Ανοίγω το μυαλό μου να βγάλει λέξεις μικρές και εύκολες. Με λίγα γράμματα. Αφαιρώ τους τόνους από επάνω τους. Άτονες και ελαφριές. Για να ταξιδέψουν ευκολότερα στις ακουστικές οδούς σου και στον λαβύρινθο του μυαλού σου. Κλείνω τα μάτια και αφουγκράζομαι το αίμα μου να κυλάει στις φλέβες μου, γρήγορο και καυτό. Παίρνω λίγη από την κάψα του και ξεκινάω να αποσπώ τις λέξεις, μία-μία. Ξεκινάω με την ‘αγαπη’. Στην στέλνω έτσι. Τρία φωνήεντα, δύο σύμφωνα. Ανισόρροπη η ίδια, ανισόρροποι και εμείς που την πιστεύουμε. Ποτέ δεν την ανέλυσα, ποτέ δεν την διύλισα. Κι όμως, μέσα της κολύμπησα και πνίγηκα. Ήταν ο καιρός που τα γράμματα δεν έπαιζαν κανένα ρόλο στα αισθήματά μου. Περνάς από το μυαλό μου. Η όψη σου κατακλύζει τις εικόνες μου και η μυρωδιά σου καταλύει τις αντοχές μου. Έτσι σε θυμάμαι τις ώρες της μοναξιάς μου. Αιθέρια και διάφανη. Μα πάνω απ’ όλα ευάλωτη. Να θέλω να σε αγκαλιάσω, να σε κρατήσω σφιχτά και να σε προστατέψω απ’ όλους και απ’ όλα. Κυρίως από εσένα. Ανοίγω τα μάτια. Επανέρχομαι. Συνεχίζω την λεξική ενδοσκόπηση του μυαλού μου. ‘ερωτας’ η συνέχεια στις λέξεις. Όχι όμως και στην διαδικασία. Μα, ποιος κοίταξε την διαδικασία ποτέ από τους δυο μας; Κανένας μας. Ζήσαμε αυτό που ανέβαινε στο λαιμό μας και μας έπνιγε. Θέλαμε διέξοδο και ανακαλύπταμε τα αδιέξοδα. Ανέξοδα. Με απλοχεριά γεννούσαμε αισθήματα και πλημμυρίζαμε τα σώματά μας. ‘Να έχουν να πορεύονται σε μέρες άνυδρες’ μου είχες πει. Και δεν άργησαν οι μέρες οι άνυδρες να φανούν. Και στέρεψαν τα κορμιά. Και στέρεψαν οι αισθήσεις. Sarah Brightman στα ηχεία. ‘Harem’. Ξέρεις, εκείνη η φωνή που μπορεί να σκοτώσει κάθε τι γήινο. Περνάει στα αυτιά μου και σκοτώνει την βουή της ανάσας μου. ‘Sing for me a song of life’s visage, Sing for me a tune of love’s mirage’ παρακαλάει και νοιώθω το παρακαλητό της να πλέκει ιστό αράχνης γύρω από το στόμα μου. Στεγνώνει τα χείλη μου και κάνει την γλώσσα μου να στερεύει από σάλιο. ‘ανασα’ σου στέλνω. Χωρίς καμία μείναμε. Εκείνες τις ώρες που η θλίψη έκοβε στα δύο τον χωρισμό. Κι όμως, μπορέσαμε να ζήσουμε κάμποσους τέτοιους χωρίς δισταγμό. Σαν αφηνιασμένα άλογα τρέχαμε να βρεθούμε, σαν έρημες απάτητες στέπες μέναμε μετά από κάθε αντίο που τα χείλη μας ξεστόμισαν. Μου φαίνεται τόσο μακρινό μα τόσο οικείο μετά από τόσο καιρό. Μάθαμε σε χωρισμούς για να αντέχουμε να μάθουμε να ζούμε. Φτάνω στο τέλος των λέξεων. Τελικά δεν είναι πολλές. Και κράτησα την υπόσχεσή μου. Λίγα γράμματα, χωρίς τόνους. Σου φυλάω για το τέλος την μικρότερη απ’ όλες. ‘αν’ ονομάζεται. Για όλα εκείνα που θέλουν ανάμεσά τους ένα ‘αν’ για να σταθούν αυτούσια και αυτεξούσια στον κόσμο τούτο. Θυμάσαι; Πάντα οι μεγάλες σου προτάσεις κρατούσαν ένα ‘αν’ ανάμεσά τους. Και δεν σκέφτηκες ποτέ να το βγάλεις από την μέση. Πάντα εκεί. Πάντα ανάμεσα. Τελικά, το ‘αν’ είναι σημαντικό κομμάτι πολλών λέξεων. Το γνώρισα με σένα αλλά τώρα το συνειδητοποίησα. Αργά θα μου πεις. Το έμαθα όμως, ε;
εγραψε το πιτσιρικι
ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ