Είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόι…

images

Είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόι…

Κάτι τέτοιες μέρες θυμάμαι που ήμουνα μικρός και διάβαζα Λούκι Λουκ. Είχε μεγάλη πλάκα όταν την έπεφταν οι Ινδιάνοι στην ταχυδρομική άμαξα. Ουρλιάζοντας εφορμούσαν και γύρναγαν γύρω-γύρω, χωρίς ν’ αφήνουν ίχνος ελπίδας. Έντρομοι μέσα οι επιβάτες. Κάτι κυρίες με περίεργα καπέλα, από το φόβο τους γινόντουσαν πιο χλωμές από όσο αντιστοιχούσε σε «χλωμά πρόσωπα», όπως τους αποκαλούσαν εκείνοι που κάλπαζαν απ’ έξω. Και ξαφνικά ακούγονταν από μακριά ποδοβολητά αλόγων και μια σάλπιγγα να παιανίζει: Του-του-ρου-τούουου, του-του-του-τούουου! Ήταν οι κλιπιτικλόπος! Και σκόρπαγαν οι Ινδιάνοι στη θέα των κλιπιτικλόπος, όπου φύγει… φύγει!

Τους Ινδιάνους τους θυμάστε. Τους κλιπιτικλόπος τους θυμάστε; Όχι; Όχι;;; Καλά… Δεν πειράζει.

Μου έρχεται τώρα κι άλλη μια φάση που μου είχε κάνει εντύπωση από το Λούκι Λουκ. Θυμάμαι τον Τζο Ντάλτον, τον πιο κακό από τα τέσσερα αδέρφια της διαβόητης συμμορίας. Μια μέρα, λέει, ήταν να μονομαχήσει με τον Λούκι Λουκ. Και για να του τη φέρει του Λούκι Λουκ, είχε λαδώσει από το προηγούμενο βράδυ τη θήκη του περιστρόφου του. Με μπόλικο λαδι, για να γλιστράει το περίστροφο και να τραβήξει αυτός πρώτος, πριν τραβήξει ο Λούκι Λουκ. Την είχε λαδώσει όμως τόσο πολύ τη θήκη, που όταν ήρθε η ώρα της μονομαχίας, ναι μεν τράβηξε πρώτος, αλλά του έφευγε το πιστόλι μέσα από το χέρι, και δεν μπορούσε να το πιάσει. Βέβαια… Πολύ φιλοσοφημένο κόμικ το Λούκι Λουκ ώρες-ώρες…

Θα σας πω άλλη φορά που κολλάει αυτή η περίπτωση με τη λαδωμένη θήκη. Πάντως, μεγάλη πλάκα δεν είχε το Λούκι Λουκ; Πολύ μεγάλη. Και πολύ νοσταλγία, ρε αδερφάκι μου τώρα που το θυμήθηκα. Γι αυτό κι είπα να μοιραστώ αυτή μου την ανάμνηση μαζί σας. Κι όποιος με καταλαβαίνει… καταλαβαίνει.

Α! Να μην ξεχάσω. Απ’ όλους τους χαρακτήρες του Λούκι Λουκ, νομίζω ότι την πιο μεγάλη πλάκα δεν την είχε ούτε ο Ραν Ταν Πλαν, ούτε ο Άβερελ. Αλλά η Γιαγιά Ντάλτον.

Αυτά όμως είναι και λίγο υποκειμενικά. Και είπαμε: Όποιος με καταλαβαίνει… καταλαβαίνει.   sotosblog