Για τα παιδιά που θα έρθουν νοιάζομαι και θα κρυώνουν

wpid-wp-1441138325422.jpeg

Καθόμουν στο κήπο. Ήσυχα. Δεν με ενοχλούσε κανείς. Προσπάθησα να ρεμβάσω.
Αδύνατον. Έκανα μια δεύτερη προσπάθεια με επαγγελματικό πλέον τρόπο. Έχω κάνει τόσα «ρεμβάσματα» στη ζωή μου που πρέπει να κατέχω τη τεχνική πλέον, διάολε!  Μηδέν.  Πιάνω συχνά τον εαυτό μου τελευταία να λειτουργεί μ΄ενα συναισθηματικό επαγγελματισμό. Έχω πείρα πως βάζεις τα κλάματα, άρα άμα θέλω βάζω τα κλάματα τώρα.
Έχω γελάσει τόσες φορές που μπορώ να δημιουργήσω γέλιο. Μπορώ να δημιουργήσω θυμό. Μπορώ να δημιουργήσω όνειρα κι εφιάλτες.  Κι όμως κάτι μου έχουν κλέψει μέσα από το σπίτι. Ύπουλα. Χωρίς να προλάβω να το πάρω χαμπάρι. Θέλω να μου επιστραφεί ο αυθορμητισμός των συναισθημάτων  και με τους τόκους του. Θέλω να μπορώ να τρομάζω ξαφνικά, να γελώ άγαρμπα, να θυμώνω παιδιάστικα, να αγαπώ κάτι χωρίς γιατί.  Βλέπετε το σημαντικότερο απ΄ολα που σιγά σιγά πεθαίνει δεν είναι το όποιο κράτος.  Είναι οι πατρίδες μέσα μας που πεθαίνουν.  Είναι τα θεμέλια μέσα μας που προσπαθούν να ξεριζώσουν.  Θέλουν να μην έχουμε μνήμη, να μην έχουμε αγάπη, να μην έχουμε σκέψη καν..  Θέλουν να μας πείσουν πως οι άγραφοι νόμοι που ήταν χαραγμένοι μέσα μας ακυρώθηκαν γιατί δεν κατατέθηκαν εμπρόθεσμα.  Κάπου μακριά στον ορίζοντα βλέπω τους ανθρώπους να περπατάνε στα τέσσερα και να προσπαθούν απεγνωσμένα να  θυμηθούν , πως ήταν όταν σηκώνονταν στα δυο πόδια . Δεν είναι ακριβώς σαν να επιστρέφουμε σε μια πρωτόγονη κατάσταση. Όχι δεν θα γυρίσουμε εκεί. Θα ήταν πολύ απλό και βολικό.Θα είναι κάτι ενδιάμεσο αυτό που θα μας συμβεί. Κάτι που δεν θα είναι ανθρώπινο αν άνθρωπος είναι η φύση που απέκτησε συνείδηση όπως έλεγαν οι σοφοί…Θα είναι η φύση που απέκτησε συνείδηση μεν, αλλά τώρα ξέχασε για ποιο λόγο είχε νοιώσει τόση έκσταση στη πρώτη γέννα. Ένα ηλιοβασίλεμα μπορείς να το δεις, να το εξηγήσεις, να το περιγράψεις αλλά πιο πολύ από όλα ανεξήγητο είναι πως μπορείς να το νοιώσεις έτσι έντονα, πως μπορείς να ριγήσεις από ένα φως,  χωρίς να σε νοιάζει η εξήγηση. Η μαγεία της ζωής είναι το χτύπημά της μέσα μας. Φοβάμαι τους ανθρώπους που δεν θα έχουν καιρό να νοιώσουν τίποτα. Φοβάμαι εκείνες τις κοινωνίες που θα προσπαθούν να δημιουργήσουν συναισθήματα μέσα από οδηγούς χρήσης για λόγους κοινωνικής συμπεριφοράς. Φοβάμαι τις στιγμές που παιδιά θα ψάχνουν να βρουν στα λεξικά τι σημαίνουν λέξεις… ρεμβάζω, ανατριχιάζω, νοιώθω δέος, νοιώθω ένα κόμπο στο στομάχι, νοιώθω λαχτάρα, ερωτεύομαι. Εκείνες τις εποχές που ορδές σοφών θα έχουν πείσει τους ανθρώπους πως η σπουδαιότερη ύπαρξη είναι η ανυπαρξία κι ορδές κερδοσκόπων θα έχουν τους έχουν διαβεβαιώσει πως η ανυπαρξία έχει καλύτερα χαρτιά στο χρηματιστήριο. Φοβάμαι τις εποχές που οι άνθρωποι θα προσπαθούν να θυμηθούν τι θέλουν και δεν θα θυμούνται πια  Πόσο μακριά μπορεί να πάει μια κοινωνία που η κάθε μονάδα της μαθαίνει να ζει υπό υπαγόρευση?  Ένα λογοπαίγνιο ίσως μας αποκοίμισε. Νομίζαμε πως η απαγόρευση ήταν χειρότερη από την υπαγόρευση και κάναμε λάθος.  Ίσως εκείνοι που σχεδιάζουν το μέλλον γνώριζαν καλύτερα πως κάποια στιγμή δεν ωφελούσε πλέον να απαγορεύουν. Ήταν επικίνδυνα ζωντανό. Και τότε ήρθε η ιδέα της ακίνδυνης υπαγόρευσης.  Δεν χρειάζεται πια να λογοκρίνει κανείς κανέναν.  Κατασταλτικό μέσο των μαζών δεν ωφελεί πλέον να είναι η λογοκρισία. Η ουσία είναι να μην μπορούν πια να κρίνουν ότι και να ακούνε.  Κάθομαι στο κήπο και νοιώθω να έχει χαθεί η επικοινωνία με το γιασεμί. Κάποτε είχα καιρό να του μιλάω.  Τώρα είμαστε δυο ξένοι. Δεν φταίω. Δεν το σχεδίασα.  Συνέβη ύπουλα.  Κι εγώ τώρα πρέπει να βρω τρόπο να σχεδιάσω ξανά από την αρχή το τρόπο επαφής. Η γη ονομάστηκε σιωπηλός πλανήτης. Δεν μπαίνει κανείς, δεν βγαίνει κανείς. Κι οι κοινωνίες του μέλλοντος φοβάμαι πως θα είναι σχεδόν αθόρυβες.  Δεν μπορούμε να παρεμβάλλουμε κάτι, οτιδήποτε, ενδιάμεσα πριν τη μεγάλη σιωπή , να δημιουργήσουμε ένα αξέχαστο θόρυβο, να γίνουμε οι τελευταίοι ανυπάκουοι , μήπως κι οι πράξεις μας μείνουν έστω  σαν εγχειρίδιο  για τα παιδιά που θα ζητούν οδηγίες Αταξίας τότε στη μεγάλη Τάξη? Μας παίρνουν τη φωτιά πίσω. Και δεν σηκώνουμε ούτε μια λέξη διαμαρτυρίας τιμή έστω στο Θεό που θυσιάστηκε για να μας τη δώσει. Συγχωρείστε μου την ασυναρτησία των σκέψεων.  Δεν είναι για μένα που νοιάζομαι. Εγώ θα βρω τρόπο να κρατήσω τη φωτιά αναμένη. Είμαι παλιά καραβάνα. Πολύ παλιά. Γεννήθηκα τότε που η ζέστη μέσα μας ήταν αυτονόητη. Τότε που θεωρούσαμε τα δώρα δεδομένα και τα αφήσαμε απροστάτευτα στο πρώτο τυχόντα άρπαγα.  Για τα παιδιά που θα έρθουν νοιάζομαι και  θα κρυώνουν, κι όλα τα προσανάμματα θα έχουν πεταχτεί στα σκουπίδια…

έγραψε το πιτσιρίκι