Πλάθω ιστορίες

wpid-wp-1467931828371.jpeg

Έλεγα ότι δεν της άρεσαν οι ομπρέλες. Έβρεχε, κι αυτή περπατούσε, χωρίς να τη νοιάζει που τη μούσκευαν οι σταγόνες, γιατί μόνο τότε ένιωθε ζωντανή. Όταν το κρύο νερό έπεφτε στα μαλλιά της, στα μάγουλα της, χαιρόταν που έπαιρνε τη θέση των δακρύων της. Δεν έκλαιγε πια, γιατί να κλάψει; Τις κορόιδευε τις ομπρέλες. Κι όταν της έλεγα ότι μ” αρέσουν, γελούσε. Γιατί να προφυλαχτείς, έλεγε. Σε πονάει η βροχή;
Με πονάει. Μου τρυπάει το δέρμα και με κάνει να θυμάμαι. Μπήκα στο μετρό μούσκεμα. Στη διαδρομή τη σκεφτόμουν να γελάει με μένα που γκρίνιαζα, για όσα εκείνη δεν καταλάβαινε. Εγώ γκρινιάζω για τη φυγή, κι αυτή μου λέει να μην ανησυχώ γιατί όποιος φεύγει γυρίζει πάλι.

Κάποιος απέναντι με κοιτάει διακριτικά. Πλάθω ιστορίες, που πάει άραγε; Φεύγει ή γυρίζει; Ποιος πονάει πιο πολύ; Αυτός που φεύγει ή αυτός που μένει στη βροχή χωρίς ομπρέλα; Εμένα μ” αρέσουν οι ομπρέλες, γιατί σε προστατεύουν απ” όσα φοβάσαι. Εκείνη δεν τις θέλει, γιατί προτιμά να φοβάται. Όποιος φοβάται νικάει…

Κάποιος παίζει ακορντεόν και δυναμώνω τη μουσική στ” ακουστικά μου. Αυτοί με τις βαλίτσες φεύγουν ή έρχονται; Είναι ευχαριστημένοι; Είναι ευτυχισμένοι; Δυσαρεστημένοι ή δυστυχισμένοι; Απογοητευμένοι; Συμβιβασμένοι; Βλέπεις τα πρόσωπα και πλάθεις ιστορίες, όμως πόσες απ” αυτές είναι αληθινές;

εγραψε το πιτσιρικι