Και έπειτα η θύελλα. Έψαχναν το μέτρο, οι παύσεις μεγάλες, οι γραμματοσειρές αταίριαστες, αλλά να που το κείμενο διαβαζόταν. Κι όταν τα χέρια του έμπλεκαν στα δάχτυλά της θαύματα γίνονταν. Έβαζαν τις λέξεις στη σωστή σειρά, εκείνη έγραφε, εκείνος τύπωνε. Σχεδίαζε τα χέρια του. Συνεχώς γελούσαν εκείνες τις μέρες.
Τώρα δε μιλούν πια. Σηκώθηκαν οι λέξεις κι έγιναν θηρία. Έγιναν τα «α» κεφαλαία και φωνάζουν σε ένα κείμενο που κανείς δεν καταφέρνει να διαβάσει. Και πριν από αυτό ψιθύρισαν τις πιο όμορφες, μικρές μα άπειρες λέξεις του κόσμου. Μέσα σε λίγες μέρες τις μουτζούρωσαν… τις προσέβαλαν με τον πιο άσχημο τρόπο. Έχασαν το μέτρο. Και κάτι από την ψυχή τους.
Δεν ξαναέγραψε από τότε. Με ένα στιγμόμετρο στο χέρι τοποθετεί μία μία τις στιγμές δίπλα δίπλα. Δεν είναι εκεί. Αλλά υπάρχει σε αυτές. Και τις κρατάει χωρίς να ξέρει πια αν πράγματι υπήρξαν ή ήταν μια από τις απάτες του μυαλού της. Πότε τόσο όμορφες λέξεις δεν τραυμάτισαν τόσο πολύ. Η θύελλα έφυγε και ήρθε ένα κενό. Ένα από αυτά που αλλάζεις όχι παράγραφο, αλλά σελίδα. Πλέον δεν είναι ένας άνθρωπος του μέτρου. Το έχασε μαζί του…
εγραψε το πιτσιρικι