Έχω ένα κίτρινο ηλεκτρικό φεγγάρι

wpid-wp-1455406263657.jpeg

Ήθελα να σου γράψω χθες βράδυ, μα δεν είχα τι να σου πω. Ίσως γιατί είχαμε μιλήσει όταν είμαστε μαζί. Λένε πως μια φωτογραφία αξίζει όσο χίλιες λέξεις. Επιχείρησα, λοιπόν, να σου στείλω μια κάρτα με μια καλημέρα. Διάλεξα ένα όμορφο αρχείο που έμοιαζε με ζωγραφιά, κι έπειτα την στόλισα με κάμποσες λέξεις στην επιφάνεια. Όταν είχα ολοκληρώσει με επιτυχία το έργο μου, μου άρεσε.

Πόσο θα ήθελα με παρόμοια ευκολία να μπαίνω και να βγαίνω στο μυαλό σου. Τόσο απλά, σαν να ανάβω τσιγάρο, σαν να βάζω μπρος την μηχανή του αυτοκινήτου μου, σαν να αναπνέω. Κι ύστερα να πάψω να θέλω να ονειρεύομαι και να πείθω τον εαυτό μου αποφασιστικά, ίσως και λίγο κυνικά, πως η ζωή είναι ένα όνειρο. Σε είδα στον ύπνο μου χθες. Δεν το κατάλαβα ότι ήσουν εσύ. Γιατί έπρεπε να ξυπνήσω πρώτα για να το συνειδητοποιήσω; 

Έχω ένα κίτρινο ηλεκτρικό φεγγάρι κρεμασμένο στον τοίχο. Ανάβει με διακόπτη. Σβήνει με διακόπτη. Το είχα αγοράσει σε τιμή ευκαιρίας πριν χρόνια. Από τότε λούζει απάτες και αγάπες με φως όπως ακριβώς ένα ακριβό σαμπουάν, εμποτισμένο με αιθέρια έλαια, λούζει το κεφάλι με άρωμα. Το άναψα χθες μόλις ξύπνησα. Χασμουρήθηκα δυνατά. Κάποτε κάποιος μου είχε πει πως όταν ο άνθρωπος χασμουριέται, δεν είναι γιατί νυστάζει, μα γιατί πεινάει. Για ποια πείνα να εννοούσε άραγε;

Αλήθεια.. Πώς κυλάνε οι ώρες σου όταν δεν είμαι πλάι σου; Δουλειά, σπίτι, ζέστη; Η μέρα μεγαλώνει όσο περνάει ο καιρός και ο ήλιος αγγίζει τα βουνά απέναντι, όλο και πιο δεξιά. Ένα ψηλό κτήριο απέναντι, δεν θα σου κρύβει την θέα του πια. Το άγγιγμα εκείνες τις στιγμές θα σταματάει στην ταράτσα, στις κεραίες. Πόσο διαφορετικά είναι τα πράγματα όταν τα κοιτάζεις από άλλο σημείο, με άλλη αφετηρία, σε άλλη εποχή. Είναι κάτι σαν το χάδι μου πάνω σε ένα γυμνό σημείο του κορμιού σου. Είναι κάτι σαν μια ασπρόμαυρη φωτογραφία που της χαρίζουν χρώμα τα μάτια που την κοιτάζουν.

Θα ήθελα να δω το χρώμα που φωλιάζει στα μάτια σου. Πόσο κόκκινο είναι το δικό σου κόκκινο; Πόσο μαύρο το δικό σου μαύρο; Φαντάσου να μπορούσαμε να ρυθμίσουμε το contrast και να παγιδεύσουμε τα σύννεφα στην ισορροπία του δικού μας λευκού. Φαντάσου να ξάπλωνες επάνω στο ορθοπεδικό στρώμα της πραγματικότητας και να χάζευες μέσα από τρισδιάστατα βλέφαρα το περιβάλλον. Φαντάσου να μπορούσες να τα δοκιμάσεις όλα αυτά και τελικά η εικόνα να μην άλλαζε καθόλου. Λες να μην άλλαζε;

Με ένα βλέμμα μου θα ήθελα να πληκτρολογώ και να ανακαλύπτω στους τόνους και στις παρενθέσεις, υφέσεις και διέσεις. Να γυρίζω πλευρό στο μαξιλάρι μου και να μην με νοιάζει το άνοιγμα να είναι πάντα από την δεξιά πλευρά. Να περνάω κάτω από τις αναμμένες λάμπες των δρόμων τις νύχτες και να ξέρω αν θα σβήσουν ή όχι. Να μην φοβάμαι να βουτήξω με τα ρούχα στο κύμα της βροχής του χρόνου και να ξεθάβω από το σπασμένο πλακάκι στο μπάνιο έναν πολύτιμο θησαυρό. Να ματώνω και να μην πονάω, να γελάω πιο πολύ από το να χαμογελάω, να μην ξεκλειδώνεις την πόρτα για να μπω στο σπίτι. Να μην περιμένω τον χειμώνα το καλοκαίρι και να ζωγραφίζω ελπίδες μέχρι να τελειώσει το μελάνι. Να σε παίρνω από το χέρι και να πηγαίνουμε ατελείωτες βόλτες, να φωνάζω, να σωπαίνω, να σε νοιώθω..

Με ένα τηλεσκόπιο στραμμένο προς το μέλλον θα ήθελα να σε βλέπω να στέκεσαι γυμνή στο κέντρο της καρδιάς μου και να μην μπερδεύω το παρόν με το παρελθόν. Να κλείνω το κινητό μου και να μην βιάζομαι να το ξανανοίξω, να θέλω εσένα, να θέλω εμένα. Κι άλλες φορές θα ήθελα να μη λέω αλήθεια, να ζω σε παραμύθια, να χάνομαι για ώρες σε πλακόστρωτα στενά, να μην χρειάζομαι πυξίδες και κλεψύδρες, να μην βαφτίζω την επιστροφή καταστροφή και αντιστρόφως. Να χαϊδεύω κάκτους, να ψάχνω άρκτους, να βρίσκω δύναμη, να σε απεγκλωβίζω, να μην σε περιμένω να γυρίσεις απ’ το γραφείο..

Χθες τα’ απόγευμα στην παρτίδα τάβλι, δεν νίκησε κανείς μας..

image