Ζωή που δεν σε έζησα μην μου ζητάς να τρέξω

0-37983900-1377247880-digea

Είναι αυτές οι όμορφες στιγμές, όταν είσαι μεθυσμένος σε ένα μαγαζάκι στα Εξάρχεια, που δίνουν στο βράδυ σου μια παράξενη τροπή. Ξεκινάς χαρούμενος, συνεχίζεις μπερδεμένος, ακολουθεί η μελαγχολία και καταλήγεις ερωτευμένος με την ίδια την ζωή. Βαριά φιλοσοφία (που έλεγε κι ο Ρασούλης) με σαθρές βάσεις, διαπλεκόμενες ματιές που μαρτυρούν τον κόσμο ολόκληρο και το κρασί να ρέει. Αχ αυτές οι όμορφες στιγμές με τους ανθρώπους, νομίζω τελικά αυτές σε καθορίζουν. Σου αφήνουν ένα στίγμα ανεξάλειπτο στον χρόνο και κάτσε εσύ να παλεύεις με δαύτο για να βγάλεις άκρη. Και κάτσε εσύ να παλεύεις να μείνεις ατσαλάκωτος και ακέραιος. Μα αυτή είναι η ομορφιά ρε γαμώτο. Να τσαλακώνεσαι σαν ένα κομμάτι εφημερίδας από την προηγούμενη εβδομάδα και να γίνεσαι προσάναμμα στο τζάκι του εαυτού σου. Και τότε μέσα από την δική σου την φωτιά, τότε θα φωτιστεί η δική σου νύχτα. Έτσι μαθαίνεις να αγαπάς, να συγχωρείς, να πολεμάς και να μην χάνεις την ψυχή σου.  Δεν είναι αδύναμος όποιος τσαλακώνεται.

Η κοινωνία σε θέλει ατσαλάκωτο. Σε θέλει ντυμένο στην πένα, με όμοια κοψιά απ’ την κορφή ως τα νύχια, ίδιο στυλ και ίδια μούρη άμα λάχει. Είναι βλέπεις αυτή η ρημάδα η κοινωνία που σου κάνει πόλεμο. Σου κλέβει τα όνειρα, τις αξίες, σου κλέβει τα συναισθήματα. Ξεχάσαμε τι θα πει έρωτας και μάθαμε στην ελευθεριότητα. Ξεχάσαμε τι θα πει αγάπη και αγαπήσαμε τον καθρέφτη και τα ρούχα μας. Ξεχάσαμε τι θα πει πόνος και πονέσαμε που χάλασε το κινητό μας. Οριακά δακρύσαμε γι’ αυτήν την αβάσταχτη απώλεια. Μα έτσι είναι. Ένας άκρατος υλισμός και ένας φετιχισμός για το φθηνό και το μετέωρο έγιναν το μανιφέστο της δικής μας κοινωνίας. Ξεπουληθήκαμε στα γιουσουρούμ για ένα κουστούμ κι ο εαυτούλης μας πέταξε βζουμ. Κι άντε πάλι με τα μούτρα σε αυτήν την αέναη προσπάθεια να βρεις για λίγο τι είσαι. Μπορεί και να μην το βρεις ποτέ το ρημάδι. Μπορεί να πεθάνεις ψάχνοντας με το μόνο σου αποτέλεσμα να δείχνει   x < +∞
Μα ξέχασα που ήθελα να το πάω. Βλέπεις αυτές οι σκέψεις  δεν έχουν ειρμό δεν είναι ένα μανιφέστο ψυχής. Είναι μάλλον το αντίθετο. Ανοιχτά ερωτήματα που για χρόνια θα ψάχνουν να προσδιοριστούν. Και όταν θα λυθούν; Αα τότε θα έρθουν κι άλλα κι άλλα και μετά ακόμα περισσότερα να σε κρατάνε σε εγρήγορση. Και όταν νομίζεις ότι θα χάνεις τον εαυτό σου, τότε θα τον βρίσκεις λεπτό με το λεπτό.
Είναι αυτές οι όμορφες στιγμές, όταν είσαι μεθυσμένος και γυρνάς με το πρωινό λεωφορείο που μετανιώνεις για πολλά, μα γελάς τόσο δυνατά που ζεις όπως έχεις επιλέξει. Είναι σαν τις δηλώσεις αποκήρυξης που αναγκάζανε τους αγωνιστές να υπογράψουν για να μην τους βασανίσουν. Μια παρόμοια, άτυπη δήλωση μας προσφέρει ανοιχτά η κοινωνία και μας πετάει το μπαλάκι της ηθελημένης ενσωμάτωσης. Όπως το μηχάνημα με τις σοκολάτες και τα αναψυκτικά που με ένα κέρμα μας θα βάλει μπρος την μηχανή.  Είναι πάντα στην ίδια θέση και μας περιμένει με ανυπομονησία. Περιμένει πότε θα διψάσουμε να πέσουμε στην ανάγκη του. Μα ζωή που δεν την διάλεξα είναι μισή ζωή και ζωή που έζησα με πάθος είναι ζωή ολόκληρη ακόμα κι ας διαρκέσει μια μονάχα στιγμή.
«Ζωή που δεν σε έζησα μην μου ζητάς να τρέξω, μονάχοι μας κρυφτήκαμε απ’ την ζωή(σας) απέξω.»