Ανωτάτη Υποκριτική

wpid-wp-1468563064670.jpeg

Ακρογωνιαίος λίθος της αστικής δημοκρατίας είναι η διάκριση των εξουσιών, την οποία θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς και ιερό λίθο, αν αυτή η διάκριση δεν ήταν περισσότερο ένα (ιδανικό) πρόταγμα παρά μια πραγματικότητα.

Αλλά, αν αυτή η διάκριση ήταν διαρκώς δύσκολο να επιτευχθεί στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας από γενέσεώς της, στη σημερινή εκφυλισμένη (προς την κατεύθυνση της ολιγαρχίας) μορφή της, η διάκριση αυτή μοιάζει με μαύρο αστείο.

Εν πρώτοις η ίδια η δημοκρατία από την περίοδο του «εκσυγχρονισμού» της κι ύστερα (από όταν δηλαδή διά της ώσμωσης του νεοφιλελευθερισμού με τη σοσιαλδημοκρατία ποδηγέτησε την ταξική πάλη υπέρ της αστικής τάξης) – από την περίοδο λοιπόν του «εκσυγχρονισμού» της κι ύστερα, η αστική δημοκρατία άμβλυνε η ίδια τη διάκριση των εξουσιών, δημιουργώντας παρένθετους «θεσμούς», όπως οι Ανεξάρτητες Αρχές. Ομως ουδόλως ανεξάρτητες (από τις εξουσίες που τις θεσπίζουν) και εντελώς ανεξέλεγκτες από τον λαό (που δεν τις εκλέγει).

Οι Ανεξάρτητες Αρχές αποτελούν ούτε καν αριστοκρατικά μορφώματα επαϊόντων, αλλά ολιγαρχικά μορφώματα δοτών (και βαλτών) που με τη λειτουργία τους (ή τη μη λειτουργία τους, όπως το ΕΣΡ) διευκολύνουν την εκτελεστική εξουσία στα παίγνιά της (όπως τώρα στο μοίρασμα των τηλεοπτικών αδειών). Οι Ανεξάρτητες Αρχές κατά τη σύνθεσή τους αποτελούν συνήθως έναν συμβιβασμό των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων με τις υπόλοιπες συχνά στην ουρά τους κι ενίοτε μια κραυγαλέα ρήξη (συνήθως όταν το κράτος… αναπλαισιώνεται). Και στις δύο περιπτώσεις όλα αυτά γίνονται μακριά απ’ τον λαό (στον οποίον αυτές οι Αρχές δεν λογοδοτούν) και κοντά στο Πραιτώριο, το οποίο σε αυτά τα θεσπισμένα μορφώματα διορίζει χρήσιμους «ικανάτους» και βολεύει άχρηστους γελοίους.

Ομως όλα αυτά είναι το μικρότερο κακό. Σήμερα, μια αστική δημοκρατία λειτουργεί υπό το καθεστώς των «τριών εξουσιών της τέταρτης και της μίας» όπως θα λέγαμε, αν θέλαμε να περιγράψουμε σχηματικά

το γιατί μια δημοκρατία σήμερα είναι απλώς τιτουλάρια του εαυτού της.

Διότι δεν είναι μόνο η διάκριση των τριών εξουσιών που δεν λειτουργεί, αλλά το ότι λειτουργεί κυρίως η διαπλοκή και των τριών με την τέταρτη (τον Τύπο), ενώ (δυσ)λειτουργούν όλες μαζί υπό την ηγεμονία της μίας, της οικονομικής δικτατορίας.

Είναι πολιτική υποκρισία να μιλάμε σήμερα για διάκριση των εξουσιών και αυτή η πολιτική υποκρισία επιδεινώνει με τη σειρά της την εν λόγω παθογένεια της μη διάκρισης. Αν, ας πούμε, μιλήσουμε για την περίφημη ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, θα πρέπει να περιορισθούμε στο ερώτημα, αν ο εκάστοτε Ντογιάκος είναι δεξιός ή αριστερός. Ούτε καν κατά την ιδεολογία, αλλά κατά την κομματική της εκδοχή.

Μα, θα ρωτούσε ο απλός άνθρωπος, δεν έχω τον φυσικό μου δικαστή; δεν έχω την τελευταία μου καταφυγή απέναντι στην αδικία, ιδιωτικής ή δημόσιας προέλευσης; Δεν υπάρχουν πια «δικαστές στο Βερολίνο»;

Δύσκολο να υπάρχουν δικαστές στο Βερολίνο, όταν δεν υπάρχει Βερολίνο. Οταν αντ’ αυτού υπάρχει και υψώνεται η Ντόιτσε Μπανκ, η Siemens και όλες εκείνες οι δυνάμεις που έχουν κάνει τις δημοκρατίες, τυραννίδες. Μπορεί

να υπάρχουν τίμιοι δικαστές, τίμιοι γιατροί, μηχανικοί, εργάτες, ή επιχειρηματίες, αλλά δεν ορίζουν οι ίδιοι ούτε ως πρόσωπα ούτε ως τάξεις τη λειτουργία ενός πολιτεύματος που χρειάζεται, ας πούμε, το αίμα τους στον πόλεμο, μόνον και μόνον για να το πίνει μετά στην ειρήνη. Διότι στην κορυφή της αστικής δημοκρατίας έχει το λύειν και το δεσμείν (με τον λαό πάντα μοιρασμένον σε ψηφοδοτικές πελατείες) η αριστοκρατία, κάποτε της γης, σήμερα του χρήματος.

Μπορεί η δημοκρατία να γεννήθηκε απ’ τον πόλεμο (όταν οι κοινοί άνθρωποι μοιράσθηκαν κοινούς κινδύνους πλάι-πλάι με τους γαιοκτήμονες πολεμιστές, με αποτέλεσμα στη συνέχεια να διεκδικήσουν πολιτικά δικαιώματα), αλλά η ταξική πάλη μεταμορφώνει τη δημοκρατία σε μια δικτατορία όσων αναδεικνύονται νικητές. Ο λαός νικητής έχει αναδειχθεί σπανίως και οι μεταρρυθμίσεις που έχει επιβάλει ή οι επαναστάσεις που έχει κάνει έχουν κρατήσει λίγο.

Η δημοκρατία, όπως συνήθως έτσι και σήμερα, βρίσκεται στα χέρια των Δυνατών και αναλόγως λειτουργεί. Σε αυτό το πλαίσιο η διάκριση των εξουσιών θα ήταν μια όπερα μπούφα που θα την έγραφε ο κ. Μπαρόζο.

Οσο για την Ελλάδα, για ποια διάκριση των εξουσιών μιλάμε; Εδώ το ίδιο το Σύνταγμα της χώρας έχει γίνει «ένας νόμος κι ένα άρθρο» των Μνημονίων.

Για ποιες εξουσίες και ποια διάκριση των εξουσιών μιλάμε; για τον Κόφτη; για τους επιτρόπους-κομισάριους-γκαουλάιτερ; για το αν ο επικεφαλής των διαδικασιών ιδιωτικοποίησης θα είναι Ούγγρος μαφιόζος ή Γερμανός μιζαδόρος;

Για ποια διάκριση των εξουσιών μιλάμε σε μια χώρα που δεν διαθέτει ούτε καν Ασυλία για τη δημόσια (δηλαδή τη λαϊκή) περιουσία; Η δημοκρατία αυτή, σε χειρότερο βαθμό αλλά στον ίδιο παρονομαστή με τις άλλες αστικές δημοκρατίες στη Δύση (κι όχι μόνο), είναι υπάκουη στην «οικονομία της φρίκης» των Δυνατών και άγρια με τη ζωή των αδύναμων.

Η υπόθεση Siemens δεν είναι μια δυσλειτουργία της δημοκρατίας, είναι ακριβώς η λειτουργία της. Κι αν ενίοτε γίνεται κάποια γκέλα, προκύπτει ένα μπάχαλο και φαίνεται πόσο γυμνός

είναι ο βασιλιάς, αυτό έχει νόημα για όσο ακόμα αυτός ο ολοκληρωτισμός βρίσκει αντίσταση. Από πολίτες, από τάξεις, συνδικάτα, κόμματα, ένα μέρος του Τύπου, που επιμένουν να δώσουν άλλη έκβαση στην ταξική πάλη και τα αποτελέσματά της. Αυτοί είναι οι «δικαστές» που έχουν απομείνει στο Βερολίνο. Και ο αγώνας τους, η τελευταία καταφυγή (αλλά και ελπίδα) των ανθρώπων. Καμία

σχέση με Ηγεμόνες εκ Δυτικής Λιβύης που όταν παραγίνεται γελοία η (δυσ)λειτουργία του πολιτεύματος «ενδιαφέρονται προσωπικώς» για το θέμα.

Σε αυτή τη φούσκα των φιάσκων Παρασκευόπουλου-Ντογιάκου-Κοτζιά είναι άκρως κωμική η «παρέμβαση Τσίπρα», η «δυσφορία Τσίπρα», προκειμένου να λυθεί το πρόβλημα και

να πάμε παρακάτω, να πουλήσουμε δηλαδή τα τραίνα μας για 45.000.000 ευρώ, όσο κάνουν πέντε-δέκα ακριβές βίλες, συν ένα πινάκιο φακής για μίζα…

http://www.enikos.gr