Κάνε ένα κλικ στη ζωή σου..

wpid-wp-1456268956456.png

Σημειώνοντας διάφορες υποχρεώσεις, έσοδα, έξοδα, λογαριασμούς και χιλιάδες άλλα πράγματα από αυτά που πάντα σημειώνω στην ατζέντα μου, καταλήγω στην (καθ’όλα τραγική) διαπίστωση: διανύοντας την 24η  Φεβρουαρίου 2016, δεν έχω πραγματικά ΙΔΕΑ πώς πέρασε ο καιρός (ημερολογιακά αν με ρωτούσε κανείς τί ημερομηνία ΝΟΜΙΖΩ ή ΠΙΣΤΕΥΩ πώς είναι, θα έλεγα… τέλη Αυγούστου;;;; (με πολλά ερωτηματικά στο τέλος, εξακολουθώντας να δηλώνω την παντελή μου άγνοια ακόμη και για το αν είμαστε στα τέλη Αυγούστου). Το μόνο που μού θυμίζει πως δεν είναι πιά τέλη Αυγούστου, είναι ένα ημερολόγιο, η κάτω δεξιά ένδειξη στην οθόνη του υπολογιστή όταν ακουμπάει ο κέρσορας του ποντικιού, και οι δροσερές μέρες που διαδέχονται η μία την άλλη. Περνούν οι μέρες και συνειδητοποιώ ότι πρέπει να αρχίσω να ζω σε πραγματικούς χρόνους. Ίσως όταν ένας άνθρωπος τρέχει από το πρωί ως το βράδυ, με δεκάδες υποχρεώσεις και νέα δεδομένα στη ζωή του, να χάνει την αίσθηση του χρόνου. Ένα μειονέκτημα της ταχύτητας αυτής είναι ένα παράσημο σε ρόζ χαρτάκι με απόκομμα ταχυδρομείου από πίσω, που αναγράφει ότι ξεπέρασες το ανώτατο όριο ταχύτητας από το αναγραφόμενο με ρυθμιστική πινακίδα και ορίζει το ποσό που πρέπει να καταβάλλεις – σε περίπτωση που το πληρώσεις εντός δέκα ημερών, πληρώνεις το μισό. Σε περίπτωση που κάνεις την έκπληκτη στο όργανο της τάξεως και φανείς υπερβολικά ευγενική-χαμογελαστή-πρόσχαρη-προβληματισμένη-γι’αυτή-σου-την-παράνομη-και-εξωφρενική-ενέργεια, σου γράφουν 110 χλμ. την ώρα αντί 123 και γλιτώνεις το καημένο σου δίπλωμα και τους ανεπιθύμητους πόντους. Μετά το πρώτο μου σοκ, τηλεφωνώ στον λόξυ (λόξυγγας, αγαπημένος πρωτοξάδερφος και alter ego μου) να του εξιστορήσω τα καθέκαστα. «Επιτέλους!», αναφωνεί. «Πήρες κι εσύ μία κλήση! Τί να πω κι εγώ, θυμάσαι τότε, που με σταμάτησε και με γράφει για ζώνη, ταχύτητα, γιατί δεν είχα φαρμακείο, πυροσβεστήρα, κατάλληλη ένδυση, υπόδηση, χτένισμα, μπρελόκ, και δεν ξέρω κι εγώ τί άλλο ήθελε ο κομπλεξικός;», μού θυμίζει και σκάμε στα γέλια. «Τράβα να την πληρώσεις και να ευχαριστείς το Θεό, βλαμμένη, μα καλά ρε άνθρωπε, αφού ξέρεις ότι στο συγκεκριμένο σημείο την στήνουν, τί έτρεχες τόσο πολύ;», ρωτάει λες και δεν ξέρει ότι η δική μου σόλα με το γκάζι έχουν ερωτική σχέση τα τελευταία χρόνια, σχέση που θα ζήλευε κάθε ζευγάρι για τη μονογαμικότητα και τη λατρεία μεταξύ τους. «Μερικά αμάξια αν δεν τα τρέξεις, δεν αξίζει να τα έχεις, ρε λόξυ. Έλα καλά, μην αρχίσεις, αστειεύομαι. Ειλικρινά, αφαιρέθηκα καθώς οδηγούσα και δεν συνειδητοποίησα». Επόμενο τηλεφώνημα, η μάνα μου για καλημέρα κλπ. «Μαμά, είναι δίπλα σου ο μπαμπάς;». «Ναι, παιδί μου, γιατί;», ρωτά, μα με ύφος ψιλιασμένο ότι θα της ανακοινώσω τουλάχιστον ότι βομβάρδισα την εκκλησία της περιοχής, κυκλοφορώ με πλαστά χαρτιά, πλαστογραφώ έγγραφα, διατηρώ παράνομο εργαστήρι πλαστών χαρτονομισμάτων στο γκαράζ, ΚΑΙ με έχουν συλλάβει… «Να, μωρέ μαμά, δεν σου έχει τύχει ποτέ να χάνεις την αίσθηση με το γκάζι και να υπερβείς λίγο ταχύτητα…» – «Ναι, και;», παρεμβαίνει, για να αφήσει έναν καθησυχασμένο αναστεναγμό τύπου αυτό-είναι-όλο-μωρέ; όταν της εξιστορώ το πρώτο μου ροζ χαρτάκι από την τροχαία, χωρίς να ξεχάσω να κολλήσω μονορούφι στην πρόταση «Σε παρακαλώ, μην το πεις στον μπαμπά και αρχίσουν τα αλληλούϊα». Απάντηση: «Καλέ ναι, έλα το βράδυ, όχι για κάτι δουλειές θα βγούμε, ναι καλά είναι, πήρε τα χάπια του, όχι, δεν πονάει σήμερα, να σού έχω έτοιμο φαγητό, α, χτυπάει δεύτερη γραμμή, ναι, κορίτσι μου, θα τα πούμε μετά, φιλάκια» – κλικ.

image

image