Σαν ένα μελανοδοχείο

Αφενός τυχαία, εντέχνως μοιραία. Κάπως έτσι σε φαντάστηκα μέσα στην άχλη του ονείρου μου. Όταν ξαπλωμένος σε ένα διπλό κρεβάτι ονειρεύτηκα όλες εκείνες τις στιγμές της πλήρωσης, που έγιναν πλάι σου στιγμές εκπλήρωσης. Και έμεινες εκεί, μέσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα, να ζεις έναν έρωτα, αντίγραφο πίνακα αναγεννησιακού ζωγράφου, απόμακρη και κοντινή, έρωτά μου.

Όργωσα το μυαλό μου με την προδότρα σκέψη μου που σε ακολουθούσε. Δεν σε άφηνα στιγμή. Μου άρεσε να είσαι εκεί. Μου άρεσε να σε ζω σε μία μη πραγματικότητα. Έξω από καθετί συμβατικό. Σαν μία ανολοκλήρωτη εικόνα που μόνο το περίγραμμά της σχηματίζεται.

Κι’ όταν έφτασε η στιγμή του αποχωρισμού, στάθηκες ακίνητη μπροστά μου. Το πρόσωπό σου φωτίστηκε και στα μάτια σου φάνηκαν δύο σταγόνες βροχής. Δεν τις κατάλαβα, παρά μόνο όταν έσταξαν επάνω στα χέρια μου. Τις έφερα κοντά στο στόμα μου και τις γεύτηκα. Έτσι ένοιωσα πόσο πικρή μπορεί να είναι η θλίψη.

Δεν έφερα αντίσταση. Σε άφησα να φύγεις χωρίς κουβέντα. Χωρίς λόγια. Το ξέρεις ότι πάντα άφηνα τις εικόνες να γεμίζουν τον λεκτικό χώρο ανάμεσά μας. Έτσι έκανα και τώρα. Οι εικόνες πάντα αφήνουν καλύτερη ανάμνηση. Πίστεψέ με…

εγραψε το πιτσιρικι