Αφήνω τα ρολόγια μου ξεκούρδιστα απόψε

wpid-wp-1455400045022.jpeg

Τα φώτα της Αθήνας σωριάζονται στα πόδια μου καθώς αχνά, βογγάει το ξημέρωμα. Μοιάζουν σαν μάτια που με κοιτάνε. Δεν αντέχω άλλο τόσα μάτια
να με βλέπουν να αιωρούμαι αυτό το βράδυ..

Ακούω τους ήχους της καρδιάς μου που μυρίζουν θάνατο.  Τίποτα δεν θέλω να ντυθώ αυτή τη νύχτα.
Ούτε φεγγάρι, ούτε χρώμα, ούτε άρωμα. Κύμα μονάχα 
γίνομαι για να εξατμιστώ στο φως του ήλιου την αυγή..

Κοιμίζω δυο νύχτες στα στήθη μου επάνω. Δεν ξέρω πως θα περάσει μια βραδιά ακόμη. Ξέρω πως το φως
μου πονάει τα μάτια γι αυτό και έχω τα παράθυρα κλεισμένα. Σε βράχο υγρό απ’ την αλμύρα κρύβομαι να κουρνιάσω το θυμό μου. Με κούρασε το λευκό πουκάμισο που φοράω από χθες. Η λάμψη του λευκού μου πάει και σαν κύμα αφρισμένο γίνεται στο στήθος μου.

Αφήνω τα ρολόγια μου ξεκούρδιστα απόψε  Αυτό.το τικ-τακ πάντοτε με τρέλαινε. Είναι καλύτερη η σιωπή,
πάντα το φωνάζω στον εαυτό μου. Ξεφεύγει απ” τις.παλάμες μου το χθες, αφού η νύχτα γέμισε το πρόσωπο
μου ρυτίδες. Μοναδική ερωμένη μου η μοίρα… γαντζώνεται στο φόρεμά της πάνω, καθώς εκείνη τρέχει.να προλάβει τι… δεν ξέρει ούτε η ίδια. Τραγούδι πάνω σε χορδές κιθάρας ματώνει  τα δυο μάτια της και στάζει
ενοχές σε παγωμένο φόντο.

Ώρα μηδενική σαν βλέπω τη φωτογραφία της, σε γυαλί από κρυστάλλινη κορνίζα. Ώρα νυχτερινή τρεμάμενη καρφίτσα στο λαιμό της πάνω. Η καρδιά της μαραμένη
σαν το πρώτο ανοιξιάτικο τριαντάφυλλο που μου άφησε
στα χέρια.. κόκκινο μ” άρωμα βυσσινί. Κι εγώ, μ” αχτένιστα.μαλλιά, να λούζομαι μέσα σ ένα θαμπό καθρέφτη..
Διασωληνωμένα όνειρα σ’ ένα μπαλκόνι με πλακάκια μπεζ..

Σαν έρθει το ξημέρωμα θα τυλιχτώ στη σκόπελο του φόβου.
Τα βλέφαρα σε παλίρροια δακρύων παραμονεύουν τον μικρό μου θάνατο. Δεν άντεξα τόσο πόνο… Πάντα νόμιζα
πως ήμουνα Θεός. Μα όταν χθες σκορπίστηκα, οι δυο μου ώμοι μάτωσαν και πλήγιασαν το χώμα. Θα τρέξω απόψε να τη βρω. Να ξεκουρδίσω τη φωνή της, ν” ακούω μόνο τις σιωπές καθώς βουίζουνε σαν μέλισσες μες στο θολό μυαλό μου..

Απόψε η νύχτα στην αγρύπνια της, με όρισε «δειλό» και τα όνειρα που κάποτε έκανα γινήκαν εφιάλτες. Δεν θ’ αντέξω
για πολύ. Έχω ανάγκη ένα καφέ καυτό και σκέτο να μου κάψει το δηλητήριο στο στόμα απ’ τα αμέτρητα τσιγάρα.
Κι ύστερα θα αποκοιμηθώ ανάμεσα στα σύννεφα, αυτά που φέρνουνε βροχή. Να ξεπλυθούνε οι εφιάλτες  μου, κι ίσως αντέξω την ντροπή του υπόλοιπου της νύχτας μου..

image

image