά να κάνουν τη δουλειά τους»

-»Ποια δουλειά; Ποια παιδιά; Τι λες;»

-»Λογαριασμό θα σου δώσω ρε γαμώ το κεφάλι μου; Φύγε γιατί θα πέσουμε και θα σε πάρει κι εσένα η μπάλα χοντρέ. Φύγε ΤΩΡΑ», λέει η φωνή στο κινητό και το κλείνει.

Την ώρα που προσπαθεί να ντυθεί ο Παναγιωτάκος ξαναχτυπάει το κινητό και ξαναείναι ο Κουτσαβάκης:

-»Και πού “σαι, και την προκήρυξη εσύ θα τη γράψεις χοντρέ. Για να μάθεις να φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν» του το ξανακλείνει στα μούτρα.

Ο Παναγιωτάκος μονολογεί ενώ ντύνεται: «Θα σε φτιάξω εγώ ψηλέ, μαλάκα, κουραδόμαγκα. Θα σε κάνω ρεζίλι σε όλη την οικουμένη. Θα σε γαμήσω. Θα-

Το τηλέφωνο ξαναχτυπάει.

-»Και φρόντισε να μην είναι η προκήρυξη σαν τις μαλακίες που μου γράφεις στους λόγους για Παναγιές και Χριστούς. Θα σου γαμήσω και το Χριστό και την Παναγία εγώ χοντρέ. Θα τα κάνω πουτάνα όλα. Με ακούς; ΠΟΥΤΑΝΑ ΟΛΑ» ουρλιάζει και το ξανακλείνει.

(συνεχίζεται)

Διογένης ο σκύλος