Ο δύσκολος και παρατεταμένος τοκετός της νέας διαπλοκής με το Μαξίμου

wpid-wp-1447911958331.jpeg

Από τα σκάνδαλα του Πώποτα και του Κοσκωτά μέχρι τον Λαυρεντιάδη και τον Κυριακίδη, από τη χρυσή εποχή της φούσκας του Χρηματιστηρίου μέχρι τα σημερινά «κεσάτια» των πάλαι ποτέ κραταιών ομίλων των ΜΜΕ, και από τον ξεχασμένο σήμερα Καλογρίτσα μέχρι την αναζήτηση του ΣΥΡΙΖΑ για φίλια μέσα, η διαπλοκή οικονομικής και πολιτικής εξουσίας σφραγίζει τις εξελίξεις. Σήμερα, όμως, η επιτροπεία των τραπεζών από το «κουαρτέτο» των δανειστών κάνει τα πράγματα δύσκολα και το τοπίο ασαφές…

Δεν είναι δα και πολλοί οι βουλευτές ίου ΣΥΡΙΖΑ που σε σχετική πρό(σ)κληση θα απαντήσουν με απόλυτη βεβαιότητα στο ερώτημα «ποιος ήταν ο εκδότης της Πρώτης»; Οι περισσότεροι εξ αυτών αγνοούν όχι απλώς το όνομα του εκδότη, αλλά και την ίδια την ύπαρξη της συγκεκριμένης εφημερίδας. Για όλους αυτούς το όνομα Χρηστός Καλογρίτσας πιθανότατα είναι παντελώς άγνωστο και δεν χτυπάει κανένα καμπανάκι. Και όμως, η ιστορία της εφημερίδας που εξέφραζε -έστω και σε πρώιμο στάδιο- δυνάμεις αλλά και συμφέροντα που βρέθηκαν αργότερα στην κοίτη του Συνασπισμού δεν είναι χρήσιμο να ξεχνιέται… Γιατί όποιος ξεχνά -και οι πολιτικοί όπως και οι δημοσιογράφοι ξεχνούν εύκολα και γρήγορα- είναι βέβαιο ότι θα επαναλάβει με μαθηματική ακρίβεια τα ίδια λάθη.

Όμως, πώς συνδέονται όλα αυτά μεταξύ τους; Ο Καλογρίτσας (ιδιοκτήτης της ομώνυμης κατασκευαστικής εταιρείας που δεν «πρόκαμε» να διαβεί το κατώφλι της Σοφοκλέους στη σωστή ώρα), η Πρώτη και η Αριστερά; Και ακολούθως τα media, οι επιχειρήσεις, η αγορά και η πολιτική; Πόσο μακριά μας είναι εντέλει το 1986; Πόσο σχέση μπορεί να έχει με τις σημερινές προκλήσεις και την επόμενη μέρα της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, τον νέο ρόλο του ΤΧΣ και τις ιδιωτικοποιήσεις του ΤΑΙΠΕΔ, το νέο υπερ-Ταμείο για τη δημόσια περιουσία και την αναδιάταξη των επιχειρηματικών δυνάμεων στο πλαίσιο της έρημης χώρας που λέγεται «ελληνική οικονομία»;

image

Με μια πρώτη ματιά η απάντηση μοιάζει προφανής: Καμία! Αν ωστόσο σκαλίσεις λίγο περισσότερο την επιφάνεια, θα διαπιστώσεις αρκετές διασυνδέσεις και εκλεκτικές συγγένειες ανάμεσα σε πρόσωπα και πράγματα. Μία από αυτές τις διαπιστώσεις θα έχει να κάνει με την πρόθεση της Αριστεράς να διαδραματίσει ρόλο με τους δικούς της ανθρώπους στις μπίζνες και την αγορά… Το επιχείρησε, με τον τρόπο που το επιχείρησε, στα μέσα της δεκαετίας του ’80 – η Πρώτη με τον εργολάβο Καλογρίτσα ήταν μια έκφραση αυτής της θέλησης. Σήμερα οι ένοικοι του Μαξίμου (Παππάς και σία) αλλά και ο αειθαλής αντιπρόεδρος Δραγασάκης θέλουν να ξαναδοκιμάσουν την κλασική συνταγή των επιχειρηματιών του κομματικού σωλήνα ή, αν προτιμάτε, των επιχειρηματιών με την άνωθεν κομματική ή κυβερνητική ευλογία.

Όμως, αυτή τους η επιθυμία δεν θα αποδώσει καρπούς και μοιάζει να είναι καταδικασμένη να έχει την ίδια κατάληξη με τα προηγούμενα εγχειρήματα – από τον θρυλικό Πώποτα των αρχών της δεκαετίας του 1980 και των προσπαθειών του ΠΑΣΟΚ να αποκτήσει φίλια ΜΜΕ μέχρι το δίδυμο των Λαυρεντιάδη-Κυριακίδη και τον εκλεκτό της διακυβέρνησης Σαμαρά-Μπαλτάκου, τον Δημήτρη Μελισσανίδη.

Επί του παρόντος τέτοιου είδους εγχειρήματα δεν μπορούν να ευοδωθούν για τους εξής λόγους: ο πρώτος είναι ότι δεν υπάρχει άφθονο τραπεζικό χρήμα προς διάθεση και κανείς από τους διευθύνοντες των τραπεζών δεν είναι διατεθειμένος να παρεκκλίνει από τις οδηγίες που δίνουν οι επόπτες της Φρανκφούρτης, παρά το κλάμα που έριξε ο Τσακαλώτος. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με το γεγονός ότι τα εγχειρήματα αυτού του είδους απαιτούν διασύνδεση με μπίζνες που βγάζουν χρήματα ή με μπίζνες που έχουν πίσω τους κρατικό ή κοινοτικό χρήμα.

Ο φιλόδοξος Σταθάκης, παρά τις εφορμήσεις εντός και εκτός Ελλάδας, στο τέλος θα δακρύσει και αυτός. Τέτοιες μπίζνες δεν υπάρχουν πλέον στα μέρη μας και θα περάσουν χρόνια μέχρι να υπάρξουν ξανά. Ο τρίτος λόγος είναι ότι δεν υφίσταται καν μια χρηματιστηριακή αγορά που να επιτρέπει ακόμη και τις φούσκες. Και οι τελευταίες χρειάζονται παραδοσιακά να έχουν την ανοιχτή κάλυψη των media, αλλά και την ανοχή των θεσμών και της κυβερνητικής εξουσίας. Τα πρόσφατα εγχειρήματα με τα «γιούρια» των Λαυρεντιάδη και Μελισσανίδη αυτό ακριβώς πιστοποιούν.

Χωρίς τραπεζικό χρήμα, χρηματιστηριακή αγορά, «χορηγούς» με βαθιά τσέπη και πρόθυμους τραπεζίτες, μπίζνες δεν γίνονται. Επιπλέον, δεν γίνονται ούτε αναδιατάξεις του επιχειρηματικού δυναμικού, ούτε και αναδιαρθρώσεις επιχειρήσεων. Πολύ περισσότερο δεν μπορούν να στηριχθούν «νέα τζάκια» ή «αναπαλαιώσεις τζακιών» χωρίς την παλιά και δοκιμασμένη πρακτική των εκ προτέρων αναθέσεων ρόλων διαμεσολαβητών σε ιδιωτικοποιήσεις (ΟΠΑΠ και περιφερειακά αεροδρόμια είναι δύο καλές υποθέσεις). Ο Νίκος Παππάς φιλοδοξεί, αλλά επειδή είναι πολύ νέος στη διαχείριση της διαπλοκής θα μάθει άτσαλα πώς παίζεται το παιχνίδι.

Στο σημερινό σκηνικό, όποιος φέρει τα λεφτά -και με την έγκριση των γραφειοκρατών με τα πολλαπλά συνδεδεμένα συμφέροντα που κατοικούν είτε στη Φρανκφούρτη είτε στις Βρυξέλλες- θα κάνει το παιχνίδι και στις επιχειρήσεις και στα media. Το πλέγμα των σχέσεων που επιτρέπονται στην Ελλάδα του τρίτου μνημονίου ανάμεσα στους κυβερνώντες, στους επιχειρηματίες και τους μιντιάρχες είναι εξαρχής καθορισμένο και δεν αφορά τις μικροδιευθετήσεις των υπουργών ανεξαρτήτως της -προσωρινής- δύναμής τους στο εσωτερικό της κυβέρνησης. Ούτε και αφορούν τις προσδοκίες των «κορακιών» των media, που τελευταία θυμίζουν όλο και περισσότερο τις ακτοπλοϊκές εταιρείες – κανείς δεν παίρνει την πρωτοβουλία να κάνει κάτι που μπορεί να τις διασώσει, γιατί κανείς δεν θέλει να μπλέξει με μια υπόθεση χαμένη από χέρι.

Για τις τράπεζες δεν είναι καιρός για «πρίγκιπες» των ΜΙΜΕ

«Μην ψάχνεις από τώρα τον Κυριακίδη εν Λαυρεντιάδη της επόμενης μέρας, ακόμα και αν είναι πολυτελείας και ακούει στο όνομα Γιάννα ή Μαριάννα. Είναι πολύ νωρίς. Κάτσε να ολοκληρωθεί η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και να βρεθούν οι νέες ισορροπίες ανάμεσα στη νέα διοίκηση του ΤΧΣ και τα management team των τραπεζών. Ο νέος Κυριακίδης εν Λαυρεντιάδη, με τις ευλογίες και τις προδιαγραφές ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα εμφανιστεί προτού λαδωθούν οι μηχανές της οικονομίας με τις ιδιωτικοποιήσεις του ΤΑΙΠΕΔ, αλλά ούτε πριν νομιμοποιηθεί ξανά στα μάτια και τα πορτοφόλια των ξένων επενδυτών η χρηματιστηριακή αγορά της Λεωφόρου Αθηνών».

Αυτά τα λόγια άκουσα από ένα πολύπειρο τραπεζικό στέλεχος πριν από λίγες μέρες, όταν ήρθε, όπως ήρθε, και ψηφίστηκε στη Βουλή το νομοσχέδιο του Νίκου Παππά για τις άδειες και την αγορά που τις περιβάλλει. Παρότι σήμερα δεν βρίσκεται σε μάχιμη υπηρεσία σε μια από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, γνωρίζει λόγω συμβουλευτικής δραστηριότητας από πρώτο χέρι όσα συμβαίνουν στα «πίσω δωμάτια», εκεί όπου οι εκπρόσωποι της αγοράς συναντούν τους εκπροσώπους της πολιτικής. Εκεί όπου η δύναμη του χρήματος διαμορφώνει τα όρια της διείσδυσης και της επιρροής στο θεσμικό επίπεδο και στο πεδίο της διακυβέρνησης.

Εν ολίγοις, ο νέος Κυριακίδης εν Λαυρεντάδη αργεί. Για πολύ απλούς και συγχρόνως πρακτικούς λόγους. Δανεικό χρήμα δεν είναι εύκολο να υπάρξει και η χρηματιστηριακή αγορά με τους πάντα πρόθυμους μικροεπενδυτές βρίσκεται παντελώς αδύναμη να εκθρέψει και να τροφοδοτήσει προσδοκίες. Στη δεκαετία του 1980, η κομπίνα των νέων «μαγαζιών» κόντρα στο κατεστημένο της Χρήστου Λαδά (η παλιά, παραδοσιακή έδρα του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη) έγινε με τραπεζικό χρήμα – πρώτα ο Πώποτας και μετά ο Κοσκωτάς.

Στη δεκαετία του 1990, η ανάπτυξη των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών που εκπροσωπούσαν συμφέροντα των καθιερωμένων εκδοτικών συγκροτημάτων, όπως το Mega, στηρίχθηκε στα κεφάλαια των μικροεπενδυτών, που μπερδεύτηκαν κάπου ανάμεσα στο μέρισμα, στην οικονομική απόδοση και τη λάμψη από το λούσο των ξανθών πρωταγωνιστριών. Ακόμη και στα τελειώματά της, η παλιά Σοφοκλέους ήταν εκείνη που σήκωσε το βάρος της εποποιίας του… χειροποίητου -στα όρια της ερασιτεχνικής προσπάθειας- καναλιού του Γιώργου Κουρή, όταν η αγορά ευλόγησε το Alter, λόγω και της συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο του εκλεκτού του «βαθέως ΠΑΣΟΚ» Θανάση Αθανασούλη. Το ίδιο έγινε και αργότερα με το δίδυμο Λαυρεντιάδη-Κυριακίδη, όπου ο πρώτος ανέλαβε μαζί με τις μπίζνες τα think tank πέραν του Ατλαντικού και ο δεύτερος τα media μαζί με τις μουσικο-θρησκευτικές εκδηλώσεις. Μάλιστα, το δίδυμο συνδύασε όλες τις δυνατές επιλογές: και τραπεζικό χρήμα με δανεικά και αγύριστα και υπερτιμημένες μετοχές που γεννούσαν μαύρο χρήμα για κατανάλωση.

Σε όλη αυτή την εικόνα δεν είναι δυνατόν να παρακάμψουμε την περίπτωση Ρέστη – έστω και με τον ιδιότυπο τρόπο που εκείνος, ως γόνος πλούσιας οικογένειας με γερές μπίζνες στη θάλασσα και περιουσία σε δισεκατομμύρια ευρώ, θέλησε τα άσπρα χρήματα να τα κάνει μαύρα… Η αναφορά στον Ρέστη, στο σημείο αυτό, έχει την αξία της. Όταν κάποτε στάθηκε απέναντι από τον Σταύρο Ψυχάρη διεκδικώντας να είναι το επόμενο αφεντικό στη Μιχαλακοπούλου, ο δαιμόνιος κληρονόμος του Χρήστου Λαμπράκη τού πρότεινε να αγοράσει το «μαγαζί» μέσα από μια σύνθετη διαδικασία με κοινοπρακτικά σχήματα, αλλά ο ίδιος εφ’ όρου ζωής να κρατά το management. Στο άκουσμα αυτής της πρότασης ακόμη και ο Ρέστης το έσκασε…

Μπορεί η συμπεριφορά Ψυχάρη να μην είχε χαρακτηριστικά τυπικής «αστικής ευγένειας» που συναντά κανείς σε μια καλά δομημένη αγορά, ωστόσο εξέφραζε με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο την «κουτσαβάκικη» εκδοχή της δανεικής δύναμης και ισχύος ενός μέρους του κατεστημένου των media στην Ελλάδα της γενικευμένης παρακμής. Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της εκδοχής, οι πάσης φύσης «χορηγίες», οι εκβιαστικές «τραβηχτικές»…

Μόνο που σήμερα τέτοιες συμπεριφορές δεν μπορούν να έχουν αποτελέσματα. Οι τράπεζες δεν έχουν για να δανείσουν και δεν μπαίνουν καν στη διαδικασία να ασχοληθούν με τα ζητήματα μιας υποχρεωμένης εκδοτικής επιχείρησης που η λειτουργία της -έστω και στο ρελαντί-παράγει συνεχώς και νέες ζημιές. Και μιλάμε για ζημιές εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ… Από την άλλη πλευρά, οι παλαιοί «χορηγοί» έχουν τα χέρια τους δεμένα και προτιμούν να παρακολουθούν από απόσταση ασφαλείας τα τεκταινόμενα. Ξέρουν ότι μπορούν πολύ εύκολα να κατηγορηθούν από τους ενοίκους του Μαξίμου και να βρεθούν στο άψε-σβήσε στα μανταλάκια…

Και δεν είναι μόνο η τίμια συνοδεία του ηγουμένου Αλέξη Τσίπρα στο Μαξίμου, είναι και οι αξιωματούχοι της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών που καραδοκούν για ενδεχόμενα παραστρατήματα των επικεφαλής των ελάχιστων εν ζωή ελληνικών επιχειρηματικών ομίλων με σοβαρό παραγωγικό αποτύπωμα.

Τα πάλαι ποτέ κραταιά media (εκδοτικές επιχειρήσεις και τηλεοπτικά κανάλια) δεν έχουν πολλές επιλογές. Τα περισσότερα θα αφεθούν να αποφασίσουν τα ίδια το μέλλον τους ή, καλύτερα, να αφεθούν να αποφασίσει για αυτά η αγορά. Οι διοικήσεις των τραπεζών δεν πρόκειται στο σκηνικό που έχει στηθεί να αναλάβουν πρωτοβουλίες – ούτε για ρυθμίσεις που θα έδιναν ανάσα στα «μαγαζιά», ούτε για συγχωνεύσεις και αναδιαρθρώσεις. Το μόνο που θα δεχτούν είναι έτοιμες λύσεις στο τραπέζι με εξασφαλισμένη τη χρηματοδότηση.

Με άλλα λόγια, το επόμενο διάστημα οι διοικήσεις των τραπεζών θα ασχοληθούν με τα media μόνο στο βαθμό που τα αφεντικά τους συνεννοηθούν μεταξύ τους και παρουσιάσουν βιώσιμα προγράμματα λειτουργίας και κυρίως νέους επενδυτές που θα είναι αποφασισμένοι να βάλουν το χέρι βαθιά στην τσέπη ή στο εταιρικό πορτοφόλι. Δύσκολα πράγματα που γίνονται ακόμη δυσκολότερα αν σκεφτεί κανείς ότι και οι επίδοξοι μνηστήρες των ιδιωτικοποιήσεων δεν φαίνονται, προς το παρόν τουλάχιστον, διατεθειμένοι να μοιράσουν ούτε καν υποσχέσεις…

Οι ιδιωτικοποιήσεις και οι δανειστές θα ορίσουν τη διαπλοκή της νέας εποχής…

Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών πάει χέρι-χέρι με τις νέες προτεραιότητες που θα θέσει το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) στις διοικήσεις τους. Ένα από τα θέματα που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν από κοινού είναι οι συνδυασμένες ενέργειες για τη διευθέτηση των κόκκινων δανείων στις μεγάλες ή στις «ευαίσθητες» επιχειρήσεις. Στις τελευταίες ανήκουν οι ακτοπλοϊκές αλλά και οι ακτοπλοϊκές… της στεριάς, δηλαδή τα υπερχρεωμένα media.

Στις μεγάλες επιχειρήσεις οι τράπεζες -μεταξύ τους και σε πλήρη συνεννόηση με το ΤΧΣ- θα προσπαθήσουν να βρουν λύση διερευνώντας ένα πλήθος συνδυασμών με εναλλακτικά σενάρια και υποθέσεις. Μεταξύ αυτών και η ανάθεση της επιχείρησης σε καινούριο management team. Κάτι που δεν μπορεί να γίνει εύκολα σε υπερχρεωμένα και σταθερά ζημιογόνα media. Σκεφτείτε την αντίδραση του ιδιοκτήτη του ΔΟΛ που από κύριος Σταύρος… έγινε κυρ Σταύρος και δεν μπορεί ακόμη να το πιστέψει.

Εκεί η πίεση θα στραφεί προς τις συγχωνεύσεις, αλλά με όρους και προϋποθέσεις των τραπεζών ή με τμηματικές πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων που θα μπορούν να αποφέρουν έσοδα που θα εξυπηρετούν τα δάνεια. Όλα αυτά βέβαια είναι δύσκολο να περπατήσουν αν δεν μπορούν να στηριχθούν χρηματοδοτικά από τις τράπεζες και αν τα λεφτά των επενδυτών δεν μπορούν να βρουν διέξοδο στη χρηματιστηριακή αγορά.

Εν αναμονή λοιπόν των εξελίξεων. Τα πάντα θα κριθούν από την ψήφο του κουαρτέτου και των συμφερόντων που εκφράζει. Και αυτή η ψήφος έχει να κάνει με τις ιδιωτικοποιήσεις. Διότι, κακά τα ψέματα, αν οι Γάλλοι -έστω και με τη Suez για τα «νερά»- αλλά και οι Γερμανοί -με τη Fraport για τα περιφερειακά αεροδρόμια- δεν μείνουν ευχαριστημένοι από την εξέλιξη των πραγμάτων, τότε ούτε ψύλλος στον κόρφο μας. Τα πάντα εξαρτώνται από τη θέληση της κυβέρνησης να τρέξει το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων -που αποτελεί το πρώτο και αποφασιστικό μήνυμα για τους ξένους επενδυτές- και όχι από την ονοματολογία των νέων μιντιαρχών. Κανείς δεν πρόκειται να σωθεί ούτε από τον Καλογρίτσα, αλλά ούτε και από τον… Βενιάμη.

Είναι σαφές ότι τα ηγετικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, γαλουχημένα με τις κλασικές -και στον πυρήνα τους εύστοχες- αναλύσεις για το ρόλο της διαπλοκής πλούτου, ενημέρωσης και πολιτικής εξουσίας, έχουν όλη την καλή διάθεση… να περάσουν από τη θεωρία στην πράξη και να οικοδομήσουν τη δική τους διαπλοκή. Όμως, συναντούν το φραγμό των δανειστών που θέλουν να κρίνουν οι ίδιοι, πότε και με ποια ανταλλάγματα θα ανοίξει η στρόφιγγα για τέτοιες κινήσεις.

Τον ίδιο φραγμό συναντά και μερίδα της εγχώριας… επιχειρηματικότητας, παλαιών και νέων τζακιών, που οραματίζονται νέα κόλπα -και νέες φούσκες- αλλά η απάντηση που εισπράττουν είναι «πάρε έναν αριθμό από το μηχάνημα και θα περιμένετε στην ουρά σας». Ας μη γελιόμαστε, διαπλοκή θα υπάρξει, αλλά θα την ορίσουν αυτοί που θα έχουν πραγματικά την εξουσία του πλούτου, όσες απόπειρες -αυτόκλητες και μη- γίνουν μέχρι τότε. Άλλωστε, όσοι ασχολούνται με την τηλεόραση ξέρουν ότι με επαναλήψεις γεμίζεις τρύπες στο πρόγραμμα, αλλά εάν δεν θες να φουντάρεις, πρέπει να δείξεις φρέσκο πρόγραμμα…

[Η συνέχεια επί της οθόνης]

image

Πηγή: Λευτέρης Χαραλαμπόπουλος – “Unfollow”

http://tsak-giorgis.blogspot.com/2015/11/blog-post_432.html