Serge Gainsbourg, τα γαλλικά ενός άσχημου άντρα

wpid-wp-1469894075022.jpeg

Υπάρχουν γλώσσες που έχουν όμορφο ήχο. Οι μουσικολόγοι υποστηρίζουν ότι η ιταλική είναι η καλύτερη γλώσσα για όπερα, ακριβώς επειδή υπάρχει τέλεια ισορροπία ανάμεσα στα σύμφωνα και στα φωνήεντα.

Όμως η πιο ερωτική γλώσσα, χωρίς αμφιβολία, είναι η γαλλική.

Ίσως να είναι απλώς μια προκατάληψη, ένα ακόμα στερεότυπο, αλλά ακόμα και τα στερεότυπα -όπως κι οι μύθοι- έχουν μια βάση αλήθειας.

Je t’ aime… Moi, non plus.

Πώς να το πεις αυτό στα ελληνικά; Για ν’ ακουστεί τόσο γλυκόπικρο;

~~

Ετοιμαζόμουν να ταξιδέψω στη Γαλλία. Έκανα τρία χρόνια ιδιαίτερα μαθήματα κι είχα καταφέρει να διαβάσω μερικά ποιήματα απ’ τα Άνθη του Κακού, του Μπωντλαίρ, στο πρωτότυπο. Όμως δεν μπορούσα να μιλήσω γαλλικά.

Ένας καλός τρόπος για να μάθεις μια γλώσσα είναι να τραγουδήσεις τα τραγούδια της. Ήξερα μόνο την Έντιθ Πιάφ και τον Σαρλ Αζναβούρ, που δεν με συγκινούσαν ιδιαίτερα εκείνη την εποχή.

Στο Τζαμ Μπαρ όπου δούλευα ως μπάρμαν είχαμε θαμώνες δυο Γάλλους, τον Ξαβιέ και την Πατρίσια. Αυτοί ήταν μόνιμοι κάτοικοι του νησιού και μόνιμα μεθυσμένοι.

Ο Ξαβιέ, κοντός με τεράστιο μουστάκι, έμοιαζε με τον Αστερίξ, όταν μπορούσε να περπατήσει. Η Πατρίσια, κόντευε τα πενήντα, αλλά ήταν ιδιαίτερα σεξουαλική γυναίκα, θερμή και διόλου μονογαμική.

Τους ρώτησα ποια γαλλικά τραγούδια θα μπορούσα να μάθω να παίζω στη κιθάρα. Ο Ξαβιέ μου πρότεινε τον «παππού με την κιθάρα», τον Ζορζ Μπρασέν. (Το κομμάτι του «Le gorille», σίγουρα το έχετε ακούσει απ’ τους Συνήθεις Ύποπτους: «Προσοχή στον γορίλα».)

Έπειτα η Πατρίσια ξεκίνησε να λέει no, no, no, τόσο αισθησιακά που έμοιαζε να έχει οργασμό. Και μου είπε ότι έπρεπε να μάθω τραγούδια του Serge Gainsbourg. Ο Ξαβιέ συμφώνησε κι ήπιε άλλο ένα σφηνάκι μαύρη σαμπούκα.

~~

Τον Γκενσμπούρ (ή Γκαινσμπούργκ;) δεν τον ήξερα. Youtube δεν υπήρχε τότε, οπότε παρήγγειλα κι αγόρασα ένα cd του.

Το πρώτο που μου έκανε εντύπωση ήταν η ασχήμια του. Ο Σερζ ήταν αρρενωπός σίγουρα, αλλά πιο σίγουρα ήταν άσχημος. Κάτι σαν τον αντίποδα του ζεν πρεμιέ Αλέν Ντελόν.

Στο εξώφυλλο του Best of Gainsbourg είδα έναν άντρα με πεταχτά αυτιά, μάτια ελέφαντα -χαμένα μέσα στις πτυχές και τους μαύρους κύκλους, και μεγάλη σημιτική μύτη. Ένα τσιγάρο άφιλτρο (μάλλον Gitanes) στο ένα χέρι, ένα ποτήρι με αλκοόλ στο άλλο.

Πίσω έγραφε: «Είμαι μικροκλέφτης, πλαστογράφος, τζογαδόρος, καταθλιπτικός, λυσσασμένος πεσιμιστής, αλαζόνας, ανεξίτηλος, αδέξιος, εθισμένος και βίαιος».

Δεν αναφερόταν στη σχέση που είχε με τις γυναίκες, που σίγουρα θα ζήλευαν όλοι οι Ντελόν και οι Μπράντο του πλανήτη. Εκείνος, ο κακομούτσουνος μποέμ, ήταν πιο ερωτικός από δέκα γοητευτικούς σταρ. Δεν υπήρξε άντρας που ν’ αγάπησε πιο πολύ τις γυναίκες κι εκείνες τον αποθέωσαν -πριν τον μισήσουν. Αλλά αυτά θα τα μάθαινα αργότερα.

Ακούγοντας τα τραγούδια του, για πρώτη φορά, προσπάθησα να καταλάβω και να τον κατατάξω σε κάποιο είδος. Θα περνούσε καιρός μέχρι να μάθω αυτό που αντιλήφθηκα με την πρώτη ακρόαση: Ο Γκαινσμπούργκ (ή Γκενσμπούρ;) δεν άνηκε κάπου. Ήταν ένα ξεχωριστό είδος μουσικής από μόνος του. Ήταν γενικά ένα ξεχωριστό είδος. Γι’ αυτό και επηρέασε τόσο τους άλλους μουσικούς.

Έμαθα να παίζω και να τραγουδάω κάποια κομμάτια, όπως το υπέροχα λυρικό και ειρωνικό «je suis venu te dire que je m’en vais» (Ήρθα να σου πω ότι φεύγω). Καθώς γυρνούσα στη Γαλλία και τα έπαιζα στον δρόμο, ανακάλυψα ότι οι μισοί Γάλλοι τον λάτρευαν κι οι άλλοι μισοί τον μισούσαν.

Μάλλον ο Σερζ ήταν ένας από αυτούς τους ανθρώπους που δεν μπορείς απλώς να συμπαθήσεις, όπως όταν λες για κάποιον «καλό παιδί», και τελειώνει η κουβέντα.

Δεν είναι μακαρόνια με κιμά, που αρέσουν σε όλους. Είναι ένα δύσκολο φαγητό, που άλλοι το αντιπαθούν κι άλλοι το θεωρούν condition sine qua non της ύπαρξής τους, κάτι σαν τον χοντροκομμένο πατσά με μπούκοβο.

(Παρεμπιπτόντως τη λατινική φράση condition sine qua non, την άκουσα πρώτα απ’ τον Σερζ, στο Le ballade de Melody Nelson.
Tu étais la condition sine qua non de ma raison.
Ήσουν η απαραίτητη προϋπόθεση της λογικής μου -της ύπαρξής μου).

~~

Μια άλλη έκπληξη: Μέσα στο cd υπήρχαν τραγούδια που είχε πει ντουέτο με τη Μπριζίτ Μπαρντό.

Τη Μπριζίτ την ήξερα από τότε που ήμουν παιδί. Έβλεπα τις ταινίες της, κάποιες ταινίες, μαζί με τους γονείς μου. Ο πατέρας μου γούρλωνε τα μάτια, η μητέρα μου αναστέναζε κι έφτιαχνε τα ρούχα της.

Ήμουν μικρός, αλλά καταλάβαινα ότι έβλεπα μια ωραία γυναίκα. Αργότερα θα έβλεπα μία απ’ τις πιο ερωτικές-σεξουαλικές σταρ που έχουν περάσει απ’ τον πλανήτη. Κι αυτή, η υπεργυναίκα, τραγουδούσε με τον άσχημο Γάλλο; Είχε εγκαταλείψει, για λίγο καιρό έστω, τον μεγιστάνα σύζυγο της, για να λατρέψει τον ασχημάντρα;

Μα τι είναι αυτό που θεωρούν οι γυναίκες γοητευτικό στους άντρες;

Έπαιξα τα τραγούδια του στους δρόμους της Νίκαιας και της Τουλόν, στην Τουλούζη και στα Πυρηναία, αλλά έπρεπε να γυρίσω πίσω, να ζήσω πολλά, να διαβάσω, να δω, για να καταλάβω ποιος ήταν εκείνος ο άσχημος ερωτύλος.

~~

Ο Λυσιέν Γκαινσμπούργκ ήταν γιος ενός κλασικού πιανίστα Ρωσο-Εβραίου μετανάστη. Μεγάλωσε στη Γαλλία υπό Ναζιστική Κατοχή, με το κίτρινο άστρο στο πέτο.

Ήταν ντροπαλός με τα κορίτσια -λόγω της ασχήμιας του, και φιλασθενής. Γλίτωσε κατά τύχη απ’ τη φυματίωση. Στο σχολείο ήταν χείριστος μαθητής και προσπάθησε να γίνει ζωγράφος, ακολουθώντας τα βήματα άλλων μποέμ εμιγκρέδων, όπως ο Μοντιλιάνι και ο Σαγκάλ.

Για να επιβιώσει έπαιζε πιάνο στις μπρασερί του Παρισιού και ξεκίνησε να συνθέτει.

~~

Παντρεύεται, χωρίζει, ξαναπαντρεύεται, κάνει παιδιά, ξαναχωρίζει, και συνεχίζει να είνα μποέμ. Αμετανόητος πότης και αρειμάνιος καπνιστής -μέχρι τον θάνατο του.

Στη δεκαετία του 50 συναντιέται με τον Μπόρις Βιάν. Γίνεται ηθοποιός και χορευτής.

Γράφει το la Javanaise (που έχει διασκευαστεί χιλιάδες φορές), καθώς κι ένα κομμάτι που κερδίζει στο διαγωνισμό της Eurovision.

Έπειτα έρχεται το πρώτο σκάνδαλο. Γράφει και κυκλοφορεί το κομμάτι Les Sucettes (Τα γλειφιτζούρια), όπου υπάρχουν αναφορές στο στοματικό σεξ. Το τραγούδι απαγορεύεται σε πολλές χώρες.

Έπειτα αρχίζει η σχέση του με την Μπριζίτ Μπαρντό, και μετά από μερικές επιτυχημένες ηχογραφήσεις, γράφει το (πιθανότατα) πιο ερωτικό τραγούδι όλων των εποχών. Je t’ aime. Moi non plus.

Έπειτα χωρίζει με την Μπαρντό και γίνεται ζευγάρι με την Αγγλίδα Jane Birkin. (Παιδί τους είναι και η γνωστή ηθοποιός Σαρλότ Γκαινσμπούργκ).

Στο Je t’ aime… Moi non plus, πέρα απ’ την αισθησιακή φωνή της Birkin, ακούμε τους οργασμιακούς αναστεναγμούς της. Το τραγούδι απαγορεύεται ακόμα και στη Γαλλία, ενώ το Βατικανό το απαγορεύει για όλους τους καθολικούς.

Ο Σερζ συνεχίζει να προκαλεί. Ηχογραφεί στην Τζαμάικα μια ρέγκε εκδοχή της Μασσιαλιώτιδας, του εθνικού ύμνου της Γαλλίας. Δέχεται απειλές για τη ζωή του απ’ τους εθνικιστικούς κύκλους και συναυλίες του ακυρώνονται.

Εκείνος δεν συμβιβάζεται με τίποτα. Γράφει ένα τραγούδι όπου ακούγεται μια γυναίκα που τη βιάζουν, λέει στη Γουίτνεϊ Χιούστον ότι θέλει να τη γαμήσει (σε ζωντανή τηλεοπτική εκπομπή), πίνει και καπνίζει παρά την κίρρωση και τον καρκίνο στο συκώτι.

Η Μπίρκιν τον εγκαταλείπει μαζί με τα παιδιά τους κι εκείνος πεθαίνει λίγο μετά, σχεδόν 63 χρονών. Σχεδόν νέος, πάντα άσχημος κι ερωτευμένος.

Η τελευταία του μούσα ήταν η Βανέσα Παραντί.

~~

Είναι αργά το βράδυ, σχεδόν δύο το πρωί, και σκέφτομαι ότι δεν ήταν η τέχνη του Γκαινσμπούργκ που έκανε τη διαφορά, αλλά η προσωπικότητα του.

Μου το ‘χε πει και μια φίλη: Δεν υπάρχει τέχνη, μόνο καλλιτέχνες.

Αυτό που αγαπάμε στον Μπράντο, στον Μοντιλιάνι, στον Τζάνκο Ρέινχαρτ, στον Κιούμπρικ, στον Μανάρα, στον Bob Fosse, στον Bunksy, δεν είναι μόνο το έργο τους, αλλά η προσωπικότητα τους μέσα στο έργο τους.

Ένας ταλαντούχος καλλιτέχνης χωρίς sui generis προσωπικότητα μπορεί να γίνει αγαπητός στο κοινό, μπορεί να κάνει και επιτυχίες. Αλλά γρήγορα θα ξεχαστεί.

Η τέχνη χρειάζεται την ιδιαιτερότητα, το παράδοξο, το ιδιαίτερο, το προσωπικό στοιχείο.

Χρειάζεται ανθρώπους που δηλώνουν ειλικρικά ότι είναι μικροκλέφτες, λογοκλόποι, τζογαδόροι, καταθλιπτικοί, λυσσασμένοι πεσιμιστές, αλαζόνες, ανεξίτηλοι, αδέξιοι, εθισμένοι και βίαιοι.

Αυτούς θυμόμαστε. Αυτούς που ήταν τόσο ανθρώπινοι όσο κι εμείς.

Με λίγο μεγενθυμένα τα ελαττώματα κάποιες φορές.
Και τα πάθη.
Και τους έρωτες. Και την προδοσία.

Άσχημους ερωτύλους σαν τον Γάλλο.

Κι ας μη μιλάμε γαλλικά.


Πηγή