ισοβίτες μιας ζήσης αλλόκοτης, μωρής….

SavedPicture-2015623213733.png

Φτηνές οι λέξεις σεριανάν στου νου την έρημο, αναπηδάν, συνταιριάζουν αναμετάξυ τους, ξάφνου μαλώνουν,ανταριάζονται, πλέκουν ύμνους για νίκες, θρήνους για χαμούς
κι ελπίδες για γέννεση. Ακριβά τα λιόδεντρα που τ’αχαμνά τους αναπάβουν στα λυγερά αγριόχορτα
καταμεσής του ήλιου που για χατήρι τους ανταλλάσσει σκοπιά με τα φεγγάρια τα χιλιόμορφα, τα ερωτοβαμμένα. Μάταια τα δάκρυα τα θολά που από νικημένους, έκπτωτους,
προδομένους χύνονται, μάταια το ίδιο και τα χάχανα, τα ταρατατζούμ των νικητών σε αγώνες αναίτιους φθονερούς. Στεγνά τα ποτάμια των ιδεών, της ελπίδας, της ουτοπίας, του σκοπού, ξέχειλα αφτά της έπαρσης,
της αλαζονείας, του χτικιού, με τα περήφανα κανόνια που αίμα ξερνάν ολούθε. Βροντερά τα ψέματα,
οι απειλές, τα κακά μαντάτα,
το μίσος, η καταστροφή,
σιωπηλά τα θάβματα, η αγάπη,
η αδελφοσύνη, η έκσταση,
η γιατρειά, το όνειρο.
Και μεις βουβοί, σαφρακιασμένοι,
γερασμένοι από κούνια, αμύριστοι,
περιδιαβαίνουμε ρυάκια χλιαρά,
θυμιατίζουμε βόθρους ανθρώπινους,
καταλαγιάζουμε μνήμες και θύμισες,
φτύνουμε πάνου από θράκες
παλουκωμένου οβελία προς τέρψιν οφθαλμών και ώτων. Και κει,
πάνου στα κάρβουνα τα αναμμένα,
μέσα σε χίλιες διό πυγολαμπίδες
που ξεπηδάν χορέβοντας ξέφρενο ρυθμό, αμίλητοι, άκαπνοι, το θάμα προσμένουμε, απόμακροι, παρίες,
ισοβίτες μιας ζήσης αλλόκοτης,
μωρής….