Όταν η καταιγίδα ξεσπά

wpid-wp-1437408578594.jpeg

χθες το βράδυ, διαβάζοντας μια ιστορία για την Ρώμη στην μικρή μου κόρη, μου ήρθε στο μυαλό μια προηγούμενη εμπειρία μέσα στην θάλασσα –λίγα μίλια ανοιχτά των ακτών της Αττικής–, όταν έπαιρνα μαθήματα ιστιοπλοΐας.

Το σκάφος μικρό, οκτώ ή εννιά «μαθητές» και μονάχα ένας έμπειρος με την θάλασσα εκπαιδευτής, ο καπετάνιος.

Καλοκαίρι. Ζέστη. Γέλια και πειράγματα.

Δεν ήταν μόνο μαθήματα ιστιοπλοΐας. Ήταν και βουτιές στα πεντακάθαρα νερά. Παιγνίδια με τα μάτια και πειράγματα.

Επιστρέφαμε στο λιμάνι, αργά το απόγευμα και ήταν όλα όμορφα και ήρεμα. Γλυκιά κούραση στα κορμιά και το μυαλό να ταξιδεύει στα βραδινά μπαράκια.

Ξαφνικά, κάτι ακαθόριστο αισθάνθηκα στον αέρα. Θα μπορούσα να το περιγράψω σαν μια αίσθηση -μεγαλύτερης του αναμενόμενου- γαλήνης.

Λεπτά μετά, και ξαφνικά ο ουρανός σκοτείνιασε και κατέβηκε χαμηλά σχεδόν πάνω στην κορυφή του καταρτιού.

Ξέσπασε άξαφνα η καταιγίδα. Ο Αίολος κράτησε βαθιά την ανάσα του και μετά φύσηξε δυνατά.

Η θάλασσα φούσκωσε απότομα. Η βροχή μαστίγωνε το κατάστρωμα και ο φόβος έδιωξε την γλυκιά ραστώνη και τις σκέψεις για την βραδινή μας κραιπάλη.

Ο skipper μας ούρλιαζε και απαιτούσε τον μέγιστο δυνατό συγχρονισμό στις κινήσεις μας.

Μαζέψτε την μαΐστρα, απλώστε τον φλόκο, στην απέναντι πλευρά όλοι. Δεθείτε! Προσέξτε! Κάτω τα γαμημένα κεφάλια! Τριμάρετε τα πανιά!

Φυλάξου Μαρία! Η Μαρία έπεσε και κτύπησε με την πλάτη. Ένα κάταγμα σπονδύλου που φάνηκε τρεις ώρες μετά στην εφημερία του Ασκληπιείου.

Η Μαρία ήταν δεν ήταν είκοσι τριών τότε. Θα πονάει σίγουρα ακόμα και σήμερα. Όταν ο ήλιος κρύβεται, όταν ξεσπά ξανά η βροχή.

Επιστρέφω όμως πίσω στο βιβλίο της μικρής μου, στην ιστορία που σας έλεγα.

Ένας μεγάλος χάρτης. Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και βέλη πολλά σε όλα τα σημεία του τότε γνωστού ορίζοντα. Μετακινήσεις πληθυσμών.

Οι ορδές των βαρβάρων. Που έρχονται. Έρχονται από παντού για να κάψουν, να συντρίψουν, να εξαγνίσουν και να εξαϋλώσουν, να αναγκάσουν τους επόμενους να δημιουργήσουν.

Οι βάρβαροι που ήταν πάντοτε μια λύση για τις κοινωνίες που σαπίζουν και ετοιμάζονται να πεθάνουν.

Από την αυγή της χιλιετίας, οι βάρβαροι συνωστίζονταν στα σύνορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έτοιμοι να εισβάλουν και να λεηλατήσουν ό,τι μπορούν.

Κι από την άλλη πλευρά, οι λεγεώνες να κρατούν τα φυλάκια, να κρατούν τον χρόνο, να παλεύουν με το πεπρωμένο και το αναπόφευκτο.

Και ξαφνικά τον τέταρτο αιώνα μ.Χ τα πάντα καταρρέουν. Κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Κανείς δεν επιθυμεί να κάνει τίποτα. Είναι μάταιο.

Περίπου τα ίδια συμβαίνουν την ίδια περίοδο στο μεγάλο Σινικό τείχος στην άγνωστη και μακρινή Κίνα. Το τείχος σπάει και οι Ασιάτες νομάδες ξεχύνονται στις πεδιάδες.

Η καταιγίδα της Ιστορίας ξεσπάει παντού στον τότε κόσμο, σαρώνοντας όλα εκείνα που θεωρούνταν ακλόνητα και παντοτινά.

Κι αν μοιάζει το σήμερα με το μακρινό χθες, δεν χρειάζεται σίγουρα την αναγνώριση του κάθε Σόιμπλε και Γιούνκερ.

Ο ουρανός έχει κατέβει χαμηλά, γκρίζος κι απειλητικός, και σμίγει με την γη στην άκρη του ορίζοντα.

Ο αέρας έχει κοπάσει εντελώς. Ο βασιλιάς Αίολος ρουφά ξανά την ανάσα του.

Μονάχα όποιος δεν ξέρει ή δεν θέλει να δει, κλείνει τα μάτια μπροστά στην νέα καταιγίδα που ετοιμάζεται να ξεσπάσει.

Στην Ιστορία που ετοιμάζεται να σαρώσει το παλιό, ανοίγοντας δρόμο στο συναρπαστικό και συνάμα τρομακτικό ΑΓΝΩΣΤΟ.

πιτσιρίκος