Πάνω σε λάσπες και καρφιά

wpid-wp-1441656257248.jpeg

Τρεις το πρωί, ησυχία. Πίσω από τους τοίχους του δωματίου τούτου, της απομόνωσής μου, οι δρόμοι είναι μόνο εκείνοι, που μιλούν. Μου γνέφουν όνειρα, μου πλάθουν είδωλα, μου σαλεύουν το νου. Τους μισώ, τους πατώ. Μπήγω στη σάρκα τους τα ιδρωμένα μου ύπατα και ηδονίζομαι. Γελώ από ευτυχία, που δεν κατάφεραν να με παρασύρουν σ” αβέβαια ταξίδια…Τώρα κλαίω. Τώρα είμαι ξαπλωμένος στην πολυθρόνα, στο μοναδικό αντικείμενο της άστατης ζωής μου. Καπνίζω τον άνεμο, πίνω τη βροχή, βρέχω το πάτωμα, ραγίζω τα χάρτινα παραπετάσματα του νου, του παραθύρου μου. Ιδρώνω και κλείνω τον ιδρώτα μου βαθιά μέσα στις χούφτες για να ελευθερωθεί κι έπειτα φεύγει και γίνεται πνοή η ανάσα μου. Κοιτώ τον τοίχο. Προσπαθώ να μαντέψω τη σκέψη του. Αν και είναι χλωμός, είναι χαρούμενος. Του κερνάω τσιγάρο. Το “χει κόψει, του προσφέρω ποτό είναι ήδη ζαλισμένος, του λέω καληνύχτα, δεν απαντά, κοιμάται από χθες. Ένα πουλί διασχίζει το δωμάτιο. Θέλει να πετάξει. Πετά. Φτάνει μέχρι το ταβάνι και προσπαθεί να το φάει με το ράμφος του. Έχει ανοίξει ήδη μια μικρή τρυπούλα! Κουράγιο φίλε, σε λιγα χρόνια θα “σαι έξω. Θα δεις τον ουρανό κι έπειτα θα πεθάνεις, γιατί δε θα μπορείς να αντέξεις το φέγγος του ήλιου, μια και δεν το γνώρισες ποτέ. Όνειρα, όνειρα… Ονειρεύομαι όνειρα όμως δε θέλω, δε θέλω να ζω με ψευδαισθήσεις. Κοιτώ τα χέρια μου. Δεν είναι ίδια! Το δεξί είναι της μάνας μου. Τ” άλλο κάποιου ανθρώπου που λέγεται πατέρας ή κάπως έτσι. Ψάχνω μες το σκοτάδι τα δικά μου. Πανικοβάλλομαι. Τρέχω μέσα σε τούτο το κλουβί τρέχει και το πουλί μαζί μ” εμένα. Μ” ενοχλεί, μ” ενοχλεί, μ” εμποδίζει, το πατώ, πεθαίνει… Ο Αγώνας συνεχίζεται.  Η αναζήτηση φτάνει στην κορύφωσή της… Το μόνο που ζητώ είναι ένα χέρι γεννημένο από τη μάνα μου, που να μοιάζει και ν” ανήκει σ” εμένα. Αύριο. Αύριο θα συγυρίσω τούτο το αχούρι. Αύριο που θα “χω βάλει τα δικά μου χέρια….

εγραψε το πιτσιρικι

image