Αν δε φαντάζεσαι φωτιές με κάρβουνα μην παίζεις…

wpid-wp-1472938158719.jpeg

Έφυγε ο Αύγουστος. Θαρρείς πως όλα τώρα ξεθωριάζουν. Η θάλασσα, τα χρώματα, ο έρωτας. Κι όμως… Για μένα τώρα ανθίζουν. Όλα τα αληθινά σε τούτο το κύμα θα φανούν. Χωρίς την υπέρμετρη λάμψη ενός μανδύα που δίνει υπερβολή ακόμα και στο πιο ναρκισσιστικό λουλούδι. Η θάλασσα, έχει πια καταπιεί την έπαρση ενός μεγαλομανούς Αυγούστου και αποπνέει τη ζεστή της αυθεντικότητα. Μία θάλασσα που πάντα ακούω το Σεπτέμβρη.

Πιο μόνη, πιο άδεια, μα για μένα πιο γεμάτη από όλους. Τα χρώματα τώρα ξεχωρίζουν. Το επιβλητικό κίτρινο του ήλιου, αφήνει και τα άλλα χρώματα να σηματοδοτήσουν την ύπαρξή τους στη θέρμη μίας νέας σελίδας. Και ο έρωτας…
Ο έρωτας τώρα γεννιέται μωρό μου.

Τα φουσκωμένα λόγια, οι υπέρμετρες μαγείες και τα μεγαλομανή σου καλοκαιρινά σχέδια τώρα πεθαίνουν. Παλιέ μου δήθεν έρωτα, που μίλαγες για φωτιές και μαγείες και πελάγη πάθους, τώρα τα κοιτάς με κυάλια. Γιατί είναι γυμνά πια. Χωρίς το χάπι του καλοκαιριού. Ούτε αυτού, ούτε του προηγούμενου που κράτησε αιώνες. Η δράση του περνάει. Και τώρα εσύ ξερνάς την αλήθεια σου.

Για ποιές φωτιές μου μίλαγες; Η μόνη φωτιά που βλέπω είναι αυτή που καίει κάθε σου σβησμένη υπόνοια. Γι’ αυτό φύγε μακρυά μου εσύ που μόνο σε «καλοκαιρινές» ουτοπίες μπόρεσες να ζήσεις. Εσύ, που ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους, ανακάτευες όσα σου έδινα σαν καρβουνάκια, ενώ ήταν κάρβουνα. Κάρβουνα έτοιμα να γεννήσουν τη μεγαλύτερη φλόγα! Μια φωτιά έτοιμη να τα παρασύρει όλα. Γιατί έτσι είμαι εγώ στον έρωτα. Και εσύ, αγόρι μου, αν δε φαντάζεσαι φωτιές, με κάρβουνα μην παίζεις… Γιατί θα καείς. Και θα καεί και γύρω σου ό,τι όμορφο προοριζόταν για πράγματα μεγάλα. Σε διώχνω, δε θέλω τίποτα από σένα πλέον πάνω μου. Δε θα μπορούσες να επιζήσεις ούτε μέσα στην καλοκαιρινή φιέστα ενός μεγαλεπίβολου, έστω και φαινομενικά, έρωτα. Φύγε!

Έφυγες… Μαζί με σένα, σχεδόν και το καλοκαίρι σημάνει το τέλος του. Είσαι πλέον μια νότα στο παρελθόν μου. Μαζί με σένα, φεύγουν και οι κουρτίνες που μου έκρυβαν τη θέα. Τη θέα ενός Σεπτέμβρη με καστανοπράσινες πινελιές στα μάτια του…

Οι πρώτες νότες του Σεπτεμβρίου έχουν ήδη αρχίσει να ηχούν στα αυτιά μου. Σχεδόν ακούω τη μελωδία που αφήνουν στο πέρασμά τους. Ο Αύγουστος παίρνει από το ένα χέρι το παρελθόν μου μακρυά, ενώ με το άλλο, μου απλώνει το τώρα που μου αναλογεί.

Μπερδεμένος από παρελθόν και παρόν Αύγουστος. Κάπου εκεί, εσύ και εγώ, συστηθήκαμε, επιτέλους. Μέσα στις στάχτες χαμένων ήλιων, που ακόμα έκαιγαν τα δακρυσμένα μάτια μου. Μέσα σε θερμές αναθυμιάσεις, σε μια μικρή παύση της καθημερινότητας που βιώναμε ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Σε μία πόλη χαοτική, μα πιο ξεκάθαρη από την πρωτεύουσα. Σε μία πόλη, που αν και εξίσου ζεστή με τη μεγαλούπολη, ετούτη εδώ με αγκάλιασε θερμά, δε με έκαψε. Σε μία πόλη τόσο ερωτική, με λευκούς πύργους και μικρούς πρίγκιπες. Θα μπορούσε κάποιος να το χαρακτηρίσει σαν περιπέτεια που περνάει με το πέρασμα του καλοκαιριού. Αλλά εμείς, ούτε αυτό δεν καταφέραμε να κατακτήσουμε. Κάπου στα μέσα του κατακαλόκαιρου σε συναντάω, και τότε, το κάρμα, στο οποίο δεν πιστεύω, αρχίζει να συντελεί τις δικές του τελετουργίες.

Θα έλεγε κανείς πως μας χρωστάει η ζωή το καλοκαίρι που δεν ζήσαμε. Τις ξέγνοιαστες μέρες που θέλαμε να περάσουμε μαζί, τις βόλτες που δεν κάναμε, τα χαμόγελα που στερηθήκαμε. Όχι μωρό μου, η ζωή, αν έχει κάποιο χρέος απέναντι σε κάθε πλάσμα της, το έκανε, μας γνώρισε. Από εκεί και πέρα είναι η δική μας μεγάλη ευθύνη να δώσουμε στη συνάντησή μας την υπόσταση που ορίσαμε. Εμείς χρωστάμε μάτια μου στη γνωριμία μας το καλοκαίρι που δεν είχαμε. Εμείς θα χτίσουμε τα βότσαλα, την παραλία και τα κύματα της συνάντησης που είχαμε. Εμείς θα φορέσουμε ηλιόλουστους μανδύες στις σκέψεις μας, εμείς θα τραγουδήσουμε στον παλμό της θάλασσας, εμείς θα χορέψουμε στο φεγγάρι που κοιτάζαμε από άλλους πλανήτες. Γιατί, εμείς, εγώ και εσύ, περισσότερο από κάθε ζωή, κάθε σύμπαν, κάθε μοίρα, χρωστάμε στον εαυτό μας την υπόσχεση της πραγμάτωσης αυτού που θέλουμε.

Η θάλασσα ήδη δίνει δειλά δειλά τη σκυτάλη της σε ήχους κυμάτων που προμηνύουν την έναρξη κάποιας άλλης εποχής. Το καλοκαίρι τελειώνει και εμείς επιστρέφουμε στο σκληρό χειμώνα της καθημερινότητάς μας.

Και ό,τι επέζησε τώρα από το καλοκαίρι μου, σαν φυλαχτό το κρατάω. Τώρα, πιο πολύτιμο από πριν, πιο αληθινό, πιο γεμάτο. Σου δίνω τα κάρβουνα, θα ανάψεις τη φωτιά μας; Γιατί, αν δε φαντάζεσαι φωτιές, με κάρβουνα μην παίζεις…

Σεπτέμβρης… Με όλα τα ώριμα κατακάθια πια της ξεμυαλισμένης μας καρδιάς και του χαμένου μας μυαλού. Αυτός, είναι ο μήνας μας. Τώρα, χιλιάδες μικρά καρβουνάκια σιγοκαίνε το μέλλον μας. Άλλα έτοιμα να φουντώσουν, άλλα θέλουν να αποκοιμηθούν, άλλα επάγρυπνα να στήσουν φωτιές. Κάρβουνα μπερδεμένα με στάχτες που σπρώχνουν να καθαρίσουν το τοπίο τους.

Κάρβουνα, με νότες έρωτα, με μελωδίες ελπίδας, με εντάσεις και επιθυμίες κοινών ονείρων. Μα, και κάρβουνα χειμωνιάτικα, με χιόνια για πανωφόρια, που προμηνύουν τη δυσκολία μετατροπής τους σε ζεστές υγρές νιφάδες. Κάρβουνα βρεγμένα από σταγόνες ουρανών σκουρόχρωμων, που αποκαλύπτουν συννεφιασμένα χαμόγελα.

Είναι κι εκείνα τα άλλα όμως, τα κόκκινα, τα έντοντα, τα έτοιμα να ουρλιάξουν την ύπαρξή τους σε ένα έδαφος με διακυμάνσεις. Σε ένα έδαφος με ποικίλες δυσκολίες. Έτοιμα να ανάψουν φωτιά σε… μία έρημο! Στην έρημο, που η φωτιά μόνο πρόβλημα θεωρείται, στην ήδη υπερβολική της ζέστη. Στην έρημο, που η φωτιά είναι δύσκολο να σβηστεί από τα λιγοστά ίχνη νερού που υπάρχουν.

Ο Σεπτέμβρης μας χαϊδεύει απαλά. Αφήνει τις αναθυμιάσεις του να ξεκουραστούν στα κορμιά μας. Να σιγοκαίνε. Τα χρώματα γιορτάζουν πια. Οι καστανοπράσινες πινελιές σου ζωγραφίζουν χαμόγελα στο σκουρόχρωμο τοπίο μου.

Σου δίνω κάθε ίχνος φλόγας που τριγυρίζει την ανάσα μου. Είναι ρίσκο, το ξέρω. Ανά πάσα στιγμή η φωτιά θα ξεσπάσει. Όμως, μωρό μου, η ίδια εγώ αποτελούμαι από μικρές φωτιές στον έρωτα. Έχω περίεργο κράμα. Είμαι από αλλού. Ζω στη φωτιά και πεθαίνω στη χλιαρότητα, στη μετριότητα, στο ήπιο, στο περίπου. Κι εσύ, αν στη φωτιά παραπατάς, να μην μπεις καν στον κόπο.
Αν δεν ουρλιάζεις μέσα σου, εμένα μη γυρεύεις, αν δε φαντάζεσαι φωτιές, με κάρβουνα μην παίζεις…


Πηγή