«Εσείς με τι ασχολείστε;». «Είμαι γαζώτρια σε δερμάτινα είδη, αλλά άνεργη από το 2003». Κάθε κουβέντα της μια συγκλονιστική κυριολεξία, μια απόδειξη ζωής, μια αγωνία αναγνωρίσιμη. «Ήρθανε μέσα στο σπίτι μου και δολοφονήσανε το παιδί μου. Έτσι απλά. Ξέρω ότι υπάρχει μια εγκληματική οργάνωση που λέγεται Χρυσή Αυγή και είναι στο κοινοβούλιο. Είναι ναζιστές, εθνικοσοσιαλιστές, τα απομεινάρια των δωσίλογων και των ταγματασφαλιτών».
Εκείνος που δεν έβγαλε ποτέ πληγές, περιγελάει τις ουλές μου.
Σαίξπηρ, Ρωμαίος και Ιουλιέτα
Αυτές τις μέρες, στην επικαιρότητα των σχολιασμών ήρθαν δύο κείμενα: ένα λιβελογράφημα του θεατρικού συγγραφέα Δημήτρη Δημητριάδη, δημοσιευμένο σε κάδο της ψηφιακής συνάφειας, και η καταγραφή της κατάθεσης της Μάγδας Φύσσα στη δίκη της εγκληματικής συμμορίας Χρυσή Αυγή. Αν και ασύνδετα μεταξύ τους, τα δύο κείμενα μπορούν να διαβαστούν σε αντιπαραβολή. Αυτό του Δημητριάδη υποδεικνύει τον λαό συλλήβδην ως βδέλυγμα που πρέπει να τιμωρηθεί, ενώ η κατάθεση της Φύσσα υποδεικνύει εκείνα τα βδελύγματα του λαού που δολοφόνησαν τον γιο της – και όχι μόνον εκείνον. Προκαλώντας επιτηδευμένα, το πρώτο κείμενο ανακίνησε ζωηρά τα κειμενικά ανακλαστικά της ηλεκτρονικής – κυρίως – κοινότητας. Κέρδισε έτσι μερικές αιτιάσεις και σχολιασμούς, προτού εναποτεθεί στη φυσική του απόληξη: τη λήθη της Ιστορίας. Χωρίς καμία πρόκληση και επιτήδευση, οι λέξεις της Μάγδας Φύσσα – μία προς μία τους, σαν πρόκες – έχουν ήδη καρφωθεί στο σώμα της Ιστορίας. Και πέρα από την δίκαιη τιμωρία, ομνύουν στον απέραντο σεβασμό μας, την αλληλεγγύη, τη νίκη κατά του τέρατος και των τεράτων.
Σε ποια τιμωρία, αλήθεια, ομνύει αντίστοιχα ο θεατρικός συγγραφέας; Ποιο το έγκλημα, ποιοι οι εγκληματίες, ποιοι οι δικαστές; Ποιοι οι μάρτυρες και οι ένορκοι, ποιοι εκείνοι που θα επιτελέσουν την τιμωρία; Είναι κοινός τόπος πως μιας καταδίκης προηγείται η αποδεικτική διαδικασία – η μητέρα Φύσσα το έχει βιώσει ήδη ως μαρτύριο. Αντί για αποδείξεις όμως, μεγαλόστομες κενότητες σε μικρόθυμη σύνταξη. Αντί συλλογιστικής, ένας επιθετικός λόγος που απαιτεί να εκληφθεί ως αξίωμα. Αντί στόχευσης, στόχος ο αναγνώστης. Προτάσεις χωρίς πρόταση, σχηματικές διατυπώσεις σε εμμονικές παραλλαγές. Η μεταμοντέρνα εκφορά μιας αυθεντίας που αυθαδιάζει – αυθάδης, ετυμολογικά: που ηδονίζεται με τον εαυτό του. Διαλεκτικά μιλώντας, δεν είναι απλώς φόρμα χωρίς περιεχόμενο, αλλά η φόρμα εναντίον του περιεχομένου. Ψιλά γράμματα για τέτοια αφ’ υψηλού γράμματα.
Τα μέσα άλλωστε υποδεικνύουν το σκοπό. Ο «ακριβοθώρητος» διανοούμενος νιώθει τώρα την ανάγκη να θωρηθεί. Και μάλιστα καθόλου ακριβά· βρίσκει τόπο φιλοξενίας με μειοδοτικό διαγωνισμό. Όμως ο εστέτ συγγραφέας δεν είναι μαθημένος σε πραγματικές συνθήκες κοινωνικής καταστροφής. Μεγαλούργησε κάποτε πάνω στις λέξεις και τις εκδόσεις, όταν το να πεθαίνει μια χώρα ήταν ακόμα θέμα προς ανάπτυξη. Ούτε προφητείες, ούτε ματωμένες αγωνίες. Ακατάσχετα – έως ακατανόητα – βερμπαλιστικές περιγραφές ενός κοινού τόπου, πασχίζοντας να μπογιατίσει ως νεωτερικό το παρωχημένο. [Ας όψονται γι’ αυτό διάφοροι νεόκοποι και μεγαλοσχήμονες της θεατρικής πράξης που κατά καιρούς πιστώνουν τους κόπους τους στην υπεραξία αυτού του δημιουργού]. Τώρα που η καταταστροφή συντελείται, τώρα που δεν πεθαίνει η χώρα, αλλά πεθαίνουν οι άνθρωποί της, τώρα που ο θάνατος είναι κυριολεξία και όχι λογοτεχνία, ο συγγραφέας κρύβεται πίσω από ψευδοπερίτεχνες διατυπώσεις, εκλιπαρώντας τις λέξεις να μην τον προδώσουν. Παλεύει να ψελλίσει σχήματα που να εξηγούν, αλλά αδυνατεί ακόμα και να περιγράψει, να καταλάβει. Το ατόπημά του – όπως και κάθε αυθεντικού εστέτ – δεν είναι ότι βδελύσσεται τον λαό και καμαρώνει για τούτο, αλλά ότι δεν αποτελεί σάρκα αυτού του λαού. Κι αυτό ακριβώς πλάθει τη μύχια ενοχή του. Για να αξιωθείς μια αλήθεια για οποιοδήποτε λαό –είτε ανήκεις σε αυτόν είτε όχι– είναι απαραίτητο πρώτα να τον αφουγκραστείς, από τις πιο ζωτικές ανάγκες του μέχρι τις πιο επώδυνες αντιφάσεις του. O πεφωτισμένος προτεστάντης Μαρτίνος Λούθηρος το είχε θέσει εύστοχα: Όποιος δεν κατανοεί τα πράγματα, δεν μπορεί να βγάλει νόημα από τα λόγια. Προτεσταντικής ηθικής, πλην όμως υποφωτισμένος, χωρίς ιδεολογικά εργαλεία, ο Δημητριάδης σαστίζει μπροστά στην πραγματικότητα. Η σημερινή ένδεια του λόγου του δεν είναι ένα παράδοξο της πορείας του, αλλά νοηματικό επακόλουθο. Και ο στόμφος είναι ίδιον του φοβικού λόγου. Ο Αγών μου δεν διαφέρει και πολύ σε ύφος γραφής. Τώρα λοιπόν, όχι έργα και μεγαλουργήματα, αλλά κανά ψηφιακό λίβελο κι αυτό με το ζόρι, οπουδήποτε προσφέρεται απλόχερα μισάνθρωπος τόπος.
Για τη φάρα αυτή – γιατί περί φάρας πρόκειται, ίσως και φατρίας – συμπυκνώνει σχετικά ο Μιχάλης Παναγιωτάκης σε ένα σημείωμά του από το 2012: Αν το ανθρωπιστικό πρόταγμα είχε εκφραστεί μέσω του αποφθέγματος του Τερεντίου «είμαι άνθρωπος, τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο» (σ.σ.: ρήση που μνημόνευε συχνά ο Μαρξ στις κόρες του), ο ελιτίστικος αντιανθρωπισμός που έχει ξεχειλίσει από τους καθεστωτικούς ζηλωτές μπροστά στο φόβο της αποσταθεροποίησης της φαυλότητας που τους εξέθρεψε, λέει το ακριβώς αντίθετο: «Είμαι απάνθρωπος. Τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι οικείο». Η φάρα αυτή – οι οργανικοί διανοούμενοι της εξουσίας, σύμφωνα με τον Γκράμσι – δείχνει πια τα δόντια της, λογοτεχνεί το πολιτικό σχέδιό της, δίνει εξετάσεις πίστης στο βαθύ Κεφάλαιο που την συντηρεί, μετέρχεται κάθε άθλιας πρακτικής προκειμένου να αλώσει τον λόγο, τα νοήματα, τις ανθρώπινες αξίες, προκειμένου να θολώσει τις ευθύνες, την αλήθεια, την Ιστορία. Η φάρα αυτή χρησιμοποιεί τον λόγο για να εξάρει όλες τις αποχρώσεις του σκοταδιού. Και δεν υπόσχεται στους ανθρώπους τίποτα πέρα από θάνατο.
Χτυπημένη από τον θάνατο η οικογένεια Φύσσα, την πιο σκοτεινή ώρα στέκεται στο ύψος κάθε λέξης, υψώνει απροσμέτρητα το ανάστημα κάθε λέξης. Οι λέξεις της Μάγδας Κουράγιο κάνουν τους φασίστες στο δικαστήριο – δολοφόνους και δικηγόρους – να κρύβουν τα πρόσωπά τους. «Αυτή η μηχανή σκοτώνει φασίστες», έγραφε πάνω στην κιθάρα του ο στρατιώτης του παγκόσμιου εργατικού τραγουδιού Woody Guthrie. Με τραγούδια πάλευε κι ο Παύλος Φύσσας να αλλάξει τον κόσμο, τραγούδια γεμάτα λόγια, γρήγορα χειμαρρώδη λόγια. «Ό,τι και να γινότανε, με τον λόγο θα μπορούσε να τα καταφέρει», κατέθεσε χωρίς κόμπους η μητέρα του. «–Εσείς με τι ασχολείστε; –Είμαι γαζώτρια σε δερμάτινα είδη, αλλά άνεργη από το 2003». Κάθε κουβέντα της μια συγκλονιστική κυριολεξία, μια απόδειξη ζωής, μια αγωνία αναγνωρίσιμη. «Ήρθανε μέσα στο σπίτι μου και δολοφονήσανε το παιδί μου. Έτσι απλά. Ξέρω ότι υπάρχει μια εγκληματική οργάνωση που λέγεται Χρυσή Αυγή και είναι στο κοινοβούλιο. Είναι ναζιστές, εθνικοσοσιαλιστές, τα απομεινάρια των δωσίλογων και των ταγματασφαλιτών». Χωρίς επίθετα και στολίδια, χωρίς ρητορικά σχήματα, ο λόγος παραμερίζει το συναίσθημα και τον πόνο, για να υποσχεθεί ζωή: να δείξει τον φταίχτη, να χτυπήσει την αδικία, να αποκαλύψει το τέρας και τις διαδρομές του, να δώσει κουράγιο σε κάθε τι αδύναμο που περνιέται για νεκρό, να τιμήσει κάθε νεκρό που περνιέται για αδύναμος.
Ο λόγος της Μάγδας Φύσσα είναι εκείνος της αλήθειας, εκείνος δηλαδή που μάχεται τη λήθη. Είναι ο λόγος της κυριολεξίας, που συγκροτείται μόνο από τις απαραίτητες λέξεις, που περιγράφουν, που μεταφέρουν νοήματα, που καταγράφουν πράξεις και διανύσματα· που προφέρονται καθαρά τα ονόματα των δολοφόνων, των αρνητών της ζωής. Ο λόγος της Μάγδας Φύσσα είναι μια χώρα –η χώρα μας– που δεν φυλάει παρομοιώσεις για την προφορά του θανάτου. Και είναι συνάμα μια χώρα που δεν θέλει να πεθάνει. Ο λόγος του βδελυγματικού συγγραφέα του «Πεθαίνω σαν Χώρα», με το ζόρι είναι λόγος· είναι κυρίως λόγια: χωρίς στόχευση και εξήγηση, χωρίς αγωνία και βίωμα, χωρίς φλόγα και θέληση. Με τον πρώτο ενικό ως υποκείμενο, αντικείμενο, ενίοτε και ρήμα. Με την τιμωρία στους ανθρώπους ως αξίωση. Και με την μορφή της βδέλλας να νοηματοδοτεί τους σκοπούς του και τις τροφούς του. Βδελύσσομαι εκ του βδάλλω, εκ της βδέλλας – μας φωτίζει πάλι η ετυμολογία. Όμως, ο κόσμος που αγωνιά να εξιστορήσει όσα ζει και ο κόσμος που ματαιοπονεί να ζήσει όσα εξιστορεί, είναι δύο κόσμοι των οποίων η τομή δεν είναι γραμμένη με λέξεις, αλλά με αίμα. Όπως αυτό του γιου της Μάγδας Φύσσα. Όπως αυτό που τρέφονται οι βδέλλες.
Το παράθεμα του σαιξπηρικού στίχου στην αρχή του κειμένου αντιστοιχεί στον λόγο του Ρωμαίου για τον Μερκούτιο, ο οποίος διακόπτεται με την εμφάνιση της Ιουλιέτας στο μπαλκόνι. Συνεχίζει τότε ο Ρωμαίος: Αλλά – σωπάστε – τι φως προβάλλει εκεί στο παράθυρο; Είναι η Ανατολή κι είναι η Ιουλιέτα ο ήλιος. Κι είναι αλήθεια· το φως της αληθινής δημιουργίας, η γλώσσα της ομορφιάς, η δύναμη της αλήθειας και η πίστη στην ζωή έχουν πάντα μπαλκόνι στην ζώσα Ιστορία. Ο θάνατος έχει τα υπόγεια και τα σκοτάδια.
ΚΩΣΤΗΣ ΖΟΥΛΙΑΤΗΣ
ΥΓ.: Και μια σημείωση. Πνευματικοί άνθρωποι δεν καταγράφονται εκείνοι που διαθέτουν πνεύμα ή όσοι προσφέρονται να μας μοιράσουν λίγο. Πνευματικοί άνθρωποι είναι εκείνοι οι – κατ’αρχήν – άνθρωποι που μπορούν να ανοίξουν το πνεύμα – εκ του πνέω, να εμφυσήσουν πνοή δηλαδή – στον άλλο άνθρωπο. Που έχουν για εκείνον βλέμμα και άπλα στους μέλλοντες χρόνους, όχι τιμωρίες, προφητείες και απειλές. Όσο για την ηθική στάση του καλλιτέχνη, αυτή θα μας τη θυμίζουν πάντα τα γενναία λόγια του Woody Guthrie: «Μισώ το τραγούδι που σε κάνει να πιστεύεις ότι είσαι μόνο γεννημένος για να χάνεις, καταδικασμένος να χάνεις. Τραγούδια που σε χλευάζουν εξαιτίας της κακής σου τύχης ή της δύσκολης πορείας σου. Είμαι εδώ για να πολεμήσω αυτά τα τραγούδια μέχρι την τελευταία ανάσα μου, μέχρι την τελευταία σταγόνα του αίματός μου. Είμαι εδώ για να τραγουδήσω τραγούδια που θα σας δείχνουν ότι αυτός είναι ο κόσμος σας. Και πως ακόμα κι αν αυτός σας έχει χτυπήσει σκληρά και απανωτά – ανεξάρτητα τι χρώμα, τι μέγεθος είστε, πώς είστε φτιαγμένοι – είμαι εδώ για να τραγουδήσω τα τραγούδια που θα σας κάνουν να νιώσετε περήφανοι για σας και τη δουλειά σας. Και τα τραγούδια που τραγουδώ είναι κυρίως φτιαγμένα από κάθε λογής ανθρώπους, όπως κι εσείς».
πηγή – kommon
https://eleutheriellada.wordpress.com/2015/1