“ΕΛΛΑΣ”

wpid-wp-1437683955579.jpeg

Κι ήθελα τόσα να σου πω πως σ’ αγαπώ να σου φωνάξω αχ να μπορούσα μια ζωή σε μια στιγμή να την αλλάξω κι έγραψα το σ’ αγαπώ στο τζάμι…Κάτω από τα μουσκεμένα βλέφαρα οι θύμησες γυρνάνε αφόρητα. Στα είκοσι οκτώ μου αγανάκτησα, επαναστάτησα, βρέθηκα σε απόγνωση. Κομμένα μου τα όνειρα, σβησμένες οι ελπίδες. Που να βρω δουλειά και πώς να ζήσω. Πως με πέντε κατοστάρικα να χτίσω την φωλιά ,να ζέψω τις ελπίδες μου με της Ιολης τα όνειρα με τόσα λίγα στάχυα… Το ξέρω, δε λέω, με βάφτισαν μικρό και με το στανιό. Σάμπως ήξερα στον ένα χρόνο της ζωής μου τίποτε; Τώρα όμως τόδα, τώρα οίδα! Θέλω την εκκλησία μου, θέλω τα ήθη μου. Θέλω τα έθιμά μου. Θέλω την πατρίδα μου. Πως μπορώ να τα έχω αυτά όταν η ίδια με διώχνει. Πως μπορώ να ανθίσω όταν η ίδια με πνίγει. Πως μπορώ να της προσφέρω χωρίς πρόσφορα. Θέλω την πατρίδα μου. Θέλω την Ελληνικότητά μου.. Θέλω η πατρίδα μου να μοιράζεται τον πλούτο της, όσος φτωχός κι αν είναι, με μένα όσο και με τους άλλους. Πνίγομαι, καίγομαι, ζητώ αέρα. Μπροστά μου τρέχει ασταμάτητα αφρισμένος ο των δασών ποταμός, ο Αξιός. Απέναντι αν θα φωνάξεις θα σ’ ακούσει ο τσολιάς, θεματοφύλακας πάνω από το φυλάκιο των Ευζώνων εκεί πάνω στην κόψη των συνόρων. Έμεινα να κουνώ το χέρι πάνω στην αποβάθρα της Ειδομένης. Γέμισα χαρά και αναγέννηση. Μπροστά η αγαπημένη μου και πίσω η καταχνιά. Εδώ είναι τα χώματά μου, η ιστορία μου, η ζωή μου. Χρόνια και χρόνια σαν καμηλιέρηδες που διασχίζουν αμετανόητοι την έρημο θα βάλουμε υνί στα χέρσα, θ’ απλώσουμε πανιά στα πέλαγα.. Νιώθω το απαλό ξεκίνημα προς τα μπρος. Σε λίγο δεν τους βλέπω, δεν βλέπω τίποτε. Τα δάκρυα μου κρύβουν κάθε εικόνα που τρέχει με ταχύτητα όπως αναπτύσσεται από την αμαξοστοιχία Νο 1004. Μια σιγή με σαν κάτι από αλγόριθμο χτύπημα πάνω στα κενά επιμήκυνσης των γραμμών να σπάνε εκκωφαντικά από την τσιριχτή φωνή της αμαξοστοιχίας…Το τρένο φεύγει, μπαίνει στο ξένο χώμα κι εγώ νιώθω ανάλαφρος που περπατώ. Μια πινακίδα μπροστά από το ανοιξιάτικο φόντο γράφει “ΕΛΛΑΣ”!

εγραψε το πιτσιρικι