Τι κι αν ελησμόνησες τα ζάλα του χορού μας, υπάρχει λαός που τα τιμά και τ΄αναθυμάται.

wpid-wp-1441653488605.jpeg

Τι κι αν ελησμόνησες τα ζάλα του χορού μας, υπάρχει λαός που τα τιμά και τ΄αναθυμάται.
olympia.grToday, 20:01
‘’Ανάθεμά το για κουτί και να γενεί ρημάδι
να βάνεις ΟΧΙ το πρωί να βγάνει ΝΑΙ το βράδυ’’.
(Κρητική μαντινάδα. Πάντα επίκαιρη).
Το τοπίο είναι σκληρό, ο ήλιος πυρώνει την πέτρα κι εκείνη σκάει, μόνο οι θάμνοι αντέχουν ανάμεσα στις πέτρες, τα αρμυρίκια και κάποιες θαρραλέες ελιές, διάσπαρτες στη ξερή γη. Η θάλασσα στο βάθος, στέλνει τις μυρωδιές και την αψάδα της αλμύρας της. Πίσω απλώνεται ο επιβλητικός όγκος των Λευκών Ορέων, τραχύς, χαρακωμένος από φαράγγια, όπου βρίσκουν διέξοδο τα νερά που κατεβαίνουν από τις κορυφές ορμητικά, κουρταλίζοντας τα βράχια.
Διάσπαρτα ανάμεσα στις πέτρες, στα αγκαθοχώραφα, στους ελαιώνες, στις παραλίες, στις παρυφές των βουνών, κουρνιάζουν σαν περήφανοι αετοί και τα χωριά της Χώρας των Σφακίων. Αγέρωχοι οι Σφακιανοί, ριζωμένοι στην γη τους, αδελφωμένοι με τους αίγαγρους, ζυμωμένοι με την αλμύρα, ποτισμένοι με το νερό της λευτεριάς και της τιμής.
Στην παραλία, εκεί που ξεψυχά το κύμα του Λιβυκού πελάγους, κοντά στα χωριά της Λάμπης και του Πατσιανού, υψώνεται το Φραγκοκάστελλο, που δεσπόζει με τον πέτρινο τετραγωνισμένο όγκο του στην περιοχή.
Το κάστρο αυτό το έκτισαν οι Φράγκοι το 1371-74, για προστασία τους από τους πειρατές και τους εξεγερμένους Σφακιανούς. Λένε ότι ενώ την ημέρα το έκτιζαν, την νύχτα πήγαιναν έξι αδέλφια, λεγόμενοι Πατσοί και το γκρέμιζαν. Οι Φράγκοι έπιασαν τα αδέλφια και τα κρέμασαν στους τέσσερις πύργους και στην είσοδο. Το 1770 κατέλαβε το κάστρο από τους Οθωμανούς, ο Δασκαλογιάννης. Οι Τούρκοι το ανακατέλαβαν, έπιασαν τον Δασκαλογιάννη, κι αφού τον βασάνισαν –κατά το συνήθειό τους-, τον εκτέλεσαν.
Κατά την Επανάσταση, το 1828, ο Ηπειρώτης Χατζημιχάλης Νταλιάνης κατέφτασε με 700 παλικάρια να εκδιώξουν τους Τούρκους. Κλείστηκαν στο κάστρο μαζί με Σφακιανούς κι ετοιμάστηκαν για την πολιορκία. Ο πασάς της Κυδωνίας Μουσταφά, έδωσε δέκα μέρες διορία στον Νταλιάνη για να φύγει από το κάστρο.
‘’Μουσταφά πασά, ήλθα εις την Κρήτη να πολεμήσω Τούρκους με τα παλικάρια μου και όπου θέλει ο θεός ας δώσει νίκη’’, ήταν η περήφανη απάντηση του Νταλιάνη.
Στις 18 Μαΐου του 1828 άρχισε η σκληρή μάχη, με τους Τούρκους του Μουσταφά, που ανέρχονταν σε 8.000, κατά την οποία έχασε την ζωή του ο Νταλιάνης μαζί με τα περισσότερα παλικάρια του. Από τους Έλληνες χάθηκαν 338 παλικάρια κι από τους Τούρκους 800. Το κάστρο έπεσε στα χέρια των Τούρκων, δεν είχε έρθει ακόμη η ώρα να ελευθερωθεί η Κρήτη. Η θυσία όμως των πολεμιστών έμεινε στην μνήμη μας και μπλέχτηκε με τον θρύλο των Δροσουλιτών. Σύμφωνα με τον θρύλο, την εποχή μεταξύ Μαΐου και αρχών Ιουνίου, κατά την αυγή, κι όταν υπάρχει πάχνη, εμφανίζονται πάνω στα τείχη ίσκιοι καβαλάρηδων, που λένε ότι είναι τα παλικάρια του Νταλιάνη.
Στο παραδοσιακό καφενείο του χωριού, η μάχη με το τάβλι έχει ανάψει για τα καλά. Το παλικάρι καθισμένο στην γωνιά, μόνο του, πίνει τις ρακές κι αναθυμάται τούτενες τις μάχες, οι αλήθειες και οι θρύλοι του βαραίνουν την καρδιά. Στην άκρη, ψηλά σε μια γωνιά, η ξεχαρβαλωμένη τηλεόραση, ξερνά τα ψέματά της. Ένας καινούργιος πολιτικάντης, αραδιάζει τις γνωστές μπουρδολογίες του. Ένας ακόμη σωτήρας νεοϊδρυθέντος κόμματος, από αυτά που δημιουργούνται εν μία νυχτί, παίζοντας το ρόλο αναχώματος, λάμπουν σαν διάττοντες στο δημοσκοπικό στερέωμα, και καταβαραθρώνονται έπειτα κάτω από το βάρος των υπογραφών τους.
‘’Πρέπει να πληρώσουμε όλοι’’, λέει ο πολιτικάντης , κτυπώντας την γροθιά του, ‘’ γιατί όλοι μαζί τα φάγαμε’’. Εγώ θα σας σώσω από τους προηγούμενους, γιατί εγώ έχω σχέδιο, θα τα σκίσω όλα, μέχρι και το καλσόν μου’’.
Το παλικάρι παρακολουθεί και φρουμάζει, κτυπάει τις μπότες του ανυπόμονα στο πάτωμα. Τα μάτια του δυο μαύρα πυρωμένα κάρβουνα, σαρώνουν ένα γύρω. Το πρόσωπό του σκαμμένο από τους αέρηδες του Λιβυκού, ψημένο από τον καυτό ήλιο. Τα μαλλιά και τα γένια άγρια από την αλμύρα, ατίθασα, σαν την σκέψη του. ‘’Πρέπει να σταθώ στα πόδια μου. Μετά από τόσα κτυπήματα, πρέπει να μπω στο χορό’’, η σκέψη του κυλάει στο ηρωικό χτες, σκοντάφτει στο ταπεινωμένο σήμερα, κι ορμάει στο ελπιδοφόρο αύριο. ‘’Πρέπει να θυμηθώ τα βήματα του χορού’’ ,σκέφτεται, ‘’πρέπει εγώ, ατός μου, να σύρω τους υπόλοιπους, αποθαμένους και ζωντανούς, δεν πάει άλλο να είμαι σαν βομβαρδισμένο τοπίο’’.
Ο πολιτικάντης κάνει το λάθος και πάει στο καφενείο ,στο στόμα του έχει σφηνωμένη την ίδια κασέτα με τους υπόλοιπους του είδους του. Οι λακέδες του, δουλικά, όπως κάνουν όλοι οι λακέδες κατά το συνήθειό τους, ανοίγουν δρόμο να περάσει ο νέος σωτήρας. Γκριζοφορεμένος, με το ίδιο κενό βλέμμα που έχουν όλοι οι γκριζοφορεμένοι του είδους του, μπαίνει στον καφενέ και χαιρετά τους ηλικιωμένους θαμώνες, που μηχανικά του δίνουν το χέρι. Προτείνει το χέρι και στο παλικάρι και περιμένει το αντιχαιρέτισμα.
Το παλικάρι στυλώνει το βλέμμα πάνω στον γκριζοφορεμένο. Δυο μαύρα κοφτερά διαμάντια εισχωρούν στο άδειο κέλυφος του πολιτικάντη, κάνουν το χέρι του να μείνει μετέωρο ,παράλυτο, τα χάνει. Στην σκέψη του παλικαριού περνάνε όλα όσα έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια. ‘’Πρέπει να σταθώ στα πόδια μου, πρέπει να θυμηθώ τα βήματα του χορού’’. Τούτοι εδώ μας έφεραν πάλι τους παρτσινέβελους, τους συνιδιοκτήτες στην πατρίδα μας, μας έκαναν ζήτουλες’’. Σκέφτεται και τα υπόλοιπα νησιά του αρχιπελάγους, που μπροστά στα μάτια μας αλλάζουν ιδιοκτήτες, ξεγλιστρούν από την αγκαλιά της πατρίδας. Μέχρι και τον Εθνικό μας Ύμνο καταργούν σιγά σιγά. Γιατί δεν μπορεί να είναι σύμπτωση ή απλή αστοχία ότι τώρα τελευταία σε πολλούς αγώνες –μπάσκετ ή ποδοσφαίρου-, ενώ παίζει κανονικά ο ύμνος της αντίπαλης χώρας, ο δικός μας έχει προβλήματα, χωρίς να παραιτηθεί ή να απολυθεί κανείς γι αυτό.
Το παλικάρι σηκώνεται από την καρέκλα του, μια μαύρη αποφασισμένη Νέμεση ολόκληρη η ύπαρξή του. Σφίγγει τα χέρια του, χέρια δουλευτάρικα, μπηγμένα βαθιά στα νύχια τα ίχνη της υποταγμένης γης, τα απλώνει σαν φτερούγες σταυραετού, κι αρχίζει το χορό, ένα χορό που έρχεται από τα βάθη των αιώνων. Πυρρίχιος και αρχαίας τραγωδίας μαζί, κάνει το πάτωμα να ραΐσει. Στο βάθος, παράμερα, ένα κοπέλι παίζει την λύρα του με μαεστρία, ενώ παρακολουθεί με το διερευνητικό βλέμμα που έχουν τα παιδιά, και τα συμβαίνοντα στην αίθουσα. Θέλει να σπρώξει τον καιρό, να γενεί κι αυτός ο πρωτοχορευτής στην γενιά του που έρχεται ανυπόμονη, όλο φούρια, να διεκδικήσει αυτά που της έκλεψαν.
Ο πολιτικάντης τα χάνει, το βάζει στα πόδια, δεν μπορεί ν΄αντέξει ότι ανθρώπινο ον τον προσπέρασε, τον απαξίωσε, τον παραμέρισε και στάθηκε στα πόδια του. Είναι γνωστό ότι οι γκριζοφορεμένοι του είδους του -άδεια κελύφη στην πραγματικότητα-, τρέφονται από τον φόβο, την θλίψη και το άγχος των ανθρώπινων όντων.
Μπροστά στην αποφασιστικότητα του παλικαριού, το σκάει, μαζί με τους λακέδες, τρέχουν στις στροφές να σωθούν, αλλά μάταια. Ο ήχος της λύρας ηχεί στ΄αυτιά τους σαν κροτάλισμα όπλου, το τραγούδι σαν ετυμηγορία καταδίκης, ο χορός σαν επαναστατικός ξεσηκωμός. Πάνω στα ποτισμένα με αίμα ηρώων βράχια, εξαϋλώνονται, ανατινάζονται. Μαζί ανατινάζεται και η φιδοφωλιά τους, η κατ΄ ευφημισμό , τηλεόραση.
‘’Ανάθεμά σας δυό και τρεις, και χιλιοανάθεμά σας,
βρήκατε χώρα δυνατή, την κάνατε ρημάδια’’.
(Πανελλαδική μαντινάδα. Όσο ποτέ επίκαιρη).
Με εκτίμηση,
Αγγελική Π.

http://olympia.gr/2015/09/07/