Κι αν ο φύλακας στη σίκαλη έδινε τζάμπα παγωτό;

wpid-wp-1467927325457.jpeg

«But I’m a creep, I’m a weirdo

What the hell am I doing here?
I don’t belong here.»
Creep, Radiohead

«Αν θέλετε λοιπόν στ’ αλήθεια να τ’ ακούσετε, τότε πρώτο και κύριο μπορεί να περιμένετε πως θα σας πω πού γεννήθηκα, και τι φρίκη που ήτανε τα παιδικά μου χρόνια, και τι φτιάχνανε οι δικοί μου και τα ρέστα πριν με κάνουνε, κι ένα σωρό αηδίες και ξεράσματα καταπώς στο Δαβίδ Κόπερφηλντ, όμως δεν έχω όρεξη να πιάνω τέτοιες ιστορίες».
Η αρχή του Φύλακα στη Σίκαλη, σε μετάφραση Τζένης Μαστοράκη
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Είχα γνωρίζει τον Κώστα στην Νάξο κι είχαμε φάει ψωμί κι αλάτι μαζί. Για την ακρίβεια είχαμε φάει ψωμί και λάδι, για μεσημεριανό και βραδινό, αφού γυρεύαμε δουλειά κι ήμασταν άφραγκοι.

Τον επόμενο χρόνο τον βρήκα πλανόδιο πωλητή στην παραλία. Είχε μελίσσια κάπου στην ενδοχώρα, κι έφτιαχνε με το κερί μικρά γλυπτά που μύριζαν μέλι. Η γυναίκα του τον έβριζε. Όταν κάποιος πλησίαζε τον πάγκο κι έβλεπε τα γλυπτά (τα έπιανε, τα μύριζε), αλλά δεν αγόραζε, ο Κώστας του έδινε ένα τζάμπα.

– Αφού του άρεσε, έλεγε στη γυναίκα του.
– Αν του άρεσε να τ’ αγοράσει.

Η γυναίκα του ήταν πιο τρελή από ‘κείνον. Γλύπτρια κι οξύθυμη σαν κηροζίνη. Την θυμάμαι ένα βράδυ να του ορμάει ουρλιάζοντας, σαν μαινάδα, με τα μαλλιά σχεδόν να φλέγονται, κρατώντας ένα μαχαίρι.

Χωρίσανε πριν σκοτωθεί κάποιος. Ο Κώστας χάθηκε κάπου στην ηπειρωτική Ελλάδα. Την Ελένη τη συνάντησα ξανά τυχαία, κι είχε ακόμα την εύφλεκτη γυαλάδα στο μάτι.

Τέτοιους αλλόκοτους ανθρώπους γνώρισα αρκετούς. Μ’ αρέσει να τους λέω weirdo, η αγγλική λέξη αποδίδει καλύτερα την παραξενιά τους.

~~

Σίγουρα δεν υπάρχει καλύτερο βιβλίο για να καταλάβεις τι είναι ένας weirdo από τον «Φύλακα στη Σίκαλη», του Σάλιντζερ. Το διάβασα όταν ήμουν είκοσι χρονών, αλλά μου έχουν μείνει δύο εικόνες καρφωμένες στο μυαλό.

Στην πρώτη βρισκόμαστε στο σχολείο του έφηβου «ήρωα», του Χόλντεν. Στην τάξη έχουν το μάθημα της Προφορικής Έκφρασης. Κάθε παιδί ξεκινάει να μιλάει για κάποιο θέμα. Οι συμμαθητές έχουν την εντολή από τον δάσκαλο να φωνάξουν «ΠΑΡΕΚΒΑΣΗ!» κάθε φορά που ο ομιλητής βγαίνει εκτός θέματος.

Ένα παιδί μιλάει για τη φάρμα του, αλλά κάθε τόσο βγαίνει εκτός θέματος, και μιλάει για ένα γράμμα που πήρε η μάνα του απ’ τον θείο του και τις πατερίτσες του θείου του, που είχε πολυομυελίτιδα. Οι συμμαθητές του κανιβαλίζουν κι ουρλιάζουν κάθε τόσο «ΠΑΡΕΚΒΑΣΗ! ΠΑΡΕΚΒΑΣΗ!»

Κι ο «ήρωας» δεν αντέχει να τους ακούει, να ζει ανάμεσα τους. Αφήνει το σχολείο, το σπίτι του, την πόλη και περιπλανιέται.

«Μα ήταν ωραία η ιστορία που έλεγε», λέει κάποια στιγμή σ’ ένα κορίτσι που γνωρίζει. «Τι με νοιάζει αν ήταν εκτός θέματος; Αφού ήταν ωραία».

~~

Υπάρχει μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στα «παραβατικά» παιδιά-άτομα και στους weirdo -όποιας ηλικίας.

Τα παραβατικά άτομα προσπαθούν είτε να τραβήξουν την προσοχή είτε να κερδίσουν το παιχνίδι -πηγαίνοντας ενάντια στους κανόνες.

Οι weirdo δεν νοιάζονται για το παιχνίδι.

Δεν θέλουν να κερδίσουν κάτι, δεν θέλουν να τραβήξουν πάνω τους τα βλέμματα, θέλουν ν’ αποφύγουν τον κόσμο -και το παιχνίδι του. Γι’ αυτό ακριβώς είναι weirdo, επειδή απέχουν.

Κι ο ίδιος ο Σάλιντζερ, weirdo απ’ τους λίγους, μετά την τεράστια κι αναπάντεχη επιτυχία του βιβλίου του, χάθηκε στη φάρμα του, κάπου στο Νιου Χάμσαϊρ, και δεν ήθελε να δει άνθρωπο. Ό,τι ακριβώς θα έκανε κι ο «ήρωας» του, αν ενηλικιωνόταν.
(Οι λογοτεχνικοί ήρωες δεν ενηλικιώνονται, δεν γερνάνε, δεν πεθαίνουν, όπως τα ζωγραφιστά ψωμιά του Θεόφιλου δεν πέφτουν και οι πίπες του Μαγκρίτ δεν είναι πίπες.)

~~

Ο Φύλακας στη Σίκαλη είναι για τον σύγχρονο κόσμο ότι ήταν ο Δον Κιχώτης του Θερβάντες για τον παλιότερο.

Ο Θερβάντες έχει ως ήρωα έναν τρελό. Ο Σάλιντζερ έναν weirdo.

Και οι δύο είναι τραγικοί ήρωες. Όμως ο Κιχώτης δεν έχει συνείδηση της τρέλας του, ενώ ο Χόλντεν γνωρίζει ότι είναι παρά-ξενος.

Ο Κιχώτης θέλει να κερδίσει. Ο Χόλντεν δεν θέλει να παίξει.

~~

Η δεύτερη σκηνή που θυμάμαι είναι εκείνη που έδωσε τον τίτλο στο μυθιστόρημα. Κάποιος ρωτάει τον «ήρωα» τι θέλει να κάνει στη ζωή του -όπως ρωτάμε τα παιδιά και τους νέους, περιμένοντας ν’ ακούσουμε οικεία όνειρα.

Ο Χόλντεν λέει ότι θα ήθελε να στέκεται στην άκρη ενός χωραφιού σίκαλης, όπου τα παιδιά θα παίζαν. Κι όταν κάποιο πήγαινε να πέσει, στον γκρεμό που υπήρχε, να στέκεται εκεί να το πιάνει.

Λίγα χρόνια αφότου είχα διαβάσει εκείνο το βιβλίο σκέφτηκα κι εγώ τι θα ήθελα να κάνω. Δεν είναι τόσο γραφικό όσο αυτό που σκέφτηκε ο Σάλιντσερ, αλλά θα είχε μεγαλύτερη επιτυχία.

Είχα πει ότι θα ήθελα να έχω ένα ποδήλατο με ψυγείο. Να γυρνάω στην παραλία και να δίνω τζάμπα παγωτό στα παιδιά. Μια μπάλα το καθένα, όχι υπερβολές.

Μετά κατάλαβα ότι κάτι τέτοιο θα μου δημιουργούσε μπελάδες. Θα είχα να αντιμετωπίσω τη δημοτική αστυνομία, την εφορία -και τα ζαχαροπλαστεία. Ακόμα κι οι γονείς θα ήταν καχύποπτοι, αν έδινα κάτι δωρεάν στα παιδιά τους. Μπορεί να νόμιζαν ότι είναι διαφημιστικό κόλπο ή ότι προσπαθώ να τα δηλητηριάσω ή ότι είμαι παιδεραστής.

Η σκέψη ότι κάποιος σου δίνει κάτι για να σε κάνει χαρούμενο, χωρίς να έχει κανένα προσωπικό όφελος, πέρα από την ευχαρίστηση που νιώθεις όταν κάνεις κάποιον χαρούμενο, είναι αναμφίβολα ύποπτη.

Έτσι δεν το προσπάθησα ποτέ -άσε που δεν έχω τα χρήματα για να το κάνω.

~~

Θυμήθηκα τον Φύλακα στη Σίκαλη και την προσωπική ονειρική καριέρα ως παγωτατζή, καθώς ξαναδιάβαζα τη συλλογή διηγημάτων του Σάλιντζερ «Ιδανική Μέρα για Μπανανόψαρα». Και σ’ αυτό οι ήρωες είναι weirdo. Όχι τόσο «ανεπτυγμένοι» όσο ο Χόλντεν, αλλά σίγουρα είναι παρά-ξενοι, όπως κι ο συγγραφέας τους.

Είναι εικόνες αυτών των ανθρώπων, σαν τον Κώστα, που προτιμάνε να χαρίζουν αντί να πουλάνε.

Άνθρωποι που αντιπαθούν τους κανόνες και είναι εξ ορισμού χαμένοι στο παιχνίδι της ζωής.

Μοιάζουν χαμένοι -έτσι τους ονομάζουν οι άλλοι, εκείνοι που παίζουν.

Αλλά τίποτα δεν συγκρίνεται με τη χαρά που νοιώθεις, ίσως να είναι και ευτυχία, όταν προσφέρεις σ’ ένα παιδί ένα παγωτό, όταν ακούς -χωρίς να διακόπτεις- την ιστορία κάποιου, όταν δίνεις τζάμπα ένα απ’ τα κέρινα γλυπτά σου, όταν πιάνεις έναν άνθρωπο πριν πέσει στον γκρεμό, όταν αγνοείς τους κανόνες και παίζεις το δικό σου παιχνίδι.

Αυτό είναι το κοινό χαρακτηριστικό όλων των weirdo -και είμαστε πολλοί: Αισθάνονται ότι δεν ανήκουν σ’ αυτόν τον κόσμο και παίζουν όπως θέλουν να παίξουν. Κυρίως παίζουν. Χωρίς να νοιάζονται ποιους και τι κερδίζουν.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Στη φωτογραφία: Ένα παιδί διαβάζει στα ερείπια ενός βιβλιοπωλείου, μετά τον βομβαρδισμό, Λονδίνο, 1940


Πηγή