Εγώ γυμνός ξεκίνησα εγώ πηγαίνω μόνος

clinton_568-300x168

Αλλάζουν οι άνθρωποι, φεύγουν, μικραίνουν, γίνονται κουκίδες τόσες δα , δίπλα τους ζούσες κι ας μην ήταν κανείς τους εκεί. Τους νόμιζες γίγαντες, πατούσες πάνω σε ένα βουνό μπορώ , να τους φτάσεις. Όλα μέσα τους μοιάζαν οικεία, μόνο που είχαν πια ξεθωριάσει. Όταν δεν τους κοίταζες είχαν ύφος σα να περιμένουν σε αίθουσα αναμονής ιατρείου, παλιά περιοδικά στο καλάθι και εμφιαλωμένο νερό σε ποτήρι πλαστικό . Εσύ καλά; Ναι καλά, εσύ; Κι εγώ καλά. Νομίζω. Ελάχιστος ο χρόνος αντοχής τους στην ομιλία και ακόμα λιγότερος ο χρόνος αντοχής τους στην
πράξη και στην ακοή. Λίγοι παραμένουν όρθιοι μα έτοιμοι να ματωσουν στα νερά μιας κουβέντας, να αρρωστήσουν για ένα λάθος, να βρωμίσουν για ένα γαμώτο, να διασυρθούν για έναν έρωτα, να μείνουν ένα ολόκληρο βράδυ μέσα σε ένα γιατί, να κάνουν πυρετό κι όσο μεγαλύτερη είναι η αναμονή της απάντησης τόσο πιο πολύ να πείθονται πως τρελλάθηκαν και άξιζε τον κόπο. Τα σ΄αγαπώ που ψελλίζουν χάνονται στους ελέγχους διαβατηρίων παρέα με τα αγάπησέ με. Δεν τα παίρνουν μαζί τους ποτέ στα μικροσκοπικά τους ταξίδια, τα αφήνουν και περιμένουν στωικά να γυρίσουν προυπαντώντας όλες τους τις επιστροφές. Εκείνοι, γαντζώνονται στη στιγμή. Ό,τι τραγούδι κι αν ακούσουν αντέχουν μόνο να νοσταλγούν. Ζουν στη χώρα με το παράξενο όνομα πρέπει, και στο κομοδίνο τους είναι στοιβαγμένες χίλιες δικαιολογίες που κατασκευάζουν μέσα στο σκοτάδι για να βγάλουν κι αυτή τη νύχτα. Το πρωί στολίζονται τα καθωσπρέπει τους ρούχα, παίρνουν ένα τεράστιο άκαρδο σχήμα και μοιάζουν άτρωτοι. Σχεδόν τίποτα δε μπορεί να αγγίξει φαινομενικά τα μουδιασμένα κεφάλια τους. Λες και κατάπιαν τσιμέντο, μιλάνε σιγά, με μισοτελειωμένες φράσεις και χτίζουν ανάμεσα στα όργανά τους παγίδες για τους περαστικούς. Ο δρόμος που φτάνει στο σπίτι τους δεν έχει έξοδο επείγουσας διαφυγής και πανηγυρικά μόνοι,μεγαλώνουν βιαστικά. Είναι γιατί ποτέ δεν έχουν διασχίσει το πιο επικίνδυνο μέρος του κόσμου για χάρη κάποιου, δεν του έχουν πει φίλα με μόνο ρε κι αυτό μου φτάνει. Σκάβουν συνέχεια ένα βαθύ σκοτεινό λαγούμι και με τη σιγουριά της κρυψώνας τους…

εγραψε το πιτσιρικι

wpid-wp-1457988392163.jpeg